ΠΡΑΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΔΟΣΙΑ, ΠΕΝΘΟΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ
Φιλορθοδοξος Ενωσις «Κοσμας Φλαμιατος»
Εδρα: Βασ. Ηρακλειου 30, 546 24 Θεσσαλονικη, Τηλ. 697-2176314
E-Mail: kflamiatos@yahoo.gr ― Ενημερωτικο Δελτιο 14/2011
Ἡ συγγραφέας κ. Δάφνη Βαρβιτσιώτη, μᾶς ἐμπιστεύθηκε ἕνα ἀξιόλογο καὶ ἐπικαιρότατο ἄρθρο της, γιὰ τὸ περιοδικό «Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος», μὲ ἡμερομηνία γραφῆς τὴν 9 Μαΐου 2011. Τὸ ἄρθρο δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ δημοσιευθεῖ στὸ τελευταῖο τεῦχος τοῦ περιοδικοῦ μας (θὰ δημοσιευθεῖ στὸ ἑπόμενο)· ἐπειδή, ὅμως, γράφτηκε σὲ ἀναστάσιμη περίοδο, ἔπρεπε νὰ δοθεῖ στὴ δημοσιότητα πρὶν λήξει ἡ ἀναστάσιμη περίοδος,γι’ αὐτὸ τὸ προδημοσιεύουμε μὲ τὸ σημερινὸ Ἐνημερωτικὸ Δελτίο.
Ἡ κρισιμότητα τῶν περιστάσεων ἀναγκάζει τὴν συγγραφέα νὰ ἀποτυπώσει στὸ ἄρθρο, μὲ ὠμὴ ἐγερτήρια ἀντικειμενικότητα (ποὺ θὰ τρομάξει ὅσους δὲν ἦσαν «ἕτοιμοι ἀπὸ καιρὸ») τὴν τραγικότητα τῶν καταστάσεων, τὸ ἐσώτατο πένθος ποὺ οἱ «πραεῖς» Ἕλληνες βιώνουν γιὰ τὴν προδοσία τῶν ἡγετικῶν ὁμάδων τῆς πατρίδος· ἐκείνων ποὺ διαφεντεύουν καταστροφικὰ καὶ καννιβαλικὰ τὸ μέλλον τοῦ γένους μας καὶ πού, βέβαια, αὐτὴ ἡ ἐσχάτη προδοσία βυθίζει νομοτελειακὰ τοὺς ἴδιους στὴν κόλαση ποὺ ἑτοιμάζουν γιὰ τοὺς ἄλλους.
Παρ’ ὅλ’ αὐτά, ὅποιος διασώζει ἀκόμα ὀρθόδοξα ἀναστάσιμα βιώματα, νιώθει νὰ διαπερνᾶ τὸ κείμενο τὸ φῶς τῆς Πίστεως, σὰν τὸ ἀναστάσιμο φῶς, ποὺ καταυγάζει «οὐρανόν τε καὶ γῆ καὶ τὰ καταχθόνια», ὅπως θὰ ψάλλουμε σήμερα γιὰ τελευταία φορὰ στὴν ἀπόδοση τοῦ Πάσχα.
Θεσσαλονίκη, 31 Μαΐου 2011
«Φιλορθόδοξος Ἕνωσι “Κοσµᾶς Φλαµιᾶτος”»
ΠΡΑΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΔΟΣΙΑ, ΠΕΝΘΟΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ
Τῆς κ. Δάφνης Βαρβιτσιώτη, Ἱστορικοῦ-Ἀρχαιολόγου
«Ἡ παγκοσμιοποίηση δὲν εἶναι σουλτανάτο·
εἶναι πανδαιμόνιο καννιβαλισμοῦ».
Ἐφέτος οἱ Ἕλληνες ἑώρτασαν τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μὲ τὴν συνειδητοποίηση ὅτι ἡ Ἑλλάς, ἡ κοιτὶς τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ καὶ ἡ μήτρα τῆς Ὀρθοδοξίας –ἀλλὰ καὶ ἡ πέμπτη πλουσιωτέρα χώρα τοῦ κόσμου (ἰδίως σὲ ὀρυκτά)– καταρρέει, προδομένη ἐκ τῶν ἔνδον, ἀπὸ τὶς πάσης φύσεως καὶ ἐπιπέδου ἡγεσίες της.
Γιὰ αὐτὸν τὸν λόγον, ἐφέτος καὶ γιὰ πρώτη φορά, οἱ Ἕλληνες δὲν κατόρθωσαν νὰ ἀποσείσουν ἀπὸ τὸ πνεῦμα καὶ ἀπὸ τὴν ψυχή τους, μετὰ τὴν τελετὴ τῆς Ἀναστάσεως, τὸ βάρος τῆς μνήμης τῆς προδοσίας τοῦ Ἰούδα τοῦ Ἰσκαριώτου. Ἀντιθέτως, ὅλοι μετέφεραν τὸ βάρος αὐτὸ στὴν καθημερινή τους ζωή, ὡς διαρκὲς ἐσωτερικὸ πένθος.
Πενθεῖ ὁ ἑλληνικὸς λαός, διότι αἰσθάνεται βαθύτατα προδομένος, ὡς πολίτης, ἀπὸ ἐκείνους στοὺς ὁποίους ἐμπιστεύθηκε τὴν Ἑλλάδα, τὴν διακυβέρνηση της, τὴν ἀκεραιότητά της, τὸν πλοῦτο καὶ τὴν ἐθνικὴ κυριαρχία της, τὴν διοίκηση τοῦ κράτους, τὴν διαχείριση τῶν οἰκονομικῶν του, ἀλλὰ καὶ τὴν δική του ἐνημέρωση, τὴν ἀσφάλειά του, καθὼς καὶ τὴν παιδεία, τὴν καλλιέργεια καὶ τὴν ψυχαγωγία τῶν παιδιῶν του. Βαθύτατα προδομένος αἰσθάνεται καὶ ὡς πιστός, ἀπὸ ὅσους ἔχουν ἀναλάβει, Θείᾳ Χάριτι, τὴν καθοδήγηση τοῦ πνεύματός του καὶ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς του.
Ἐκφράζει δὲ ὁ λαὸς τὸ πένθος του αὐτό, μὲ τὴν μεγάλη ἀποχή του ἀπὸ τὶς τελευταῖες περιφερειακὲς καὶ δημοτικὲς ἐκλογές, μὲ τὴν ἐχθρότητά του ἔναντι τῶν πολιτικῶν, τῶν συνδικαλιστῶν καὶ τῶν δημοσιογράφων, μὲ τὴν ἀποχὴ τῶν ἐργαζομένων καὶ τῶν συνταξιούχων ἀπὸ τὸν ἑορτασμὸ τῆς ἐργατικῆς Πρωτομαγιᾶς, μὲ τὶς διαμαρτυρίες τῶν πιστῶν ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τῶν Ναῶν, μὲ τὶς διάφορες ἀντιοικουμενιστικὲς κινήσεις, μὲ τὸ κίνημα ἀποτειχίσεως ὀρθοδόξων ἀπὸ τὴν Ποιμαίνουσα Ἐκκλησία κ.ο.κ.
Τὸ ἴδιο πένθος βαρύνει καὶ τοὺς παροικοῦντες στὴν Ἱερουσαλὴμ τοῦ πολιτικοῦ καὶ τοῦ ἀκαδημαϊκοῦ χώρου, ἀλλὰ καὶ τοῦ χώρου τῆς τέχνης καὶ τῆς ἐνημερώσεως. Οὐδόλως τοὺς ἀναπαύουν οἱ ὄψιμες κραυγὲς διαμαρτυρίας καὶ οἱ ἰαχὲς πατριωτισμοῦ καὶ ἐθνεργεσίας, ποὺ προέρχονται ἀπὸ τοὺς χώρους αὐτούς. Διότι γνωρίζουν ὅτι ἐκεῖνοι ποὺ τὶς ἐκβάλλουν –καὶ ποὺ αὐτοπροβάλλονται ὡς αἰφνιδίως ἀνανήψαντες, ὡς θαυματουργικῶς ἰδόντες τὴν ἀλήθεια καὶ ὡς σωτῆρες τοῦ λαοῦ– εἶναι οἱ ἴδιοι ποὺ ἀποδομοῦσαν συστηματικά, διὰ πράξεων ἢ παραλήψεων καὶ ἐπὶ ὁλόκληρες δεκατίες, τὴν αὐτοσυνειδησία τῶν Ἑλλήνων, τὶς δομὲς τοῦ κράτους καὶ τὶς θεμελιώδεις ἀξίες καὶ ἀρχὲς τῆς Ἑλλάδος καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας –πάντα ταῦτα πρὸς μεγίστην ἀγαλλίασιν τῶν παγκοσμιοποιητῶν.
Καὶ ἐνῶ ὁ ἁπλὸς λαὸς –δηλαδὴ οἱ «πραεῖς» τῆς Ἐπὶ τοῦ Ὄρους Ὁμιλίας (Ματθ. Ε΄ 5)– πενθεῖ γιὰ τὴν προδοσία, διαβαίνει τὶς πύλες τῆς ἐπιγείου κολάσεως τῆς παγκοσμιοποιήσεως, στὴν ὁποίαν τὸν ὡδήγησαν ἐκεῖνοι ποὺ τὸν ἐπρόδωσαν.
Ὑπὸ τὸ ἀσυγκίνητο βλέμμα τῶν ἡγεσιῶν του, ὁ ἑλληνικὸς λαὸς βυθίζεται, τελείως ἀπροστάτευτος, σὲ αὐτὴν τὴν κόλαση κλοπῶν, διαρρήξεων, ληστειῶν, κατασχέσεων, πτωχεύσεων, τρομοκρατικῶν ἐπιθέσεων, ἀστυνομικῆς βίας, συμμοριῶν, ἐμπρησμῶν, ἐκβιασμῶν, κυκλωμάτων σωματεμπορίας καὶ ναρκωτικῶν, βιασμῶν, βασανισμῶν, φόνων, δολοφονιῶν, κατακρεουργημένων πτωμάτων σὲ χωματερές, αὐτοκτονιῶν καὶ πολλῶν ἄλλων μορφῶν πλήρους ἐξαθλιώσεως.
Ἀπεγνωσμένος, καὶ μὲ μόνη προοπτική του τὸν πλήρη ἀφανισμό του, διὰ τοῦ –ἐν καιρῷ εἰρήνης– ἀποδεκατισμοῦ του, τῆς ὑποδουλώσεώς του καὶ τοῦ ἐξισλαμισμοῦ του, ὁ προδομένος ἑλληνικὸς λαὸς βασίζει τὶς προσδοκίες σωτηρίας του μόνον στὸν Θεό.
Ἐκεῖνοι, ὅμως, οἱ ὁποῖοι τὸν ἔφθασαν στὸ σημεῖο αὐτό, σὲ ποιόν προσβλέπουν καὶ τί προσδοκοῦν ἀπὸ τὸ μέλλον ποὺ οι ἴδιοι ἀπεργάστηκαν;
Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ –εἴτε ἀπηλλαγμένοι ἀπὸ κάθε φόβο Θεοῦ, εἴτε βαυκαλιζόμενοι ὅτι ἐπιτελοῦν τὸ ἔργο Του, εἴτε λόγῳ ἰδεοληψιῶν, ἢ προσωπικῶν μνησικακιῶν, ἢ ἱστορικοῦ φθόνου, ἢ ἀπὸ καθαρὴ ἰδιοτέλεια, ἢ λόγω μειωμένου καταλογισμοῦ, εἴτε ἐκβιαζόμενοι– προσβλέπουν στὴν παγκοσμιοποίηση καὶ σὲ ὅσους κινοῦν τὰ νήματά της.
Προσδοκοῦν δὲ ὅτι, ἐφ’ ὅσον ἐξακολουθοῦν νὰ ἀπεργάζονται τὸν ἐξανδραποδισμὸ τῶν Ἑλλήνων, τὴν ἐξαφάνιση (ἢ τὴν μετάλλαξη) τῆς Ὀρθοδοξίας, τὸν διαμελισμὸ τῆς Ἑλλάδος σὲ ἀπρόσωπα πολυδιασπασμένα τιμάρια τῆς παγκοσμιοποιήσεως, ἀλλὰ καὶ τὴν διαρπαγὴ τοῦ πλούτου της, μέλλει νὰ ἐπιβραβευθοῦν, εἴτε διατηρώντας τὰ κεκτημένα τους, εἴτε ἀποκτώντας ἀκόμα ἀνώτερα ἀξιώματα, ἀναγνώριση, δόξα καὶ προβολή.
Μὲ αὐτὴν τὴν προσδοκία, οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἐπιδίδονται –ἕκαστος ἀπὸ τὴν θέσιν ἰσχύος ἢ κύρους τὴν ὁποίαν κατέχει, καὶ τελῶν ὑπὸ τὴν προστασία τῶν παγκοσμιοποιητῶν– σὲ ἕνα πραγματικὸ ὄργιο παραπλανήσεως, ἐξαπατήσεως καὶ διαβουκολήσεως τῶν Ἑλλήνων, μὲ σκοπὸ τὴν θυματοποίησή τους.
Προκειμένου, ὅμως, νὰ θυματοποιήσουν τὸν ἑλληνικὸ λαό, ἔπρεπε, προηγουμένως, νὰ ἐπιτύχουν τὴν ριζικὴ μετάλλαξη τῆς ἰδιοσυγκρασίας καὶ τοῦ φρονήματός του. Ἔπρεπε, δηλαδή, νὰ μεταλλάξουν τοὺς Ἕλληνες –ἀπὸ «πραεῖς», εὐφυεῖς καὶ μὲ ἔντονο τὸ ἔνστικτο ἐπιβιώσεως– σὲ ἄβουλους, πνευματικῶς νηπιάζοντες καὶ πρόθυμους πρὸς –ἔμμεσο ἢ ἄμεσο– αὐτοχειριασμό.
Πρὸς τὸν σκοπὸν αὐτόν, οἱ ἐν λόγῳ ἡγεσίες ὑπέβαλλαν τὸν ἑλληνικὸ λαὸ σὲ μιὰ ὑπερτριακονταετῆ διαδικασία συστηματικῆς ἀποκολοκυνθώσεως, διὰ τῆς μεταλλάξεως τοῦ ἀνθρωπισμοῦ καὶ τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης σὲ λαγνεία αὐτοκαταστροφῆς.
Συγχρόνως, χρησιμοποιοῦν εἰς βάρος τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ καὶ ἄπειρες ἄλλες μεθοδεῖες, ὅπως π.χ.:
Τὸν ἐνοχοποιοῦν στὸ σύνολό του, τὸν ἐξευτελίζουν καὶ τὸν ταπεινώνουν, ἐνῶ παραλλήλως, διαβρώνουν τὴν ἐθνικὴ καὶ θρησκευτική του συνείδηση καὶ κατακερματίζουν τὴν κοινωνική του συνοχή.
Μεθοδεύουν τὴν ἠθική, συναισθηματική, πνευματικὴ καὶ σεξουαλικὴ ἐξαχρείωση τῶν πιὸ εὐαλώτων (ἰδίως τῶν παιδιῶν καὶ τῶν νέων).
Ὑπονομεύουν τὴν ψυχική του ἰσορροπία, διαγιγνώσκοντας σ’ αὐτόν ―ἀντὶ τοῦ πένθους, τῆς ἀπογνώσεως καὶ τῆς δυστυχίας του― τὰ βέβαια συμπτώματα κλινικῆς ψυχοπαθολογίας!
Ὑποδυόμενοι τοὺς ἐχθροὺς τῆς παγκοσμιοσμιοποιήσεως, ἡγοῦνται σχετικῶν κινήσεων, ὥστε καὶ νὰ τὶς κηδεμονεύουν, ἀλλὰ καὶ νὰ τὶς εὐνουχίζουν πνευματικῶς, ἐνῶ συκοφαντοῦν ἢ καὶ περιθωριοποιοῦν ὅσους ἀποτολμοῦν νὰ ὑπερασπίζονται ἀκεραία τὴν Ἀλήθεια.
Ἀνακαλύπτουν τὶς ἐπιβουλς κατὰ τῆς Ἑλλάδος, μόνον ὅταν αὐτὲς ἔχουν πλέον συντελεσθεῖ, λησμονώντας τὴν πνευματική τρομοκρατία τὴν ὁποίαν οἱ ἴδιοι ἀσκοῦσαν εἰς βάρος ὅσων τοὺς τὶς ἐπεσήμαιναν, ὅταν αὐτὲς ἦσαν ἀκόμα ἐν τῇ γενέσει τους.
Ἐξάπτουν τὸ θυμικὸ τῶν πιὸ δυναμικῶν, ἐξωθώντας τους πρὸς ἀδιέξοδες ἢ ἐπικίνδυνες ἀτραπούς.
Ἐκμαυλίζουν μὲ ἄνομα κέρδη τοὺς πιὸ ἄπληστους.
Παγιδεύουν μὲ ὑποσχέσεις ἐπιγείων παραδείσων τοὺς πιὸ ἀφελεῖς, καὶ μὲ πλασματικοὺς ἐπουρανίους παραδείσους, τοὺς πιὸ ἀπελπισμένους.
Ἀπασχολοῦν τόν λαό –εἴτε ὡς πολίτη, εἴτε ὡς πιστὸ– μὲ τὸ «ἡδύοσμον, τὸ ἄνηθον καὶ τὸ κύμινον» (Ματθ. ΚΓ’, 23), ἐνῶ σιγοῦν γιὰ «τὰ βαρύτερα τοῦ νόμου», ὅπως π.χ. γιὰ τοὺς ἐπερχομένους νόμους περὶ δωρεᾶς ὀργάνων μὲ γενικὴ εἰκαζομένη συναίνεση, περὶ «κάρτας τοῦ πολίτου», περὶ «ἐχθροπαθείας» κ.ο.κ.
Ὡστόσο, οἱ ἡγεσίες αὐτὲς –πεφυσιωμένες καὶ ἀμεριμνομέριμνες– δὲν ἀντιλαμβάνονται ὅτι, ἡ δικὴ τους μοῖρα εἶναι ἀρρήκτως συνδεδεμένη μὲ τὴν μοῖρα τοῦ ἰδίου αὐτοῦ Λαοῦ, τὸν ὁποῖον –ἐνσυνειδήτως ἢ μὴ– περιφρονοῦν, χειραγωγοῦν, ἐμπαίζουν, ἐξανδραποδίζουν καὶ ὁδηγοῦν στὸν ἀφανισμό. Δὲν ἀντιλαμβάνονται, δηλαδή, ὅτι: ἡ δική τους ὕπαρξις, αὐτὴ καθ' ἑαυτή, τὰ ἀξιώματά τους καὶ ὅλα τὰ παρελκόμενα αὐτῶν, ὑφίστανται διότι ὑφίσταται ἡ Ἑλλὰς –καὶ ὅσο ὑφίσταται ἡ Ἑλλάς–, ἡ κατοικουμένη ἀπὸ Ἕλληνες καὶ δή, ἀπὸ ὀρθοδόξους· δηλαδὴ ἀπὸ «πραεῖς».
Διότι, ἐὰν –ὃ μὴ γένοιτο– ἡ Ἑλλὰς διαλυθεῖ, θὰ ἐκπνεύσει μαζύ της καὶ ἡ χρησιμότης ὅσων τὴν ἐπρόδιδαν. Ἐὰν δέ, ὁ ἑλληνικὸς πληθυσμὸς ἀντικατασταθεῖ ἀπὸ ἀλλοφύλους καὶ ἀλλοθρήσκους, οἱ προδώσαντες οὐδένα πλέον θὰ ἐπηρεάζουν καὶ οὐδένα θὰ ἐκπροσωποῦν, πλὴν τοῦ ἑαυτοῦ τους. Ὁπότε, ἐκτὸς ἀπὸ ἄχρηστοι, θὰ καταστοῦν ἀνίσχυροι καὶ ἀμελητέοι.
Λόγῳ δὲ τῆς διαχρονικῆς καὶ καθολικῆς ἰσχύος τῆς ρήσεως «τὴν προδοσίαν πολλοὶ ἠγάπησαν· τὸν προδότην, οὐδείς», θὰ καταστοῦν, ἐπιπλέον, ἀνυπόληπτοι καὶ περιφρονητέοι ἔναντι τῶν ἰδίων τῶν προστατῶν τους.
Καὶ ἐπειδὴ –ὅπως καθημερινῶς ἀποδεικνύουν τὰ διεθνῆ γεγονότα– τόσο οἱ ἀπρόσιτοι παγκοσμιοποιητές, ὅσο καὶ οἱ ἀλλόφυλοι καὶ ἀλλόθρησκοι μελλοντικοὶ τοπικοὶ ἐκπρόσωποί τους, δὲν εἶναι διόλου –μὰ διόλου– «πραεῖς», οἱ προδώσαντες θὰ καταστοῦν, σὺν τοῖς ἄλλοις, ἀναλώσιμοι.
Αὐτό, ὅμως, θὰ ἀρχίσουν οἱ ἴδιοι νὰ τὸ συνειδητοποιοῦν μόνον ὅταν οἱ ...
παγκοσμιοποιητὲς –ἀποσύροντας τὸ ἀθέατο δίκτυο προστασίας, μὲ τὸ ὁποῖον τοὺς περιέβαλλαν ὅσο ἀκόμα ὑφίστατο ἡ Ἑλλάς– τοὺς ἀφήσουν ἐκτεθειμένους στοὺς νέους εὐνοούμενους τους: τοὺς ἀνέλεγκτους ἐπήλυδες, ὁ ἀριθμὸς τῶν ὁποίων αὐξάνεται καθημερινῶς, ὅπως, ἐξ ἄλλου καὶ οἱ προσδοκίες τους.Προδομένοι καὶ ἐγκαταλελειμμένοι ἀπὸ τοὺς προστάτες τους, εἰς τοὺς ὁποίους ἐπρόδωσαν τὴν Ἑλλάδα καὶ τοὺς Ἕλληνες, οἱ προδώσαντες μέλλει νὰ αἰσθανθοῦν καὶ αὐτοὶ τὸ πένθος τῆς προδοσίας· καί, μάλιστα, διπλό: διότι σύντομα καὶ ἡ μεταξύ τους ἀλληλεγγύη θὰ καταρρεύσει, ὑπὸ τὴν ἀδήριτη πίεση τοῦ «ὁ σώζων ἑαυτὸν σωθήτω».
Τότε, θὰ διαπιστώσουν ὅτι, ἡ παγκοσμιοποίηση δὲν εἶναι σουλτανάτο· εἶναι πανδαιμόνιο καννιβαλισμοῦ.
Θὰ διαπιστώσουν δηλαδή, ὅτι, ὅση δουλικότητα, ὅση ἐνδοτικότητα, ὅσες παραχωρήσεις, ὅση δουλοπρέπεια, ἢ ὅσο οἰκουμενιστικὸ πνεῦμα καὶ ἂν ἐπιδείξουν –καὶ ὅσους ἐναπομείναντες «πραεῖς» καὶ ἂν θυσιάσουν, μεταφορικῶς ἢ ἄλλως, στὸν Μολὼχ τῆς παγκοσμιοποιήσεως–, ἡ δική τους ζωὴ θὰ τελεῖ πάντα ὑπὸ τὸν φόβο τῆς αὐθαιρεσίας τῶν ἐπήλυδων.
Καὶ μιὰ ζωὴ διαρκεῖ πολύ...
Τότε, οἱ παραδώσαντες «αἷμα ἀθῶον» δὲν θὰ ἔχουν παρὰ μία προσδοκία: νὰ διαφύγουν σῶοι, γιὰ νὰ καταφύγουν στὴν ἴδια ἐπίγεια κόλαση στὴν ὁποίαν ἐβύθισαν τοὺς «πραεῖς», τοὺς ὁποίους ἐπρόδωσαν.
Δάφνη Βαρβιτσιώτη
Καταπληκτικό,πλήρες,Ελληνικό.
ΑπάντησηΔιαγραφή