Η ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ Α΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΝΕΟ-ΕΠΟΧΗΤΙΚΗΣ "ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ" ΝΑ ΤΗΝ ΕΞΑΛΕΙΨΕΙ


Και να μην είχε  καθιερωθεί η σημερινή  ως ημέρα μνήμης  της  Α΄Οικουμενικής Συνόδου  ή  η έκτη   Κυριακή  μετά το Πάσχα  ως ημέρα απόδοσης τιμής στους 318 Αγίους Πατέρες που  μετείχαν  σε αυτήν,και  πάλι ο  εν τω παρόντι  διωκόμενος  Ορθόδοξος Χριστιανικός κόσμος,θα έπρεπε να  φέρνει στη μνήμη του και να τιμά καθημερινώς  όλες τις  Οικουμενικές Συνόδους  και  τους  Αγίους Πατέρες που μετείχαν σε αυτές.


Το Αποστολικό Ανάγνωσμα της Θείας Λειτουργίας (Κυριακή  των 318 Αγίων Πατέρων της Α Οικουμενικής Συνόδου).
Πράξεων των Αποστόλων: Κ.16 – 18, 28 – 36

Εν ταις ημέραις εκείναις, έκρινεν ο Παύλος παραπλεύσαι την Έφεσον, όπως μή γένηται αυτώ χρονοτριβήσαι εν τη Ασία’ έσπευδε γάρ, ει δυνατόν ήν αυτώ, την ημέραν της πεντηκοστής γενέσθαι εις Ιεροσόλυμα.
Απο δέ της Μιλήτου πέμψας εις Έφεσον μετεκαλέσατο τους πρεσβυτέρους της εκκλησίας. Ως δέ παρεγένοντο προς αυτόν, είπεν αυτοίς: «προσέχετε εαυτοίς και παντί τω ποιμνίω, εν ώ υμάς το Πνεύμα το Άγιον έθετο επισκόπους, ποιμαίνειν την εκκλησίαν του Κυρίου και Θεού, ήν περιεποιήσατο δια του ιδίου αίματος. Εγώ γάρ οίδα τούτο, ότι εισελεύσονται μετά την άφιξίν μου λύκοι βαρείς εις υμάς, μή φειδόμενοι του ποιμνίου. Και εξ υμών αυτών αναστήσονται άνδρες λαλούντες διεστραμμένα, του αποσπάν τους μαθητάς οπίσω αυτών. Διό γρηγορείτε, μνημονεύοντες ότι τριετίαν νύκτα και ημέραν ουκ επαυσάμην μετά δακρύων νουθετών ένα έκαστον. Και τα νύν, παρατίθεμαι υμάς, αδελφοί, τω Θεώ και τω λόγω της χάριτος αυτού, τω δυναμένω εποικοδομήσαι και δούναι υμίν κληρονομίαν εν τοις ηγιασμένοις πάσιν. Αργυρίου ή χρυσίου ή ιματισμού ουδενός επεθύμησα. Αυτοί γινώσκετε ότι ταις χρείαις μου και τοις ούσι μετ’ εμού υπηρέτησαν αι χείρες αύται. Πάντα υπέδειξα υμίν, ότι ούτω κοπιώντας δεί αντιλαμβάνεσθαι των ασθενούντων, μνημονεύειν τε τον λόγον του Κυρίου Ιησού, ότι αυτός είπε, μακάριόν εστι μάλλον διδόναι η λαμβάνειν.» Και ταύτα ειπών, θείς τα γόνατα αυτού σύν πάσιν αυτοίς, προσηύξατο. 

Δυστυχώς  υπαρχουν αρκετοί εκ των πιστών που εξαιτίας της ελλιπούς κατήχησής τους και του "χαλαρού" δεσμού τους   με την Ευχαριστιακή ζωή της Εκκλησίας μας, έχουν υιοθετήσει  τις κακοδοξίες   μερικών σύγχρονων "Θεολόγων" ή  και  "λογίων" που ειναι στρατευμένοι στον πόλεμο εναντίον της Εκκλησίας.Έτσι  πίστεψαν ότι οι Άγιες Οικουμενικές Σύνοδοι  ήταν  κάτι σαν τις σημερινές  συνόδους  της Ε.Ε ,του ΟΗΕ, του ΝΑΤΟ  ή και άλλων  οργανισμών που  βεβαίως έχουν σαν κοινό στόχο την κοσμική  "τακτοποίηση"  παγκόσμιων ή και εθνικών θεμάτων,μια  "τακτοποίηση"   που συνήθως καταλήγει σε πολέμους ,αναγκαστικές  συμφωνίες, ή όπως  βλέπουμε σήμερα σε πτωχεύσεις και χρεοκοπίες κρατών.
Αν λοιπόν επιχειρήσουμε έστω και εξ αγνοίας να συγκρίνουμε τις  Άγιες Οικουμενικές Συνόδους  με  οποιεσδήποτε σύγχρονες κοσμικές ή  θρησκευτικές  ψευτοσυνόδους , έχουμε  ήδη διολισθήσει σε πορεία βλασφημίας  κατά του Αγίου Πνεύματος αφού  Αυτό ήταν  η  αιτία της  κλήσεως  των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας μας  ,της συγκλήσεως των Αγίων Οικουμενικών Συνόδων  και ασφαλώς των Θεοπνεύστων  αποφάσεών τους.
Σήμερα  που οι  αντίχριστες δυνάμεις της "Νέας Εποχής"   έχουν καλέσει σε  "γενική επιστράτευση" κάθε  "στρατιώτη" τους  μέσα και έξω απο την Εκκλησία και όπως  όλα καταδεικνύουν  προετοιμάζουν την "τελική τους επίθεση"  εναντίον του ανθρωπίνου γένους, είναι  όχι απλώς  λατρευτική  υποχρέωση  η ανάμνηση των Οικουμενικών Συνόδων  ,αλλά ζωτικής σημασίας  απαίτηση  η εντρύφηση  στο νόημα  και το σωτηριολογικό  μήνυμα  τους , καθώς επίσης και η απόλυτη  υπακοή στους  Ιερούς Κανόνες  που παρήχθησαν εξ αυτών.
Είναι αλήθεια ότι τα  τελευταία χρόνια καταβάλλεται  μια εργώδης προσπάθεια  εκ μέρους των οικουμενιστών να οργανώσουν και να συγκαλέσουν μια ψευτοσύνοδο, που θα την ονομάσουν αυθαιρέτως οικουμενική ,προκειμένου να   κατεδαφίσουν  ότι  Θεοπνεύστως έκτισαν οι  αληθινές Άγιες Οικουμενικές Σύνοδοι.Η ψευτοαγάπη  και ο κατασκευασμένος στα σαλόνια της "Νέας Εποχής"  ψευτοανθρωπισμός , που είναι και το καμουφλάζ των πραγματικών προθέσεών τους , το μόνο που μπορούν να προσφέρουν σε αυτές τις εν τοις πράγμασι αιρετικές κινήσεις,είναι ο χαρακτήρας του "παγκόσμιου"  με ότι αυτό σημαίνει σήμερα  και όχι του  "οικουμενικού"  που είχαν και έχουν  οι Οικουμενικές Σύνοδοι των ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ της εκκλησίας μας.
Όσο και να  προσπαθούν να μας εκπαιδεύσουν  με την νεο-εποχήτικη  "θεολογία" της σύγχυσης και της "μίξεως των αμίκτων" δεν θα καταφέρουν να μας πείσουν ότι  οι έννοιες των λέξεων "οικουμενιστής" και "οικουμενικός" είναι ταυτόσημες και  ισάξιες.
Το παρακάτω  κείμενο  το  είδαμε στο φιλικό ιστολόγιο ""Αναβάσεις" απο όπου και το αναδημοσιεύουμε  προσφέροντάς σας την ευκαιρία να δείτε και εσείς  πόσο δίκιο  έχουν  οι σημερινοί   "ομολογητές της πίστεως" όταν  διατυπώνουν  αυτήν την Ομολογία  εγγράφως και προφορικώς  προς όλες τις κατευθύνσεις:


Μνήμη τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου
 
Λίγες μόλις δεκαετίες μετὰ τὸ γεγονὸς τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ ἐμφανίσθηκαν οἱ πρῶτες παραχαράξεις τῆς πίστεως καὶ ἀργότερα οἱ μεγάλες χριστολογικὲς αἱρέσεις στὴν Ἐκκλησία Του, σχετικὰ μὲ τὸ πρόσωπο καὶ τὴν ὑποστατικὴ ἕνωση τῶν δύο ἐν Χριστῷ φύσεων. Ποιὸς εἶναι Αὐτός; Ποιὰ εἶναι ἡ σχέση Του μὲ τὸν Θεό; Πῶς κατανοεῖται ἡ σχέση καὶ ἡ ἕνωση δηλαδὴ ἀκτίστου καὶ κτιστοῦ ἀπὸ τὸν ἐνανθρωπήσαντα Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ; Πῶς μπορεῖ νὰ εἶναι συγχρόνως «Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου»; Μὲ ποιὸ τρόπο γεννήθηκε ἀπὸ γυναίκα; Πῶς εἶναι δυνατὸν ἡ μητέρα Του, ἡ Παρθένος Μαρία νὰ ἀποκαλεῖται «Θεοτόκος»; Τὰ ἐρωτήματα ποὺ ἐτίθεντο ἀφοροῦσαν ὄχι μόνο τὴ θεότητα τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἀλλὰ καὶ τὴν Ἐνανθρώπησή Του.
Οἱ προβληματισμοὶ αὐτοὶ προξένησαν ...
μακραίωνες δογματικὲς συζητήσεις. Ἡ Ἐκκλησία, προκειμένου νὰ προφυλάξει τὰ πιστὰ μέλη της καὶ νὰ ἀπαντήσει στὶς ἀποκλίνουσες ἀπόψεις, διατύπωσε αυθεντικὰ τὴν πίστη της στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους, οἱ ὁποῖες διατύπωσαν τὴν πίστη της καὶ καθόρισαν τὰ δόγματά της. Οἱ δογματικὲς ἀποφάσεις τῶν Συνόδων, γνωστὲς ὡς «Ὅροι», δηλαδή ὅρια - ὁριοθετήσεις, ἐμπεριέχουν σωτήριες ἀλήθειες. Συνεπῶς, τὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ σωτηριολογικὲς προτάσεις ζωῆς, ἀφοῦ καταγράφουν τὴν κοινὴ πίστη καὶ τὴν καθολικὴ συνείδηση καὶ διαχρονικὴ ἐμπειρία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος.
Οἱ ἀμφισβητήσεις γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἐμφανίσθηκαν πολὺ νωρίς, κατ’ ἀρχὴν μὲ τὴν αἵρεση τοῦ Δοκητισμοῦ καὶ τοῦ Μοναρχιανισμοῦ. Ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν περίοδο τῶν μεγάλων Τριαδολογικῶν αἱρέσεων τέθηκε ἐκ νέου τὸ Χριστολογικὸ ζήτημα, γιατὶ τόσο οἱ Ἀρειανοὶ ὅσο καὶ οἱ Εὐνομιανοὶ εἶχαν δική τους «Χριστολογία», στὴν ὁποία, ἀσφαλῶς, ἀπάντησαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ τὸ ἐνδιαφέρον στρεφόταν πρωτίστως στὸ Τριαδολογικὸ δόγμα, ποὺ ἀφοροῦσε τὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν σχέση Του μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα Του. Μὲ αὐτὰ τὰ Χριστολογικὰ θέματα τῆς πίστεως, ποὺ ἀφοροῦσαν τὸ μυστήριο τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ - Λόγου, ἀσχολήθηκε ἡ Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ποὺ συνῆλθε στὴν πόλη Νίκαια τῆς Βιθυνίας τὸ 325 μ.Χ.
Ἡ Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος συγκλήθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Μέγα Κωνσταντίνο ἐναντίον τοῦ αἱρεσιάρχου Ἀρείου, ἀπὸ τὶς 20 Μαΐου προκαταρκτικὰ καὶ ἀπὸ 14 Ἰουνίου ἐπίσημα μὲ τὴν παρουσία τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου μέχρι τὶς 25 Αὐγούστου τοῦ 325 μ.Χ. Ἡ Σύνοδος ἀποτελέσθηκε, κατὰ μὲν τὴν ἐπικρατούσα παράδοση ἀπὸ 318 θεοφόρους Πατέρες, κατ’ ἄλλες δὲ ἱστορικὲς μαρτυρίες ἀπὸ τριακόσιους περίπου. Κύριος δὲ σκοπὸς αὐτῆς ἦταν ἡ καταδίκη τοῦ Ἀρειανισμοῦ καὶ ἡ θετικὴ διατύπωση τῆς Ὀρθοδόξου δογματικῆς διδασκαλίας περὶ τοῦ δευτέρου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, διότι τὴ θεότητα Αὐτοῦ εἶχε ἀρνηθεῖ ἀπὸ τὸ 318 μ.Χ. ὁ Πρεσβύτερος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας, Ἄρειος.
Ὁ Πατέρας, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι μὲν τρία Πρόσωπα ἐνυπόστατα, ἀλλὰ διὰ τὸ συμφυές, τὸ συναΐδιον, τὸ ὁμόθρονον, τὸ ὁμοούσιον καὶ τὸ ἀπαράλλακτο τῆς οὐσίας Τους ἀποτελοῦν Μία Θεότητα, Μονάδα Τρίφωτο, τὴ Μοναρχία τῆς Τριάδος καὶ ὄχι τρεῖς θεοὺς, δηλαδὴ «τρεῖς ἀνομοίους τε καὶ ἐκφύλους οὐσίας», ὅπως ὁ Ἄρειος ἀφρόνως ἀποτόλμησε νὰ κηρύξει, «ὕλην πυρὸς τοῦ αἰωνίου ἑαυτῷ θησαυρίζων». Ἡ Μία καὶ Ἑνιαία Θεότητα διακρίνεται σὲ τρία Πρόσωπα (ὑποστάσεις ἢ χαρακτῆρες) ὡς πρὸς τὸν ἀριθμό. Ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο ἐξασφαλίζει τὴν ἑνότητα τῆς Θεότητας εἶναι τὸ ὁμοούσιον, τὸ ἀπαράλλακτον τῆς μορφῆς, ἡ ταυτότητα τῆς οὐσίας τῶν τριῶν Θείων Ὑποστάσεων, ἐνῶ ἐκεῖνο ποὺ διακρίνει τὰ Πρόσωπα εἶναι οἱ ἀσύγχυτες ἰδιότητες αὐτῶν.
Τὸ πρῶτο λοιπὸν καὶ κύριο ἔργο τῆς Συνόδου ἦταν ἀφ’ ἑνὸς ἡ καταδίκη τῶν αἱρετικῶν πλανῶν καὶ κακοδοξιῶν τοῦ Ἀρείου καὶ τῶν ὀπαδῶν του, ἀφ’ ἑτέρου ἡ διακήρυξη τῆς πίστεως ἢ τοῦ «Συμβόλου τῆς Νικαίας», τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ τὸν πρῶτο σημαντικὸ σταθμὸ στὴν ἐργώδη προσπάθεια τῆς θεολογικῆς πατερικῆς σκέψεως.
Τὸ «Σύμβολον τῆς Νικαίας» ἢ τὸ «Πιστεύω», ὅπως ἀπαγγέλουμε στὸ ναὸ στὴ Θεία Λειτουργία ἢ σὲ ἄλλες Ἀκολουθίες, ἔχει τρεῖς χαρακτηριστικὲς φράσεις πρὸς καταπολέμηση τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἀρείου: «Ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός», «Γεννηθέντα, οὐ ποιηθέντα», «Ὁμοούσιον τῷ Πατρί». Στὸ τέλος τοῦ «Συμβόλου» τῆς Νικαίας τέθηκαν ἀναθεματισμοί, διὰ τῶν ὁποίων ἀναθεματίζονται οἱ σπουδαιότερες αἱρετικὲς ἐκφράσεις τοῦ Ἀρείου.
Ποιὸς προήδρευσε τῆς Συνόδου; Ἀναφέρονται τρία ὀνόματα: ὁ Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρος, ὁ Ἀντιοχείας Εὐστάθιος καὶ ὁ Κορδούης Ὅσιος. Ἀλλὰ ὁ ἱστορικὸς Εὐσέβιος κάνει λόγο περὶ προέδρων δύο ταγμάτων, δεξιοῦ καὶ ἀριστεροῦ. Ἀπὸ τὴν πληροφορία αὐτὴ ἐξάγεται ὅτι δὲν ὑπῆρχε ἕνας πρόεδρος, δὲν ὑπῆρχε κοινὸς πρόεδρος. Κοινὸς πρόεδρος ἦταν ὁ αὐτοκράτορας.
Ἔτσι ἡ μὲν Σύνοδος καταδίκασε τὸν Ἄρειο, ὁ δὲ Μέγας Κωνσταντίνος ἐξόρισε τοὺς αἱρετικοὺς Ἄρειο, Σεκοῦνδο Πτολεμαΐδος καὶ Θεωνᾶ Μαρμαρικῆς στὴ Ἰλλυρία, ἀργότερα δὲ ἐξορίσθηκαν στὴ Γαλλία καὶ ὁ Νικομηδείας Εὐσέβιος καὶ ὁ Νικαίας Θεόγνις, ἐπειδὴ ἀρνήθηκαν νὰ ἀναγνωρίσουν τὴν καταδίκη τοῦ Ἀρείου καὶ δέχονταν τοὺς Ἀρειανούς.
Στὴ συνέχεια ἡ Σύνοδος διευθέτησε καὶ ἄλλα τρία ἐκκλησιαστικὰ σχίσματα, τὸ Νοβατιανό, τὸ Σαμοσατιανὸ καὶ τὸ Μελιτιανό, ὁμοίως δὲ τερμάτισε καὶ τὶς ἔριδες πρὶν τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα, ἀφοῦ ὅρισε αὐτὸ νὰ ἑορτάζεται τὴ πρώτη Κυριακὴ μετὰ τὴν πρώτη πανσέληνο τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας.
Στὸ Μίλιον τῆς Κωνσταντινουπόλεως, κτίριο ἱστάμενο ἀντίκρυ τῆς μεσημβρινῆς πύλης τῆς Ἁγίας Σοφίας, σώζονται μέχρι τὸ 766 ἢ 767 μ.Χ. οἱ εἰκόνες τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν ἕξι Συνόδων, τὶς ὁποῖες τότε ἐξαφάνισε ὁ αὐτοκράτορας Κωνσταντίνος ὁ Κοπρώνυμος, ἀφοῦ ζωγράφισε ἀντὶ αὐτῶν ἡνίοχους καὶ ἱπποδρομικὰ θέματα. Ἀλλὰ τὴν εἰκόνα τῆς ΣΤ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐξαφάνισε ὁ Φιλιππικός, ἴσως τὸ 712 μ.Χ., ζωγραφίζοντας ἀντὶ αὐτῆς τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν κακόδοξο Πατριάρχη Ἰωάννη ΣΤ’.
Ἡ Ἀρχαία Ἐκκλησία ὅρισε δύο ἑορτάσιμες ἡμέρες γιὰ τὴν προβολὴ τῆς διδασκαλίας τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τὴν 28η Μαΐου καὶ τὴν Ζ’ Κυριακὴ ἀπὸ τοῦ Πάσχα. Ἡ Ἐκκλησία ἐνέταξε τὴν παρούσα ἑορτὴ στὸν κύκλο τῶν ἑορτῶν τοῦ Πεντηκοσταρίου, καὶ μάλιστα μετὰ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου, ὄχι γιὰ ἄλλη αἰτία, ἀλλὰ γιὰ τὴν μαρτυρία αὐτῆς ὑπὲρ τῆς Θεότητας τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ὁμοουσίου τοῦ Υἱοῦ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τῆς πραγματικότητος τῆς Σαρκώσεως Αὐτοῦ. Διὰ τῆς Ἀναστάσεως καὶ τῆς εἰς οὐρανοὺς Ἀναλήψεώς Του, ὁ Κύριος ἀποκάλυψε σὲ ὅλους ὅτι δὲν ἦταν ἁπλοῦς ἄνθρωπος, ἀλλὰ Θεάνθρωπος καὶ ὁ Ἕνας τῆς Τριάδος. Στὴ μαρτυρία αὐτὴ τῆς Καινῆς Διαθήκης ἡ Ἐκκλησία ἔρχεται νὰ προσθέσει καὶ τὴν δική της ἐμπειρία, τὴν κοινὴ συνείδηση τοῦ πληρώματος αὐτῆς, ὅπως ἐκφράστηκε αὐτὴ στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἀπὸ τοὺς Ἁγίους καὶ Θεοφόρους Πατέρες.





Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις