«Χαίρε η τεχνολόγους αλόγους δεικνύουσα»


Κάρτα του πολίτη (η «μοντέρνα» ταυτότητα)

Του π. Αμφιλόχιου Σαμοΐλη

Άλλη μια φιέστα, ατυχώς, έστησε προχθές, Ε’ Κυριακή των Νηστειών, στο Ηράκλειο, η τοπική εκκλησιαστική Αρχή, προκειμένου, αυτή τη φορά, με διάλεξη, από ειδικό, μάλιστα, επιστήμονα, (καθηγητής Πανεπιστημίου, βλέπετε, ο προσκεκλημένος) ως δια παντός προσφόρου τρόπου εξήγγειλε, τα πιστά μέλη της, και εν γένει τους ανθρώπους του Θεού, για τη θρυλουμένη «Κάρτα του πολίτη», να ενημερώσει!

Με αφορμή, λοιπόν, τη διάλεξη αυτή, που η Ιερά Αρχιεπισκοπή Κρήτης πραγματοποίησε την Κυριακή που μας πέρασε, στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου, θα ήθελα, και από τη θέση αυτή, με περισσότερη, βεβαίως, τώρα άνεση, απ’ όση είχα εκεί, εν πρώτοις, να παρατηρήσω:

Συμπτωματικά, άραγε, διάλεξε η Εκκλησία τη συγκεκριμμένη ημέρα, για να συζητήσει ένα τέτοιο θέμα; Δεν βεβαιώθηκε από την ευαγγελική Αλήθεια, που για μια φορά, ακόμα και προχθές, στη θ. λειτουργία ακούσαμε, περί του πώς έχουν τα πράγματα στον κόσμο; Ο Ιησούς, ο κατά τα άλλα Άρχων της πίστεως και Ιδρυτής Της, μετά παρρησίας, στο ιερό ευαγγέλιο της ημέρας, διεκήρυττε: «Οι δοκούντες άρχειν των εθνών κατακυριεύουσιν αυτών και οι μεγάλοι αυτών κατεζουσιάζουσιν αυτών»· γι’ αυτό και, εμφαντικά, παρήγγελε στους δικούς του μαθητές: «Ουχ ούτω δε έσται εν υμίν».

Χρειαζόταν, λοιπόν, ο όποιος τάχα σοβαρός επιστήμων για ν’ αποδείξει του λόγου το αληθές; Ή μήπως χρειαζόταν ο επιστήμων για να διασκεδάσει την ξεκάθαρη αλήθεια του Θείου λόγου, σχετικοποιώντας Την, με την ελεεινή θεωρία περί του δήθεν «μικρότερου κακού»; Το κακό, όσο μικρό κι αν είναι, δεν παύει να είναι κακό. Και μάλιστα, ως δήθεν μικρό, αποβαίνει το μεγαλύτερο κακό, καθώς δεν μας επιτρέπει, εύκολα, να το καταδικάσουμε.
.
Και τώρα επί της συζητήσεως.

Ο εισηγητής, συνεπής, υπέρμαχος της εργασίας-επιστήμης του, παρότι παρουσίασε με τρόπο «τέλειο», ως άλλος όφις, την τεχνολογία, ως το «ωραίον» του βιβλικού καρπού της παρακοής, εν τούτοις δε δίστασε, καθώς πιέστηκε, να ομολογήσει πως η δυνατότητα-άνεση που μας προσφέρει η, ως ουρανού υψουμένη, τεχνολογία, λειτουργεί εις βάρος του ξεχωριστού αγαθού, που είναι η ελευθερία του ατόμου-προσώπου.

Προσπάθησε δε στη συνέχεια, ως προανέφερα, να δείξει παράλληλα και το μέγεθος της ...
ζημίας αυτής μικρότερο, καθώς την αντιδιέστειλε προς άλλες μεγαλύτερες, υφιστάμενες ήδη, στερήσεις ελευθερίας, ή τυχόν ελευσόμενες. Προσπάθησε, δηλαδή, ο καλός, κατά τα άλλα, επιστήμων, να απενοχοποιήσει το δολερόν του πράγματος χρυσώνοντάς το, ως άλλο χάπι. Εμείς όμως, παρά τον καταιγισμό των επιστημονικών επιχειρημάτων, ευτυχώς, δεν φοβηθήκαμε, καθώς δεν ξεχάσαμε τη λειτουργική της Εκκλησίας προς την Παρθένο φωνή: «Χαίρε η τεχνολόγους αλόγους δεικνύουσα», κι έτσι βλέποντας σ’ Εκείνην δεν παρασυρθήκαμε.

Έχω και άλλοτε δηλώσει, αρθρογραφώντας από τις στήλες της εφημερίδας «Πατρίς», τότε που την κοινή γνώμη, και ιδιαίτερα τους εκκλησιαστικούς ανθρώπους, απασχολούσε και πάλι το ίδιο θέμα, με άλλη βεβαίως τις ημέρες εκείνες μορφή (νέες ταυτότητες), πως η ταυτότητα δεν είναι πράγμα ουράνιο. Η ταυτότητα, δηλαδή, έχει στοιχεία μας, που αφορούν, κυρίαρχα, όχι εμάς, αλλά εκείνον ο οποίος την εκδίδει ή μας την χορηγεί. Έτσι, λοιπόν, ανάλογα με τα ενδιαφέροντα του εκδίδοντος ή του χορηγούντος για μας, είναι και τα στοιχεία μας που σ’ αυτήν βάζει.

Δεν είναι η ταυτότητα ομολογία πίστεως στο Θεό, αλλά ένδειξη υπακοής στον κοσμικό άρχοντα (υπηκοότητα). Κι έτσι, κατά χρονικές περιόδους, αλλάζει. Αλλάζει, όχι μόνον, ως προς τα ενδιαφέροντα (στοιχεία) που έχει, αλλά και τη μορφή ή την ονομασία που παίρνει.

Βεβαίως το πρόβλημα που δημιουργείται σήμερα έχει να κάνει με το γεγονός πως η πολυπανηγυρισμένη κατάκτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, γεγονός στο οποίο τον προηγούμενο καιρό παραπιστέψαμε, αποδεικνύεται πράμα φρούδο, εντελώς, δηλαδή, περιστασιακό- παροδικό. Και πιστεύω, πως καθώς αυτό το πράγμα έχει γίνει πλέον εμφανές, δηλαδή μας ακουμπά επικίνδυνα, μας περιορίζει, ασφυκτικά ως πρόσωπα, γι’ αυτό κι ενοχλούμεθα, ανησυχούμε, διαμαρτυρόμεθα. Ατυχώς, όχι μόνον από το άδειο πορτοφόλι μας, προδοθήκαμε, αλλά κι’ αυτός ο κάποιος ψευτοεγωϊσμός μας, ως ελευθερία, φανερά πλέον αμφισβητείται.

Έλλειμμα ελευθερίας λοιπόν. Έλλειμμα δημοκρατίας. Και τούτο συνέβη όχι τυχαία. Ατυχώς θεωρήσαμε, ανευλαβώς, τη δημοκρατία ως κάτι, αυτονόητα, δικό μας, και αφού την υποτιμήσαμε, ως «κοινωνία» που την κακοποιήσαμε, την χάσαμε. Αντί να την προασπιστούμε, όπως έκαναν αυτοί που μας την παρέδωσαν, εμείς αφρόνως την υπονομεύσαμε την υποθηκεύσαμε, και, ως άλλες μωρές του ευαγγελίου παρθένες, τάχα για την ελευθερία, σήμερα, κοπτόμεθα!

Ναι, η σχετική ελευθερία του ατόμου ήταν-είναι, ατυχώς, η ελευθερία, την οποία χάσαμε. Αυτή η καθαγιασμένη με ιδρώτες και αίματα των ηρώων και των μαρτύρων μας «Γη» που εμείς, ως αφηνιασμένα άλογα, στ’ όνομα της ελευθερίας των παθών, προσωπικών κατακτήσεων τάχα, στους κατά καιρούς ευκαιριακούς σωτήρες, αντί «πινακίου φακής», ως πρωτοτόκια παραδώσαμε.

Σημαντική, αναμφισβήτητα, αλλά σχετική, όπως ο λόγος του Θεού τρανότερα απ’ όποιον άλλο βεβαιώνει. Και αυτό συμβαίνει, καθώς οι «συνάνθρωποί» μας την επιβουλεύονται και, διαρκώς, και, με κάθε τρόπο, προσπαθούν να μας την αφαιρέσουν. Θέλουν δηλαδή να μας υποτάξουν, επιδιώκουν να μας υποδουλώσουν.

Αναντίρρητα και οφείλουμε στα πλαίσια του νόμου να την προασπιζόμεθα. Καθώς όμως, ευτυχώς, όλοι πλέον γνωρίζουμε πως οι ανθρώπινοι νόμοι, δυστυχώς, προσδιορίζονται από τους μεγάλους, και πάλι οφείλουμε να είμεθα προσεκτικοί στην προάσπισή της. Γι’ αυτό και δεν πρέπει, για κανένα λόγο, να την θεοποιούμε, να την απολυτοποιούμε.

Αυτός είναι εξ άλλου ο λόγος για τον οποίο ο Θεός μας προίκισε και με μια άλλη ελευθερία, ανώτερη από την προηγούμενη, την οποία δεν μπορούν να μας στερήσουν οι άνθρωποι, ακόμη και τότε που μπορούν να μας αφαιρέσουν την παρούσα ζωή: «Μη φοβηθείτε από των αποκτεινόντων το σώμα την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι».

Αυτή είναι η Ελευθερία που, ως Εκκλησία, πρωτίστως, ζητάμε, και σ’ αυτήν, με επόμενο δημοσίευμά μας, μιας και στην εν λόγω διάλεξη δεν έγινε λόγος, θα επανέλθουμε.

Πριν, όμως, για σήμερα σας αφήσω, μια ακόμα παρατήρηση, αναφορικά με τη διαδικασία της εκδήλωσης.

Ναι, χωρίς την παραμικρή αμφιβολία, όφειλε η έδρα να προστατεύσει τον ομιλητή. Δεν θα έπρεπε όμως ταυτόχρονα να προστατευτούν από την έδρα και οι ενιστάμενοι ακροατές;

Προσωπικά, βεβαίως, πιστεύω πως, παρά την όποια ενδεχόμενη αγένεια των δευτέρων, (αποτέλεσμα της άγνοιας και της αδικαιολόγητης αγωνίας τους) σε καμιά περίπτωση δεν θα έπρεπε να παραφερθεί ο πρώτος. Όμως, ατυχώς, κι αυτό έγινε, αλλά το προεδρείο δεν αντέδρασε, δε συμπεριφέρθηκε, δηλαδή, ισότιμα.

Τέλος έχω την αίσθηση πως αυτός, που καλείται να υπηρετήσει εκκλησιαστική διακονία, είναι έτοιμος και να σταυρωθεί· δεν μπορεί λοιπόν να κάνει πως ανεβαίνει στο σταυρό για να πετάξει, από ψηλά, πέτρες.

Σας ευχαριστώ. Συγνώμη, αν κάποιους επίκρανα. Είναι επιζήμιος όμως, σ’ αυτές τις συνθήκες, ο καθωσπρεπισμός.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις