Έξοδος από όλα τα αδιέξοδα

«η Ορθοδοξία δεν είναι βιβλιοθήκη, την οποία μπορείς να μελετήσεις, αλλά βίωμα το όποιο καλείσαι να ζήσεις. Ή Ορθοδοξία εί­ναι πρώτιστα βιοτή και μάλιστα Όσια Βιοτή και ύστερα διδαχή και μάλιστα διδαχή ζωής, χάριτος, η ο­ποία δεν έχει τίποτε από την νέκρα του σχολαστικι­σμού και τον ορθολογισμό του προτεσταντισμού. Ή Ορθοδοξία έχει την δική της μεθοδολογία και παιδα­γωγική, τους Βίους των Αγίων»

Εισαγωγικό σημείωμα απο το "Ο.Π"

Σήμερα αναδημοσιεύουμε ένα  μικρό δείγμα  απο τον πολυτίμητο πνευματικό θησαυρό  που μας άφησε  ως παρακαταθήκη   ο  Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς.

Συγχαίρουμε την ιστοσελίδα  του Ιερού Ησυχαστηρίου  Παντοκράτορος  Μελισσοχωρίου  (βλ.εδώ ) που επέλεξε να δημοσιεύσει  αυτό το απόσπασμα απο το βιβλίο "Η Ορθόδοξος Εκκλησία και ο οικουμενισμός" του Αγίου Ιουστίνου, το  οποίο  ειδικά  υπό  τις παρούσες συνθήκες,  αποτελεί όχι μόνο  πολύτιμο  πνευματικό βοήθημα αλλά και βάλσαμο  στις ψυχές όλωνμας.



ΑΡΧΙΜ. ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ 
ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΒΕΛΙΓΡΑΔΙΟΥ 

ΕΞΟΔΟΣ ΑΠΟ ΟΛΑ ΤΑ ΑΔΙΕΞΟΔΑ
 
Η έξοδος από όλα τα αδιέξοδα, ανθρωπιστικά = οικουμενιστικά = παπιστικά, είναι ο ιστορικός Θεάνθρωπος Κύριος Ιησούς Χριστός και το ιστορικόν θεανθρώπινον οικοδόμημά Του, η Εκκλησία, της οποίας Αυτός είναι η αιωνία Κεφαλή και η οποία είναι το αιώνιον Αυτού Σώμα. 
 Η Αποστολική = Αγιοπατερική = Αγιοπαραδοσιακή = Αγιοσυνοδική = Καθολική Ορθόδοξος Πίστις είναι το φάρμακον της αναστάσεως από όλας τας αιρέσεις, όπως και αν αύται ονομάζωνται. Εις τελευταίαν ανάλυσιν, κάθε αίρεσις είναι από τον άνθρωπον και «κατ' άνθρωπον». κάθε μία από αυτάς τοποθετεί τον άνθρωπον εις την θέσιν του Θεανθρώπου, αντικαθιστά τον Θεάνθρωπον δια του ανθρώπου. Με τούτο αρνείται και απορρίπτει την Εκκλησίαν, η οποία υπάρχει όλη εν τω Θεανθρώπω και είναι όλη εκ του Θεανθρώπου και όλη κατά τον Θεάνθρωπον. Η μόνη σωτηρία από αυτό είναι η...αποστολική θεανθρωπίνη πίστις, δηλαδή ολική επιστροφή εις την θεανθρωπίνην οδόν των αγίων Αποστόλων και των αγίων Πατέρων1. Τούτο  δε σημαίνει επιστροφήν εις την άμωμον ορθόδοξον πίστιν των εις τον Θεάνθρωπον Χριστόν, εις την κεχαριτωμένην θεανθρωπίνην ζωήν των εν τη Εκκλησία δια του Αγίου Πνεύματος, εις την εν Χριστώ ελευθερίαν των, εις την οποίαν ο Χριστός μας ηλευθέρωσεν, εις την θεανθρωπίνην κεχαριτωμένην εμπειρίαν των εν Αγίω Πνεύματι, εις τας θεανθρωπίνας αγίας αρετάς των. Τούτο και μόνον τούτο δύναται να σώση και να απελευθερώση τον άνθρωπον εκ της δουλείας εις διαφόρους ουμανιστικάς ανθρωπαρεσκείας, ανθρωποδουλείας και ανθρωπολατρείας, και να καθαρίση όλας τας αμαρτίας του. Διότι η δουλεία αύτη είναι το αυτό με την λατρείαν των ψευδοθεών του αναρχικομηδενιστικού αιώνος μας. Άλλως, χωρίς την αποστολικήν και αγιοπατερικήν οδόν, χωρίς την αποστολικήν και αγιοπατερικήν ακολούθησιν όπισθεν του μόνου αληθινού Θεού εις όλους τους κόσμους, και την λατρείαν του μόνου αληθινού και Αειζώου Θεού, του Θεανθρώπου και Σωτήρος Χριστού, είναι βέβαιον ότι ο άνθρωπος θα καταποντισθή εις την νεκράν θάλασσαν της ευρωπαϊκής πολιτισμένης ειδωλολατρείας και αντί του Ζώντος και Αληθινού Θεού, θα λατρεύη τα ψευδοείδωλα του αιώνος τούτου, εις τα οποία δεν υπάρχει σωτηρία, ούτε ανάστασις, ούτε θέωσις διά το θλιμμένον ον, το ονομαζόμενον άνθρωπος.
Λυτρωμένοι διά του Θεανθρώπου Χριστού από την ειδωλολατρείαν εις όλας τας μορφάς της, ιδού τί μας ευαγγελίζονται, παραγγέλλουν και αφήνουν ως ιεράν παρακαταθήκην, οι άγιοι Πατέρες των Επτά Οικουμενικών Συνόδων, ως την μόνην ορθόδοξον οδόν, την οδόν του Θεανθρώπου, την οποίαν πρέπει να ακολουθήση τις ανάμεσα από όλα τα ιστορικά σκότη και τους ζόφους του αιώνος και του κόσμου τούτου: «Την του Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού εκπληρούντες θείαν πρόσταξιν οι άγιοι Πατέρες ημών, τον παρ' αυτού δοθέντα αυτοίς λύχνον της θείας γνώσεως ουχ υπό το μόδιον έκρυ­ψαν, αλλ' επί την λυχνίαν ανέθηκαν της ωφελιμοτάτης διδασκαλίας. ίνα λάμψη πάσι τοις εν τη οικία, τουτέστι τοις εν τη Καθολική Εκκλησία γεννηθείσι, δια το μήποτε προσκόψαι τινα προς λίθον τον πόδα της αιρετικής κακοδοξίας των ευσεβώς ομολογούντων τον Κύριον. Αυτοί γαρ πάσαν πλάνην αιρετικών εξωθούσι, και το σεσηπός μέλος, είπως ανίατα νοσεί, εκκόπτουσι. και το πτύον κατέχοντες την άλωνα καθαίρουσι. και τον μεν σίτον, ήτοι τον τρόφιμον λόγον, τον στηρίζοντα καρδίαν ανθρώπου αποκλείουσιν εν τη αποθήκη της Καθολικής Εκκλησίας, το δε άχυρον της αιρετικής κακοδοξίας έξω ρίψαντες κατακαίουσι πυρί ασβέστω... Ημείς δε κατά πάντα των αυτών θεοφόρων Πατέρων ημών τα δόγματα και πράγματα κρατούντες, κηρύσσομεν εν ενί στόματι και μια καρδία, μηδέν προστίθεντες, μηδέν αφαιρούντες των εξ αυτών παραδοθέντων ημίν. Αλλά τούτοις βεβαιούμεθα, τούτοις στηριζόμεθα. Ούτως ομολογούμεν, ούτως διδάσκομεν, κα­θώς αι άγιαι και οικουμενικαί εξ Σύνοδοι ώρισαν και εβεβαίωσαν... Και πιστεύομεν... ως φησιν ο προφήτης, ου πρέσβυς, ουκ άγγελος, αλλ' αυτός ο Κύριος έσωσεν ημάς (Ησ. 63, 9), ω και ημείς επόμενοι, και την τούτου φωνήν οικειούμενοι μεγαλοφώνως βοώμεν. ου σύνοδος, ου βασιλέων κράτος, ου συνομωσίαι θεοστυγείς της των ειδώλων πλάνης την Εκκλησίαν ηλευθέρωσαν, καθώς εληρώδησε το Ιουδαϊκόν συνέδριον... αλλ' αυτός ο της δόξης Κύριος ενανθρωπίσας Θεός και έσωσε, και της ειδωλικής απάτης απήλλαξεν. αύτώ τοίνυν δόξα, αυτώ χά­ρις, αυτώ ευχαριστία, αυτώ αίνος, αυτώ μεγαλοπρέπεια, αυτού η απολυξώτις, αυτού η σωτηρία του μόνου σώζειν εις το παντελές δυναμένου, και ουχ ετέρων των χαμαί ερχομένων ανθρώπων... Οι Προφήται ως είδον, οι Απόστολοι ως εδίδαξαν, η Εκκλησία ως παρέλαβεν, οι Διδάσκαλοι ως εδογμάτισαν, η Οικουμένη ως συμπεφρόνηκεν, η χάρις ως έλαμψεν, η αλήθεια ως αποδέδεικται, το ψεύδος ως απελήλαται, η σοφία ως επαρρησιάσατο, ο Χριστός ως εβράβευσεν. ούτω φρονούμεν, ούτω λαλούμεν, ούτω κηρύσσομεν Χριστόν τον αληθινόν Θεόν ημών... Αύτη η πίστις των Αποστόλων, αύτη η πίστις των Πατέρων, αύτη η πίστις των Ορθοδόξων, αύτη η πίστις την Οικουμένην εστήριξεν»2.
1. Ο «δέκατος τρίτος απόστολος», ο «πατήρ της Ορθοδοξίας», ο άγιος Αθανάσιος ο Μέγας, ευαγγελίζεται με την αποστολικήν και πατερικήν σοφίαν όλην την αλήθειαν περί της αληθινής πίστεως, λέγων ότι ημείς κρατούμεν «αυτήν την εξ αρχής παράδοσιν και διδασκαλίαν και πίστιν της Καθολικής Εκκλησίας, ην ο μεν Κύριος έδωκεν, οι δε απόστολοι εκήρυξαν και οι πατέρες εφύλαξαν. Εν ταύτη γαρ η Εκκλησία τεθεμελίωται, και ο ταύτης εκπίπτων ούτ' αν είη, ούτ' αν έτι λέγοιτο Χριστιανός» (Βλ. Προς Σεραπ. Επ. Α', PG 26, c. 593C, 596A).
2. Πρακτικά της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου, Πράξις δ', Mansi, vcl. 13, σ. 129. Βλ. επίσης και το Συνοδικόν της Ορθοδοξίας, Τριώδιον, εκδ. ΑΔ, Αθήναι 1960, σ. 145.

"Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
ΚΑΙ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ"
ΑΡΧΙΜ. ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ
ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΒΕΛΙΓΡΑΔΙΟΥ
ΕΚΔΟΣΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1974  


ΑΒΒΑ  ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ  ΠΟΠΟΒΙΤΣ  (1894-1979)
Σύντομη βιογραφία και Θεόσοφες διδαχές
       Ό όσιος και θεοφόρος πατήρ Ιουστίνος γεννήθη­κε στις 25 Μαρτίου του 1894, ξημερώματα του Ευαγ­γελισμού στην πόλη Βράνιε της νοτίου Σερβίας. Ό πατέρας του ονομαζόταν Σπυρίδων και ή μητέρα του Αναστασία. Κατά την βάπτιση έλαβε το όνομα Ευάγ­γελος. Ή οικογένεια του πατέρα του ήταν εκ παραδό­σεως ιερατική και είχε δώσει στην ορθόδοξη Εκκλη­σία τουλάχιστον επτά ιερωμένους. Αυτό εξάλλου φα­νερώνει και το επώνυμο Πόποβιτς = Παπαδόπουλος. Από μικρό παιδάκι ακόμα, συχνά επισκεπτόταν με τούς γονείς του τον άγιο Πρόχορο τον Θαυματουργό στην κοντινή Μονή Πτσίνσκι όπου και είδε με τα μά­τια του την θεραπεία της μητέρας του από βαριά α­σθένεια.
        Μια δεύτερη πηγή ευλάβειας για τον μικρό Ευάγ­γελο ήταν ή τακτική ανάγνωση του Ευαγγελίου από τα δεκατέσσερα του χρόνια μα και ή ασκητική βίωση του μέχρι το τέλος της ζωής του.
       Τρίτη πηγή θείας έμπνευσης έγινε για τον μικρό Πόποβιτς η ανάγνωση των Συναξαριών και αργότερα των έργων των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας. Έλεγε ό ίδιος χαρακτηριστικά: «η Ορθοδοξία δεν είναι βιβλιοθήκη, την οποία μπορείς να μελετήσεις, αλλά βίωμα το όποιο καλείσαι να ζήσεις. Ή Ορθοδοξία εί­ναι πρώτιστα βιοτή και μάλιστα Όσια Βιοτή και ύστερα διδαχή και μάλιστα διδαχή ζωής, χάριτος, η ο­ποία δεν έχει τίποτε από την νέκρα του σχολαστικι­σμού και τον ορθολογισμό του προτεσταντισμού. Ή Ορθοδοξία έχει την δική της μεθοδολογία και παιδα­γωγική, τους Βίους των Αγίων».
       Από την φύση του φιλόσοφος και διψασμένος για την θεία μα και την ανθρώπινη γνώση, ό μικρός Ευάγγελος εγγράφεται στα 1905 στην Εκκλησιαστική Σχολή του Αγίου Σάββα στο Βελιγράδι όπου αξιώθη­κε να έχει ως δάσκαλο του τον φωτισμένο άγιο Νικό­λαο Βελιμίροβιτς. Τελείωσε την Σχολή στα 1914 μα τον πρόλαβε ό Α' Παγκόσμιος Πόλεμος και στρατεύ­τηκε ως νοσοκόμος. Ακολουθώντας την τύχη του σέρβικου στρατού, πήρε το δρόμο της εξορίας μέσα από τα βουνά της Αλβανίας προς την Κέρκυρα. Καθ' όδόν ένοιωσε πλέον έτοιμος να αφιερώσει την ζωή του στο Χριστό και με την ευλογία του Μητροπολί­του Βελιγραδίου Δημητρίου έλαβε στην Σκόδρα το μοναχικό σχήμα την 1η Ιανουαρίου του 1916 και πή­ρε το όνομα του αγίου μάρτυρος και φιλοσόφου Ιουστίνου.
       Από την Κέρκυρα, μετά από ενέργειες του Μη­τροπολίτου Δημητρίου, φεύγει με μια ομάδα φωτισμέ­νων θεολόγων για θεολογικές σπουδές στην Αγία Πε­τρούπολη. Σύντομα όμως, λόγω των πολιτικών εξελί­ξεων στην Ρωσία, αναγκάστηκε να την εγκαταλείψει και να μεταβεί στην Οξφόρδη. Εκεί έμεινε δύο χρό­νια ετοιμάζοντας την διδακτορική του εργασία με θέ­μα «Ή θρησκεία και ή φιλοσοφία του Ντοστογιέβσκι». Η εμμονή του στην κριτική του δυτικού Χριστιανισμού και στην υπεράσπιση του Ντοστογιέβσκι του κόστισε την απόρριψη της διατριβής. Έτσι στα 1919, όταν, μετά το τέλος του πολέμου, γύρισε στην πατρίδα του τοποθετήθηκε ως καθηγητής θεολογίας στο Σρέμσκι Κάρλοβτσι. Σύντομα μεταβαίνει στην Α­θήνα για να λαβή τελικά εκεί το διδακτορικό του δί­πλωμα στην Πατρολογία στα 1926 με θέμα «Το πρό­βλημα του προσώπου και της γνώσεως στον Άγιο Μακάριο τον Αιγύπτιο». Γνώριζε πολύ καλά την παλαιοσλαβική, την αρχαιοελληνική, την λατινική, την ρωσική, την νεοελληνική, την αγγλική, την γερμανι­κή και την γαλλική.
       Στα επόμενα έτη εργάστηκε στις Εκκλησιαστικές Σχολές του Καρλοβικίου, της Πριζρένης και του Μο­ναστηρίου (Βίτολα). Στα 1930-31 ή Σερβική Εκκλη­σία τον έστειλε μαζί με τον Μητροπολίτη Ιωσήφ σε ιεραποστολική αποστολή στην Τσεχοσλοβακία. Εκεί εργάστηκαν επί ένα χρόνο στην διαφώτιση και οργά­νωση των ενοριών και του μοναχικού βίου των ορθο­δόξων Σλοβάκων στα Καρπάθια οι όποιοι επέστρεφαν και πάλι στην Ορθοδοξία από την Ουνία. Ενώ ακόμη βρισκόταν εκεί, εξελέγη το 1931 επίσκοπος της νεο­συσταθείσης Επισκοπής Καρπαθίας αλλά από ταπεί­νωση δεν δέχτηκε την θέση εκείνη.
       Στην διάρκεια της γερμανικής κατοχής βρέθηκε σε διάφορες μονές και σταδιακά στο Βελιγράδι, μοι­ραζόμενος την τύχη του λαού του. Με την εγκαθίδρυ­ση της νέας κομμουνιστικής εξουσίας στην Γιου­γκοσλαβία το 1945, ό πατήρ Ιουστίνος εξεδιώχθη από το Πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου μαζί με άλλους 200 καθηγητές. Σύντομα συνελήφθη στην μονή Σούκοβο του Πίροτ στη νότια Σερβία (1946) και φυλακί­στηκε. Λίγο έλειψε να εκτελεστεί από το καθεστώς ως «εχθρός του λαού», αλλά σώθηκε την τελευταία στιγ­μή όταν ό Πατριάρχης Γαβριήλ κατά την επιστροφή του από το  Άουσβιτς απήτησε την αποφυλάκιση του.
       Διωγμένος από το Πανεπιστήμιο και δίχως κά­ποια σύνταξη, στερημένος από τα ανθρώπινα, θρη­σκευτικά και πολιτικά του δικαιώματα, ό πατήρ Ιουστίνος έζησε ουσιαστικά έγκλειστος στην μικρή γυ­ναικεία μονή των Αρχαγγέλων στο Τσέλιε του Βάλιεβο. Ακόμη και εκεί όμως οι πολιτικές αρχές δεν τον άφηναν ήσυχο. Πέρα από την συνεχή και ασφυκτική παρακολούθηση, συχνές ήταν και οι ανακρίσεις στην πολιτική διοίκηση του Βάλιεβο. Σε περιόδους δε κρι­σίμων συνεδριάσεων της Ιεράς Συνόδου στο Βελιγρά­δι, του απαγορευόταν οποιαδήποτε έξοδος από την μονή επί μήνες από τον φόβο τυχόν επιρροής του στους επισκόπους. Παρά τις δύσκολες αυτές και οδυ­νηρές συνθήκες ό πατήρ Ιουστίνος προσευχόταν αδιάλειπτα, επικοινωνούσε με όσους είχαν το θάρρος να τον επισκέπτονται, συνέχιζε το ιεραποστολικό του έργο και έγραφε συνεχώς δίχως να σταματήσει την παράλληλη μελέτη των προσφιλών του Αγίων Πατέ­ρων και των Συναξαριών.
       Λειτουργούσε καθημερινά, νήστευε πλήρως όλες τις Παρασκευές του έτους καθώς και την Α' Εβδομά­δα των Νηστειών και την εβδομάδα των Παθών ενώ έ­κανε και άλλες νηστείες εκτός από τις διατεταγμένες της Εκκλησίας. Ακολουθώντας πιστά το μακραίωνο μοναστικό τυπικό, τελούσε όλες τις ακολουθίες του νυχθημέρου. Εκατοντάδες ήταν τα ονόματα πού μνη­μόνευε στην Θεία Λειτουργία, ονόματα πού του έδι­ναν είτε προφορικά είτε μέσω επιστολών.
       Παρά τον αυστηρό περιορισμό του από τις πολιτι­κές αρχές, ή φήμη του εξαπλώθηκε γρήγορα και πέ­ρασε τα σύνορα της Σερβίας. Έτσι, τον επισκέπτο­νταν όχι μονάχα Σέρβοι από διάφορες περιοχές της χώρας αλλά και πολλοί Έλληνες. Εκοιμήθη εν Κυρίω στις 25 Μαρτίου 1979, ανήμερα του Ευαγγελισμού μα και ήμερα της γεννήσεως του.
       Ό πατήρ Ιουστίνος, αφού εντρύφησε εμπειρικά στα έργα των Πατέρων της Εκκλησίας, καρποφόρησε αυτή του την μελέτη και στα δικά του συγγράμματα ό­που εύκολα διαφαίνεται το θεολογικό βάθος μα και το συγγραφικό του τάλαντο. Δύο είναι τα κεντρικά χαρα­κτηριστικά τού όλου συγγραφικού του μόχθου, τα ό­ποια συναντώνται σε όλα του τα έργα, από το πιο σύ­ντομο μέχρι και το πιο εκτενές, και από το πιο βαθύ μέχρι και το πιο εκλαϊκευμένο. Το πρώτο είναι ή αγά­πη του για το πρόσωπο του «Θεανθρώπου Χριστού». Ίσως αυτή να είναι ή πιο συχνή έκφραση μέσα στο έργο του. Γύρω από τον Θεάνθρωπο στρέφονται τα πάντα, από Αυτόν πηγάζουν όλα και σε Αυτόν απολή­γουν, ενδοχρονικά μα και εσχατολογικά. Το δεύτερο εξίσου σπουδαίο είναι ή μέριμνα του στο να μην απο­κλίνει από την αλάνθαστη γραμμή των θεοφόρων Πα­τέρων της Ορθοδόξου Ανατολής. Ό υπερπλήρης αγάπης πατήρ Ιουστίνος είναι συνάμα και διαχρονικά ό ανυποχώρητος εις τα της πίστεως και ζηλωτής της εκκλησιαστικής τάξεως θεολόγος.
       Ήδη την περίοδο 1932-35 συνέγραψε το δίτομο έργο «Ορθόδοξος φιλοσοφία της Αληθείας», την γνωστή Δογματική του, το όποιο τού χάρισε την έδρα της Δογματικής στην Θεολογική Σχολή τού Πανεπι­στημίου τού Βελιγραδίου. Τον τρίτο τόμο εξέδωσε λί­γο πριν από την κοίμηση του, το 1978. Από πολλούς συγχρόνους ερευνητές θεωρείται ως ή πληρέστερη ορθόδοξη Δογματική και έχει ήδη μεταφραστεί στην γαλλική ενώ μεταφράζεται στην αγγλική και στην ελ­ληνική.
       Άλλο μνημειώδες έργο του είναι οι Βίοι των Α­γίων σε 12 τόμους και ή Ερμηνεία της Καινής Διαθή­κης σε 7 τόμους. Ή μονή του Τσέλιε έχει ήδη ξεκινή­σει την έκδοση των απάντων του τα όποια υπολογίζο­νται σε σαράντα τόμους από τούς οποίους έχουν κυ­κλοφορήσει περί τούς τριάντα. Με αφορμή την συμ­πλήρωση τριακονταετίας από την εις Κύριον εκδημία του, μεταφέρουμε στο παρόν πόνημα μία συνοπτικό­τατη εκλογή από το τεράστιο συγγραφικό του πλούτο ως ευκαιρία γνωριμίας των φιλαγίων αναγνωστών με μια μεγάλη μορφή ενός συγχρόνου ομολογητού και διδασκάλου της μαχόμενης Ορθοδοξίας.

Ή Ιερά Μονή του Τσέλιε
        Ή Ιερά Μονή του Τσέλιε βρίσκεται σε απόσταση 6 χιλιομέτρων νοτιοδυτικά της πόλης του Βάλιεβο, στις όχθες του πόταμου Γράδατς. Το μοναστήρι είναι χτισμένο μέσα σε ένα ορεινό, γραφικό και καταπράσι­νο τοπίο, μέσα σε μία μικρή κοιλάδα στα όρια του χωρίου Λέλιτς το όποιο είναι και ή γενέτειρα τού με­γάλου συγχρόνου άγιου της Σερβικής Ορθοδόξου Εκ­κλησίας Νικολάου Βελιμίροβιτς. Ή γύρω περιοχή με τα πολλά βουνά και τις μικρές κοιλάδες κάνουν το μοναστήρι αθέατο και ό επισκέπτης πρέπει να μπει στη μικρή κοιλάδα για να το αντικρίσει.
        Ή ακριβής χρονολογία κτίσεως της μονής δεν είναι γνωστή. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα ιστορικά στοι­χεία ή ίδρυση της μονής ανάγεται στους μεσαιωνι­κούς χρόνους, ενώ ιδιαίτερη παράδοση το θέλει ως κτίσμα του βασιλέως Δραγούτιν (1282-1316). Κατά την μακρά και σκοτεινή τουρκική σκλαβιά κάηκε, γκρεμίστηκε και ανακαινίστηκε αρκετές φορές. Οι προεστοί της μονής προσέφεραν πολλά στους αγώνες του σέρβικου έθνους κατά των κατακτητών και αλλο­θρήσκων. Κατά τον 19ο αι. ιδρύεται στη μονή Δημο­τικό Σχολείο, από τα πρώτα πού λειτούργησαν στην ελεύθερη Σερβία. Στο σχολείο αυτό έμαθε τα πρώτα του γράμματα και ό άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς. Στα 1837 ή μονή μετατράπηκε σε ενοριακό ναό και έ­τσι παρέμεινε ως το 1928 όταν με απόφαση της Σερβι­κής Ιεράς Συνόδου μετατράπηκε σε γυναικεία μονή.
       Το καθολικό της μονής τιμά τη Σύναξη των Αρ­χαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ. Πρόκειται για βασι­λική μετά τρούλου. Ό τρούλος είναι εννεάπλευρος προς τιμήν των εννέα αγγελικών ταγμάτων. Ή μονή βρίσκεται στη διοικητική δικαιοδοσία της μητροπό­λεως Σάμπατς και Βάλιεβο. Ό μεγαλύτερος θησαυρός πού ή μονή φυλάσσει και προσφέρει προς προσκύνη­ση, ευλογία και παρηγοριά των δεκάδων προσκυνη­τών είναι ο απέριττος τάφος του οσίου αββά Ιουστίνου Πόποβιτς ό όποιος εγκαταβίωσε στη μονή επί 28 συνεχόμενα έτη μέχρι της κοιμήσεως του το 1979.
Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη" 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις