Ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, θεραπευτήριο ψυχῶν

«Καί αὐ­τόν ἔ­δω­κε κε­φα­λήν ὑ­πέρ πάν­τα τῇ ἐκ­κλη­σί­ᾳ, ἥ­τις ἐ­στί τό σῶ­μα αὐ­τοῦ, τό πλή­ρω­μα τοῦ τά πάν­τα ἐν πᾶ­σι πλη­ρου­μέ­νου» 
(Ἐφ. 1, 23)

 Ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, θεραπευτήριο ψυχῶν
Ὁμιλία τοῦ
Προη­γου­μέ­νου Ἱερᾶς Μονῆς Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου
Ἀρχιμ. Ἀθανασίου Ἀναστασίου
Ἱερός Ναός Ἁγίου Νικολάου Λαρίσης, Κατανυκτικός Ἑσπερινός
Α΄ Κυριακῆς Νηστειῶν
Κυριακή 13 Μαρτίου 2011


Σεβασμιώτατε,
Πρίν ἀρ­χί­σου­με τήν ὁ­μι­λί­α μας, ἐ­πι­τρέ­ψα­τέ μας νά Σᾶς ἐκ­φρά­σου­με τίς ἀ­πό καρ­δί­ας εὐ­χα­ρι­στί­ες μας γιά τά εὐ­γε­νι­κά Σας λό­για καί γιά τήν πλού­σια πα­τρι­κή Σας ἀ­γά­πη πρός τό πρό­σω­πό μας, πού ἐκ­δη­λώ­νε­ται ποι­κι­λο­τρό­πως ἐ­πί πολ­λά ἔ­τη, κα­θώς καί γιά τήν ἰ­δι­αί­τε­ρα τι­μη­τι­κή Σας πρό­σκλη­ση νά μι­λή­σου­με ἐ­νώ­πιον Ὑ­μῶν καί τῶν φι­λο­θέ­ων καί φι­λα­κο­λού­θων πι­στῶν κα­τά τόν Κα­τα­νυ­κτι­κό Ἑ­σπε­ρι­νό τῆς ση­με­ρι­νῆς Α΄ Κυ­ρια­κῆς τῶν Νη­στει­ῶν· στήν λαμ­πρή αὐ­τή ἑ­ορ­τή πού τι­μοῦ­με τήν νί­κη τῆς Ἁ­γί­ας μας Ὀρ­θο­δο­ξί­ας ἐ­πί τῶν αἱ­ρέ­σε­ων μέ τήν ἀ­να­στή­λω­ση τῶν ἁ­γί­ων εἰ­κό­νων καί τήν ὀρ­θή τι­μή καί προ­σκύ­νη­σή τους. Μί­α νί­κη πού ἐ­πι­τεύ­χθη­κε με­τά ἀ­πό σκλη­ρές δο­κι­μα­σί­ες καί τό μαρ­τύ­ριο χι­λιά­δων ὁ­μο­λο­γη­τῶν στό Ἑλ­λη­νι­κό Βυ­ζάν­τιο, πα­τρια­ρχῶν, ἐ­πι­σκό­πων, κλη­ρι­κῶν, μο­να­χῶν καί ἁ­πλῶν πι­στῶν, πού θυ­σί­α­σαν ἀ­ξι­ώ­μα­τα, θέ­σεις, πε­ρι­ου­σί­α καί αὐ­τή τήν ζω­ή τους.
Τό θέ­μα, πού θά ἀ­να­πτύ­ξου­με, δι’ εὐ­χῶν Σας Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε, εἶ­ναι: Ἡ ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α μας ὡς θε­ρα­πευ­τή­ριο ψυ­χῶν.
Ἡ εἴ­σο­δός μας στήν Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη Τεσ­σα­ρα­κο­στή καί ἡ λαμπρή ἀποψινή ἑορτή μᾶς γε­μί­ζουν μέ μιά πη­γαί­α δο­ξο­λο­γί­α, εὐ­χα­ρι­στί­α καί εὐ­γνω­μο­σύ­νη πρός τόν Παν­τευ­ερ­γέ­τη Τρι­α­δι­κό Θε­ό μας, πού μέ­σα στό ἄ­πει­ρο ἔ­λε­ός Του καί τήν ἀ­νε­ξι­χνί­α­στη φι­λαν­θρω­πί­α Του καί στορ­γή Του, βρί­σκε­ται πάν­τα πα­ρών μέ­σα στήν κι­βω­τό τῆς σω­τη­ρί­ας μας, τήν Ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α.
Ἡ ἀ­πό­πει­ρα νά δο­θεῖ ἕ­νας πλή­ρης ὁ­ρι­σμός γιά τήν Ἐκ­κλη­σί­α δέν στά­θη­κε πο­τέ ἐ­πι­τυ­χής, κα­θώς ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι «μυ­στή­ριον μέ­γα» καί δέν κα­τα­νο­εῖ­ται οὔ­τε ἑρ­μη­νεύ­ε­ται μέ­σα στά πε­πε­ρα­σμέ­να ὅ­ρια τῆς ἀν­θρώ­πι­νης σκέ­ψε­ως καί λο­γι­κῆς.
Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι τό πραγ­μα­τι­κό καί ζων­τα­νό Σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ καί τῶν πι­στῶν μέ κε­φα­λή τόν ἴ­διο τόν Κύ­ριό μας.
«Καί αὐ­τόν ἔ­δω­κε κε­φα­λήν ὑ­πέρ πάν­τα τῇ ἐκ­κλη­σί­ᾳ, ἥ­τις ἐ­στί τό σῶ­μα αὐ­τοῦ, τό πλή­ρω­μα τοῦ τά πάν­τα ἐν πᾶ­σι πλη­ρου­μέ­νου» (Ἐφ. 1, 23), μᾶς λέ­γει ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος. Καί ὁ ἀ­εί­μνη­στος Κα­θη­γη­τής μας π. Ἰ­ω­άν­νης Ρω­μα­νί­δης μᾶς ἐ­ξη­γεῖ ὅ­τι «Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι τό σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, τό ὁ­ποῖ­ον ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πό ὅ­λους τούς εἰς Χρι­στόν πι­στούς, τούς με­τέ­χον­τας εἰς τήν πρώ­την ἀ­νά­στα­σιν καί τούς ἔ­χον­τας τόν ἀρ­ρα­βώ­να τοῦ Πνεύ­μα­τος ἤ καί προ­γευομένους τήν θέ­ω­σιν». (πα­ρα­πομ­πή).
Μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α ἀ­γω­νι­ζό­μα­στε, ἁ­γι­α­ζό­μα­στε καί προ­γευ­ό­μα­στε τή μέλ­λου­σα εὐ­φρο­σύ­νη τῆς Βα­σι­λεί­ας τῶν Οὐ­ρα­νῶν καί μέ­σα σέ αὐ­τή, τε­λι­κά, σω­ζό­μα­στε καί γευ­ό­μα­στε ὀν­το­λο­γι­κά τήν ἄ­κτι­στη Χά­ρη καί τήν ἄ­κτι­στη δό­ξα τοῦ Χρι­στοῦ μας.
«Μπαί­νον­τας στήν ἄ­κτι­στη Ἐκ­κλη­σί­α, -ἔ­λε­γε ὁ μα­κα­ρι­στός Γέ­ρον­τας Πορ­φύ­ριος- ἐρ­χό­μα­στε στόν Χρι­στό, μπαί­νου­με στό ἄ­κτι­στον. Κα­λού­μα­στε, δη­λα­δή,... κι ἐ­μεῖς οἱ πι­στοί νά γί­νο­με ἄ­κτι­στοι κα­τά χά­ριν, νά γί­νο­με μέ­το­χοι τῶν θεί­ων ἐ­νερ­γει­ῶν τοῦ Θε­οῦ, νά μποῦ­με μέ­σα στό μυ­στή­ριο τῆς θε­ό­τη­τος, νά ξε­πε­ρά­σο­με τό κο­σμι­κό μας φρό­νη­μα, νά ἀ­πο­θά­νο­με κα­τά “τόν πα­λαι­όν ἄν­θρω­πον” καί νά γί­νο­με ἔν­θε­οι. Ὅ­ταν ζοῦ­με στήν Ἐκ­κλη­σί­α, ζοῦ­με τόν Χρι­στό».
Ἡ χριστοκεντρικότητα εἶναι τό κύριο χαρακτηριστικό στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας. «Μιλώντας γιά Ἐκκλησία οἱ Ὀρθόδοξοι, παρατηρεῖ ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνός, ἐννοοῦμε πρωταρχικά καί κύρια τόν Χριστό, μέσα στόν Ὁποῖο τελεσιουργεῖται πνευματικά ἡ ἕνωσή μας. Ἡ σύνδεση δέ Χριστοῦ καί Ἐκκλησίας πού εἶναι ἡ βάση τῆς σταυρικῆς θεοκοινωνίας, δέν εἶναι εἰκονική, ἀλλά πραγματική».
Ὁ Χριστός εἶναι ἡ κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι τό κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, εἶναι τό κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς λατρείας, εἶναι τό κέντρο καί ἡ πηγή τῆς σωτηρίας μας. Ζώντας μέσα στήν Ἐκκλησία ζοῦμε τόν ἴδιο τόν Χριστό.
Ὁ ἁ­γι­α­σμέ­νος Γέ­ρον­τας Πορ­φύ­ριος τό­νι­ζε, ἐπίσης, πώς «Κύ­ριο μέ­λη­μά μας εἶ­ναι νά ἀ­φο­σι­ω­θοῦ­με στόν Χρι­στό, νά ἑ­νω­θοῦ­με μέ τήν Ἐκ­κλη­σί­α. Ἄν μποῦ­με στήν ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ, μπαί­νο­με στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Ἄν δέν μποῦ­με στήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἄν δέν γί­νο­με ἕ­να μέ τήν ἐ­δῶ, τήν ἐ­πί­γεια Ἐκ­κλη­σί­α, ὑ­πάρ­χει φό­βος νά χά­σο­με καί τήν ἐ­που­ρά­νια.­.­.­.. Ὅ­ποι­ος ζεῖ τόν Χρι­στό, γί­νε­ται ἕ­να μα­ζί Του, μέ τήν Ἐκ­κλη­σί­α Του. Ζεῖ μιά τρέ­λλα! Ἡ ζω­ή αὐ­τή εἶ­ναι δι­α­φο­ρε­τι­κή ἀ­π’ τή ζω­ή τῶν ἄλ­λων ἀν­θρώ­πων. Εἶ­ναι χα­ρά, εἶ­ναι φῶς, εἶ­ναι ἀ­γαλ­λί­α­ση, εἶ­ναι ἀ­νά­τα­ση. Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ ζω­ή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἡ ζω­ή τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου, ἡ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ. «Ἡ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ ἐν­τός ἡ­μῶν ἐ­στίν». Ἔρ­χε­ται μέ­σα μας ὁ Χρι­στός κι ἐ­μεῖς εἴ­μα­στε μέ­σα Του» (Γέ­ρον­τος Πορ­φυ­ρί­ου Καυ­σο­κα­λυ­βί­του, Βί­ος καί Λό­γοι, σελ. 205).
Ὁ ὅρος ἐκ­κλη­σί­α προ­έρ­χε­ται ἀ­πό τό ρῆ­μα ἐκκα­λῶ, πού ση­μαί­νει καλῶ σέ συγ­κέν­τρω­ση, σέ συ­νά­θροι­ση. Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι ἡ Σύ­να­ξη στό δεῖ­πνο τῆς Εὐ­χα­ρι­στί­ας ὅ­λων ὅ­σοι ἔ­χουν τήν ἴ­δια ὀρ­θή πί­στη καί ἀ­πο­τε­λοῦν τά μέ­λη της. Οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων μᾶς πληροφοροῦν γιά τήν ἵδρυση καί τήν λειτουργία τῆς πρώτης Ἐκκλησίας καί τήν ζωή τῶν πρώτων χριστιανῶν: «Ἦσαν δέ προ­σκαρ­τε­ροῦν­τες τῇ δι­δα­χῇ τῶν ἀποστόλων, καί τῇ κοι­νω­νί­ᾳ, καί τῇ κλά­σει τοῦ ἄρ­του, καί ταῖς προσευχαῖς». «Πάν­τες οἱ πι­στεύ­ον­τες ἦ­σαν ἐ­πί τό αὐ­τό.­.. κα­θ’ ἡ­μέ­ραν προ­σκαρ­τε­ροῦν­τες ὁ­μο­θυ­μα­δόν ἐν τῷ ἱ­ε­ρῷ, κλῶν­τες τε κα­τ’ οἶ­κον ἄρ­τον, με­τε­λάμ­βα­νον τρο­φῆς ἐν ἀ­γαλ­λιά­σει». (Πρά­ξεις, 2, 44-46).
Πρω­ταρ­χι­κή προ­ϋ­πό­θε­ση γιά τήν συμ­με­το­χή στήν Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι ἡ ὀρ­θή πί­στη, ἡ ἀ­πο­δο­χή τν ἐν­το­λῶν τοῦ Θε­οῦ στήν ζω­ή μας καί ἡ προ­σπά­θεια γιά τήν τή­ρη­σή τους. Ὅ­πως πα­ρα­τη­ρεῖ ὁ Ἅ­γιος Ἰ­σί­δω­ρος ὁ Πη­λου­σι­ώ­της: «τό ἄ­θροι­σμα τν ἁ­γί­ων, τό ξ ὀρ­θῆς πί­στε­ως καί πο­λι­τεί­ας ἀ­ρί­στης συγ­κε­κρο­τη­μέ­νον, κα­λεῖ­ται Ἐκ­κλη­σί­α».
Γιά τόν λό­γο αὐ­τό καί δέν νο­εῖ­ται Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ, χω­ρίς πί­στη στά ὀρ­θά δόγ­μα­τα, ἀ­φοῦ ἡ ὀρ­θο­πρα­ξί­α προ­ϋ­πο­θέ­τει τήν ὀρ­θο­δο­ξί­α. Γι’ αὐ­τό καί ἡ κά­θε λο­γῆς αἵ­ρε­ση συ­νι­στᾶ αὐ­το­μά­τως ἀ­πο­κο­πή ἀ­πό τό Σῶ­μα τς Ἐκ­κλη­σί­ας. Γι’ αὐ­τό καί δέν ἀ­νή­κουν στήν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ, δέν ἀ­πο­τε­λοῦν Ἐκ­κλη­σί­α, οἱ πα­πι­κοί, οἱ προ­τε­στάν­τες καί ὅ­λες οἱ χρι­στι­α­νι­κές ὁ­μο­λο­γί­ες, οἱ ὁ­ποῖ­ες εἶ­ναι αἱ­ρε­τι­κές καί ἀ­πο­τε­λεῖ μέ­γα σφάλ­μα τό γε­γο­νός ὅ­τι ἀ­πο­κα­λοῦν­ται καί ἀ­να­γνω­ρί­ζον­ται ὡς «Ἐκ­κλη­σί­ες» στά πλαί­σια τν οἰ­κου­με­νι­κῶν δι­α­λό­γων ἀ­πό κά­ποι­ους Ὀρ­θο­δό­ξους καί μά­λι­στα ὑ­ψη­λά ἱ­στα­μέ­νους στήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή ἱ­ε­ραρ­χί­α.
Τό γε­γο­νός πού συ­στή­νει καί ἱ­δρύ­ει τήν Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι τό γε­γο­νός τῆς Πεν­τη­κο­στῆς. Καί «ἄφ­νω ἐ­γέ­νε­το ἐκ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ ἦ­χος, ὥ­σπερ φε­ρο­μέ­νης πνο­ῆς βιαίας καί ἐ­πλή­ρω­σεν ὅ­λον τόν οἶ­κον οὗ ἦ­σαν κα­θή­με­νοι» (Πραξ. 2, 1-2), μᾶς πε­ρι­γρά­φουν οἱ Πρά­ξεις τῶν Ἀ­πο­στό­λων.
Τό Ἅ­γιον Πνεῦ­μα εἶ­ναι αὐ­τό πού «συγ­κρο­τεῖ τόν θε­σμό τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας». Εἶ­ναι τό αἷ­μα τοῦ σώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὁ συν­δε­τι­κός ἱ­στός πού ἑ­νώ­νει ὅ­λα τά μέ­λη Της με­τα­ξύ τους καί μέ τήν κε­φα­λή Της, πού εἶ­ναι ὁ Χρι­στός.
Ὅ­πως πα­ρα­τη­ρεῖ ὁ πολυσέβαστος γέροντας Ἀρ­χιμ. Γε­ώρ­γιος Κα­ψά­νης: «Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι πρό πάν­των “κοι­νω­νί­α Ἁ­γί­ων” πού πη­γά­ζει ἀ­πό τήν κοι­νω­νί­αν τῶν τρι­ῶν προ­σώ­πων τῆς Πα­να­γί­ας Τριά­δος. Ἡ ζω­ή καί ἡ ἑ­νό­της τῶν τρι­ῶν θεί­ων προ­σώ­πων προ­σφέ­ρε­ται εἰς τόν κό­σμον διά τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὥ­στε ὅ­λοι οἱ ἄν­θρω­ποι νά δυ­νη­θοῦν νά συμ­με­τά­σχουν εἰς αὐ­τήν» (σελ. 15).
Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι ζων­τα­νή κοι­νω­νί­α καί σχέ­ση προ­σώ­πων, πού ἔ­χουν ὡς κοι­νό σκο­πό τους τόν ἁ­για­σμό καί τήν θέ­ω­σή τους. Εἶ­ναι κοι­νω­νί­α πε­πτω­κό­των καί ἁ­μαρ­τω­λῶν ἀν­θρώ­πων, πού ἀ­γω­νί­ζον­ται νά ἀ­πεκ­δυ­θοῦν τόν πα­λαι­ό ἑ­αυ­τό τους καί νά κα­θαρ­θοῦν ἀ­πό τά πά­θη τους. Εἶ­ναι κοι­νω­νί­α συν­τε­τριμ­μέ­νων καί με­τα­νο­η­μέ­νων ἀν­θρώ­πων μέ συ­ναί­σθη­ση τῆς ἁ­μαρ­τω­λό­τη­τός τους, πού προστρέχουν στήν χά­ρη καί τό ἔ­λε­ος τοῦ Κυ­ρί­ου. Εἶ­ναι κοι­νω­νί­α πα­σχόν­των καί ἀ­σθε­νούν­των πού ὁδηγοῦνται στό πνευματικό θε­ρα­πευ­τή­ριο, τήν Ἐκκλησία, γιά τήν ἴα­ση τῶν παθῶν καί τῶν ψυχῶν τους. Εἶ­ναι κοι­νω­νί­α πο­νε­μέ­νων καί κα­τα­τρεγ­μέ­νων, δο­κι­μα­ζο­μέ­νων καί θλι­βο­μέ­νων πού κα­τα­φεύ­γουν στήν μά­να καί τροφό τους γιά θαλ­πω­ρή, πα­ρη­γο­ρί­α, θεραπεία καί σωτηρία.
Ὁ Ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος πε­ρι­γρά­φει τήν Ἐκ­κλη­σί­α ὡς Μά­να ὅ­λων τῶν χρι­στια­νῶν: «Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι ἡ Μη­τέ­ρα τῶν παι­δι­ῶν της, πού δέ­χε­ται καί αὐ­τά καί ἀ­νοί­γει καί τήν ἀγ­κα­λιά της στούς ξέ­νους». (Ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου Χρυ­σο­στό­μου, Εἰς Ἅ­γιον ἱ­ε­ρο­μάρ­τυ­ρα Φω­κᾶν 2, Ε­ΠΕ 37, 302-303, PG 50, 702). Καί ὁ Ἅ­γιος ἱερομάρ­τυς Κυ­πρια­νός μᾶς λέ­γει ὅ­τι «δέν μπορεῖ νά ἔ­χει κανείς τόν Θε­ό Πα­τέ­ρα, ἐάν δέν ἔχει Μη­τέ­ρα τήν Ἐκ­κλη­σί­α».
Ἡ Ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι ἡ κα­λή καί σο­φή καί στορ­γι­κή μας Μά­να. Ἡ γα­λα­κτο­τρο­φοῦ­σα, ἡ παι­δα­γω­γοῦ­σα, ἡ εἰ­ρη­νεύ­ου­σα, ἡ ἀ­να­παύ­ου­σα, ἡ συμ­πά­σχου­σα, ἡ θε­ρα­πεύ­ου­σα, ἡ συγ­χω­ροῦ­σα, ἡ ἁ­γι­ά­ζου­σα, ἡ οὐ­ρα­νο­δρο­μοῦ­σα. Μέ­σα σ’ αὐ­τήν ἀ­να­γεν­νι­ό­μα­στε πνευ­μα­τι­κά, στήν ἀγ­κα­λιά της γα­λου­χού­μα­στε καί ἀν­δρω­νό­μα­στε καί ἐπιτυγχάνουμε τήν σωτηρία μας.
Ὁ Σε­βα­στός Γέ­ρον­τας Μω­ϋ­σῆς Ἁ­γι­ο­ρεί­της πα­ρα­τη­ρεῖ ὅ­τι «Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ξέ­ρει μό­νο νά ἀ­γα­πᾶ. Δέν δυ­σκο­λεύ­ε­ται κα­θό­λου νά ὑ­πο­δε­χθεῖ τό ἀ­πο­μα­κρυ­σμέ­νο τέ­κνο της, ἄν θε­λή­σει νά τήν πλη­σιά­σει. Δέν τό μα­λώ­νει, δέν τό ἐ­πι­τι­μᾶ, δέν τοῦ φω­νά­ζει, δέν τό κά­νει νά πε­ρι­μέ­νει, τό ἀγ­κα­λιά­ζει ἀμέ­σως, τό κα­τα­φι­λᾶ. Τέ­τοι­α Ἐκ­κλη­σί­α ἔ­χου­με, μά­να φι­λό­στορ­γη, κα­τα­δε­κτι­κή. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α κι­νεῖται στόν κό­σμο ἀλ­λά δέν εἶναι ἐκ τοῦ κό­σμου τού­του».
«Ἐ­άν εἶ­σαι ἁ­μαρ­τω­λός, ἔ­λα στήν Ἐκ­κλη­σί­α νά πεῖς τίς ἁ­μαρ­τί­ες σου. Κι ἄν εἶ­σαι δί­και­ος, ἔλα γιά νά μήν χά­σεις τήν ἀ­ρε­τή σου. Για­τί ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι λι­μά­νι καί γιά τούς δύ­ο» (ἁ­γ. Ἰ­. Χρυ­σο­στό­μου, Πε­ρί Με­τα­νοί­ας Β΄ 1, Ε­ΠΕ 30, 113), μᾶς λέ­γει καί πά­λι ὁ Ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος καί χα­ρα­κτη­ρί­ζει τήν Ἐκ­κλη­σί­α λι­μέ­να τῆς σω­τη­ρί­ας καί κι­βω­τό ἀ­νώ­τε­ρη ἀ­πό αὐ­τή τοῦ Νῶ­ε: «Ἀ­λή­θεια, ποι­ὸ λι­μά­νι μπο­ρεῖ νὰ συγ­κρι­θεῖ μὲ τὸ λι­μά­νι τῆς ἐκ­κλη­σί­ας; Ποι­ὸς πα­ρά­δει­σος μπο­ρεῖ νὰ συγ­κρι­θεῖ μὲ τὸν πα­ρά­δει­σο τῶν συγ­κεν­τρω­μέ­νων πι­στῶν; Δὲν ὑ­πάρ­χει ἐ­δῶ φί­δι ποὺ γυ­ρεύ­ει νὰ μᾶς βλά­ψει, μό­νο ὁ Χρι­στὸς ποὺ μᾶς ὁ­δη­γεῖ μυ­στι­κά. Δὲν ὑ­πάρ­χει ἐ­δῶ Εὔ­α ποὺ μᾶς ἐ­ξα­πα­τᾶ καὶ μᾶς ρί­χνει κά­τω, μό­νο ἠ ἐκ­κλη­σί­α πού μᾶς ἀ­νορ­θώ­νει. Δὲν ἔ­χει ἐ­δῶ φύλ­λα δέν­τρων, ἀλ­λὰ καρ­ποὺς πνευ­μα­τι­κούς. Δὲν ἔ­χει ἐ­δῶ φρά­χτη μὲ ἀγ­κά­θια, πα­ρὰ ἀμ­πέ­λι γε­μά­το στα­φύ­λια. Ἂν πά­λι βρῶ κά­ποι­ο ἀγ­κά­θι, τὸ με­τα­βάλ­λω σὲ ἐ­λιά...... Ἂν πά­λι λύ­κο βρῶ, τὸν κά­νω πρό­βα­το- ὄ­χι για­τί ἀλ­λά­ζω τὴ μορ­φή του, ἀλ­λὰ για­τί στρέ­φω ἀλ­λοῦ τὴν ἐ­πι­θυ­μί­α του. Γι' αὐ­τὸ δὲν θὰ '­ταν λά­θος ἂν θε­ω­ρού­σα­με τήν ἐκ­κλη­σί­α πιό σπου­δαί­α ἀ­πὸ τὴν κι­βω­τό. Για­τί ἡ κι­βω­τὸς δε­χό­ταν βέ­βαι­α τὰ ζῶ­α καὶ τὰ δι­α­τη­ροῦ­σε ζῶ­α- ἠ εκ­κλη­σί­α ὅ­μως δέ­χε­ται τὰ ζῶ­α καὶ τὰ ἀλ­λά­ζει. Τί ἐν­νο­ῶ μ' αὐ­τό: Μπῆ­κε στὴν κι­βω­τὸ ἕ­να γε­ρά­κι, βγῆ­κε πά­λι γε­ρά­κι- μπῆ­κε ἕ­νας λύ­κος, βγῆ­κε πά­λι λύ­κος. Ἐ­δῶ μπαί­νει κα­νεὶς γε­ρά­κι καὶ βγαί­νει πε­ρι­στέ­ρι- μπαί­νει λύ­κος καὶ βγαί­νει πρό­βα­το- μπαί­νει φί­δι καὶ βγαί­νει ἀρ­νὶ- ὄ­χι ἐ­πει­δὴ με­τα­βάλ­λε­ται ἡ φύ­ση του, ἀλ­λὰ ἐ­πει­δὴ δι­ώ­χνε­ται μα­κριὰ ἡ κα­κί­α».
Ἡ Ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α καὶ μό­νον αὐ­τὴ —δι­ὰ τῆς σταυ­ρι­κῆς θυ­σί­ας τοῦ Χρι­στοῦ καὶ τῆς ἐν­δό­ξου Ἀ­να­στά­σε­ώς Του, δι­ὰ τοῦ Τι­μί­ου καὶ Πα­να­γί­ου καὶ Ζω­ο­ποι­οῦ Αἵ­μα­τός Του— μπο­ρεῖ νὰ προ­σφέ­ρει στὸν ἄν­θρω­πο τὴν ἄ­φε­ση τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν του, τῶν ὅ­ποι­ων καὶ τῶν ὅ­σων ἁ­μαρ­τι­ῶν του. Ἡ Ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α καὶ μό­νον αὐ­τή, μπο­ρεῖ νὰ παίρ­νει λη­στές, φο­νιά­δες καὶ ἐγ­κλη­μα­τί­ες· ἔκ­φυ­λους, πόρ­νους καὶ μοι­χούς· φι­λάρ­γυ­ρους, φί­λαυ­τους καὶ ὑ­πε­ρή­φα­νους· καὶ νὰ τοὺς με­τα­πλά­θει σὲ δι­καί­ους καὶ ἁ­γί­ους. Ἡ Ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α καὶ μό­νον αὐ­τή, ἔ­χει τὴ δύ­να­μη νὰ παίρ­νει σκι­ὲς ἀν­θρώ­πων, συν­τρίμ­μα­τα ψυ­χῶν· νὰ παίρ­νει λά­σπη καὶ βοῦρ­κο καὶ μὲ αὐ­τὰ τὰ ὑ­λι­κὰ νὰ δη­μι­ουρ­γεῖ καλ­λι­τε­χνή­μα­τα, ἀν­θρώ­πι­να πρό­τυ­πα. Ἡ Ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α καὶ μό­νον αὐ­τή, μπο­ρεῖ νὰ παίρ­νει βα­ρυ­ποι­νί­τες ἀ­πὸ τὰ κά­τερ­γα τῆς ἁ­μαρ­τί­ας καὶ νὰ τοὺς ἀ­να­δει­κνύ­ει ἀ­σκη­τὲς καὶ ὁ­σί­ους, μάρ­τυ­ρες καὶ ὁ­μο­λο­γη­τές. Καὶ ὅ­λα αὐ­τὰ τὰ θαυ­μά­σια μὲ μο­να­δι­κὸ ἀν­τί­τι­μο ἕ­να δά­κρυ· ἕ­ναν λό­γο, «ἁ­μάρ­τη­σα, Κύ­ρι­ε»· ἕ­να «Θε­έ μου, ἐ­λέ­η­σέ με καὶ συγ­χώ­ρη­σέ με τὸν ἁ­μαρ­τω­λό»· ἕ­να τα­πει­νὸ γο­νά­τι­σμα καὶ μί­α τα­πει­νὴ ὁ­μο­λο­γί­α κά­τω ἀ­πὸ τὸ πε­τρα­χήλι τοῦ Πνευ­μα­τι­κοῦ.
Ἡ Ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α κα­τερ­γά­ζε­ται τή σω­τη­ρί­α καί τόν ἁ­για­σμό μας καί μᾶς προ­σφέ­ρει ἁ­πλό­χε­ρα εὐ­και­ρί­ες καί δυ­να­τό­τη­τες γι’ αὐ­τό, μέ τή σώ­ζου­σα Ἀ­λή­θεια, τήν ὁ­ποί­α δι­α­φυ­λάσ­σει ἀ­κραιφ­νή καί ἀ­ναλ­λοί­ω­τη ἀ­νά τούς αἰ­ῶ­νες, μέ τά ἱ­ε­ρά Μυ­στή­ρια καί τό πλῆ­θος τῶν ἁ­γι­α­στι­κῶν πρά­ξε­ων καί τε­λε­τῶν Της.
Μέ τίς Δε­σπο­τι­κές καί Θε­ο­μη­το­ρι­κές ἑ­ορ­τές, μέ δε­σπό­ζου­σα τήν ἔν­δο­ξη Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Χρι­στοῦ μας, πού νο­η­μα­το­δο­τεῖ ὅ­λες τίς ἄλ­λες ἑ­ορ­τές καί αὐ­τό τοῦ­το τό πε­ρι­ε­χό­με­νο τῆς Πί­στε­ώς μας.
Μέ τίς ἑ­ορ­τές τῶν μυ­ριά­δων ἁ­γί­ων μας Προ­φη­τῶν, Ἀ­πο­στό­λων, Ἱ­ε­ραρ­χῶν, Μαρ­τύ­ρων, Νε­ο­μαρ­τύ­ρων, Ὁ­μο­λο­γη­τῶν, Ὁ­σί­ων καί Ἀ­σκη­τῶν.
Μέ τίς ἀ­να­μνή­σεις θαυ­μα­τουρ­γι­κῶν καί ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν ἱ­στο­ρι­κῶν γε­γο­νό­των, μέ τήν Ὕ­ψω­ση τοῦ Τι­μί­ου καί Ζω­ο­ποι­οῦ Σταυ­ροῦ καί τίς ἄλ­λες ἑ­ορ­τές σο­φά κα­τα­νε­μη­μέ­νες σέ ὅ­λες τίς ἐ­πο­χές καί πε­ρι­ό­δους τοῦ χρό­νου, πού μᾶς κρα­τοῦν σέ δια­ρκή νή­ψη καί ἐ­γρή­γορ­ση καί σέ συ­νε­χή κοι­νω­νί­α μέ τήν ἄ­κτι­στη Χά­ρη.
Μέ τήν προ­σευ­χη­τι­κή καί λα­τρευ­τι­κή δι­άρ­θρω­ση τοῦ νυ­χθη­μέ­ρου καί τῆς ἑ­βδο­μά­δος.
Μέ τίς ποι­κί­λες καί ἐ­ναλ­λασ­σό­με­νες κα­τα­νυ­κτι­κές Ἀ­κο­λου­θί­ες καί ἱ­ε­ρές ἀ­γρυ­πνί­ες.
Μέ τήν ἑ­βδο­μα­δια­ία ἐ­ναλ­λα­γή τῆς ὀ­κτω­ή­χου ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς βυ­ζαν­τι­νῆς μου­σι­κῆς, πού ἐ­ξυ­ψώ­νει καί τέρ­πει τήν ψυ­χή μας.
Μέ τά εὐ­αγ­γε­λι­κά, ἀ­πο­στο­λι­κά, προ­φη­τι­κά καί ἁ­γι­ο­γρα­φι­κά ἀ­να­γνώ­σμα­τα καί τά Συ­να­ξά­ρια τῶν Ἁ­γί­ων μας.
Μέ τά ἱ­ε­ρά Μυ­στή­ρια, τίς ἁ­γι­α­στι­κές πρά­ξεις καί τε­λε­τές, τίς εὐ­χές καί τίς ἀ­να­ρίθ­μη­τες προ­σευ­χές γιά ὅ­λες τίς πτυ­χές καί τίς ἐκ­φάν­σεις τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ζω­ῆς, γιά ὅ­λες τίς ἀ­νάγ­κες καί τίς πε­ρι­στά­σεις.
Μέ τήν προ­σκύ­νη­ση τῶν ἁ­γί­ων λει­ψά­νων καί τῶν ἱ­ε­ρῶν καί θαυ­μα­τουρ­γῶν εἰ­κό­νων, πού ἀ­να­βλύ­ζουν ἰ­ά­μα­τα καί ἐ­πι­τε­λοῦν μυ­ριά­δες θαυ­μα­τουρ­γί­ες σέ ὅσους τά ἀσπάζονται μέ εὐλάβεια καί πίστη.
Μέ τή συ­νε­χή μνη­μό­νευ­ση τῶν ὀ­νο­μά­των ζών­των καί κε­κοι­μη­μέ­νων, πού δι­α­τη­ροῦν τήν κοι­νω­νί­α τῆς Στρα­τευ­ο­μέ­νης μέ τήν Θρι­αμ­βεύ­ου­σα Ἐκ­κλη­σί­α.
Μέ τίς δι­α­τε­ταγ­μέ­νες νη­στεῖ­ες καί τίς κα­τα­νυ­κτι­κές πε­ρι­ό­δους τῶν Τεσ­σα­ρα­κο­στῶν, πού μᾶς προ­ε­τοι­μά­ζουν σω­μα­τι­κά καί ψυ­χι­κά γιά τίς Με­γά­λες Ἑ­ορ­τές.
Καί κυ­ρί­ως καί πρω­ταρ­χι­κῶς μέ τήν τέ­λε­ση τῆς Θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας καί τήν με­τά­ληψη τοῦ Τι­μί­ου Σώ­μα­τος καί Αἵ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ μας, πού μᾶς ἑ­νώ­νει ὀν­το­λο­γι­κά μέ τόν Κύ­ριο καί μεταξύ μας, ὡς μελῶν τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἐκκλησίας δηλαδή.
Ἡ­ Ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι ἡ μά­να μας· εἶ­ναι μι­ὰ δι­ά­πλα­τη, δια­ρκῶς ἀ­νοι­χτὴ ἀγ­κα­λιά· εἶ­ναι ἡ κα­τα­φυ­γή μας καὶ ἡ πα­ρη­γο­ριά μας· εἶ­ναι τὸ στή­ριγ­μά μας καὶ ἡ ἀ­σφά­λειά μας· εἶ­ναι λί­κνο Ἁ­γί­ων καὶ Ὁ­σί­ων· εἶ­ναι ἀ­λε­ξι­τή­ριο δαι­μο­νί­ων· εἶ­ναι γυ­μνα­στή­ριο πνευ­μα­τι­κῆς ἀ­θλή­σε­ως καὶ φρον­τι­στή­ριο Ἁ­για­σμοῦ· εἶ­ναι ἡ πύ­λη τῆς θε­οσ­δό­του ἐ­λευ­θε­ρί­ας μας· εἶ­ναι παυ­σί­λυ­πο θλί­ψε­ων· εἶ­ναι νο­σο­κο­μεῖ­ο ψυ­χῶν καὶ θε­ρα­πευ­τή­ριο πα­θῶν· ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας εἶ­ναι ὁ Οὐ­ρα­νὸς· ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας εἶ­ναι ἡ Σω­τη­ρί­α μας!­.­..
Κι ὅ­μως αὐ­τή τή Μά­να, μέ τίς ἄ­πει­ρες εὐ­ερ­γε­σί­ες καί τήν σωτηρία πού μᾶς προσφέρει, ὄ­χι μό­νο δέν τήν εὐ­χα­ρι­στοῦ­με καί δέν τήν εὐ­γνω­μο­νοῦ­με, ἀλ­λά πολ­λές φο­ρές καί τήν ἀ­γνο­οῦ­με καί τή λη­σμο­νοῦ­με καί τήν πι­κραί­νου­με, συμ­φυ­ρό­με­νοι μέ τόν κο­σμι­κό τρό­πο ζω­ῆς καί τό ὀρ­θο­λο­γι­στι­κό φρό­νη­μα καί τήν λογοκρατούμενη βιοτή μας, ἀ­δι­κών­τας ὅ­μως, ἔτσι, τόν ἑ­αυ­τό μας στε­ρού­με­νοι τῆς σω­στι­κῆς καί ἁ­γι­α­στι­κῆς Της Χά­ρι­τος.
Ὅ­λοι ἐ­μεῖς, ἐ­πί­σκο­ποι, κλη­ρι­κοί, μο­να­χοί καί λα­ϊ­κοί γι­νό­μα­στε με­ρι­κές φο­ρές ἀ­χθο­φό­ροι τοῦ ὀ­νό­μα­τος καί τῆς ἰ­δι­ό­τη­τός μας ὡς με­λῶν τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί τήν με­τα­τρέ­που­με λα­θε­μέ­να σέ θρη­σκεί­α, σέ ἰ­δε­ο­λο­γί­α, σέ σύ­στη­μα κοι­νω­νι­κῆς πρό­νοι­ας, σέ πο­λι­τι­στι­κό καί οἰ­κο­νο­μι­κό ὀρ­γα­νι­σμό, σέ δι­οι­κη­τι­κό κα­τε­στη­μέ­νο. Τήν με­τα­τρέ­που­με σέ σύ­στη­μα ἐ­ξου­σί­ας, σέ ὁρ­μη­τή­ριο φι­λο­δο­ξι­ῶν καί σκο­πι­μο­τή­των, σέ πη­γή δι­ε­νέ­ξε­ων, ἀν­τεγ­κλή­σε­ων καί κλει­στῶν μη­χα­νι­σμῶν προ­ω­θή­σε­ως καί ἀ­νε­λί­ξε­ως.
Αὐ­τός, ταπεινά φρονοῦμε, εἶ­ναι καί ὁ λό­γος, πού ἡ μαρ­τυ­ρί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας εἶ­ναι στίς μέ­ρες μας ἀ­νε­παρ­κής καί ἔ­χει κλο­νι­σθεῖ στήν συ­νεί­δη­ση τῶν πι­στῶν. Καί αὐ­τό τό λέ­με ὄ­χι κα­τα­κρι­τι­κά οὔ­τε ἐ­λεγ­κτι­κά, ἀλ­λά μέ ἀ­λη­θι­νό πό­νο ψυ­χῆς κα­τα­θέ­τον­τας ἁ­πλά καί σεμνά τόν κα­λο­γε­ρι­κό μας λο­γι­σμό, χω­ρίς νά ἐ­ξαι­ροῦ­με τόν ἑ­αυ­τό μας καί νά ἀ­πο­ποι­ού­μα­στε τό με­ρί­διο εὐ­θύ­νης πού μᾶς ἀ­να­λο­γεῖ.
Τά ἴ­δια τά μο­να­στή­ρια μας, ἄλ­λω­στε, εἶ­ναι τά πρῶ­τα πού ἔχουν ἀρχίσει νά νο­σοῦν προ­σβε­βλη­μέ­να ἀ­πό τήν δυ­σί­α­τη ἀ­σθέ­νεια τῆς ἐκ­κο­σμι­κεύ­σε­ως καί τοῦ ἐκ­συγ­χρο­νι­σμοῦ. Ἡ πο­λυ­πραγ­μο­σύ­νη, ἡ ἔν­το­νη κοι­νω­νι­κό­τη­τα, ὁ νε­ω­τε­ρι­σμός, ἡ ἐ­πι­χει­ρη­μα­τι­κή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα, ἡ ἄ­με­τρη χρή­ση τῆς συγ­χρό­νου τε­χνο­λο­γί­ας ἀπειλοῦν νά ἁλώσουν ἀρ­κε­τά ἀ­πό τά πνευ­μα­τι­κά προ­πύρ­για τῆς ὀρθοδόξου πίστεώς μας καί τῆς Ἐκκλησίας μας, πού εἶ­ναι οἱ μο­νές, καί ἔ­χουν μει­ώ­σει τόν ἡ­συ­χα­σμό, τήν νή­ψη, τήν προ­σευ­χή, τήν με­λέ­τη καί τό ὁ­μο­λο­για­κό καί μαρ­τυ­ρι­κό φρό­νη­μα. Ἔ­χουν χαλαρώσει τήν ἀ­γά­πη καί τήν ἀ­φο­σί­ω­ση στήν πε­ρι­φρού­ρη­ση τῶν ἀ­κρι­τι­κῶν συ­νό­ρων τῆς ἱ­ε­ρῆς μας γῆς, τῆς πί­στε­ως δη­λα­δή καί τῆς πα­τρί­δος μας, στήν ὑ­πη­ρε­σί­α τῶν ὁ­ποί­ων ἦ­ταν πάν­το­τε ταγ­μέ­νοι καί πρω­το­πό­ροι οἱ μο­να­χοί.
Κινδυνεύει, δυ­στυ­χῶς, ὁ σύγ­χρο­νος ὀρ­θό­δο­ξος μο­να­χι­σμός μας νά καταλήξει σκιά τοῦ ἔν­δο­ξου πα­ρελ­θόν­τος του, ἐκ­κο­σμι­κευ­μέ­νος, πο­λυ­πράγ­μων, κοι­νω­νι­κός, ἐ­πι­δο­τού­με­νος καί χρη­μα­το­δο­τού­με­νος, ἀλ­λο­τρι­ω­μέ­νος, κω­φεύ­ων, σι­ω­πῶν καί ἀ­πών συμ­βάλ­λον­τας καί αὐ­τός μέ τόν τρό­πο του στήν ἀ­που­σί­α τῆς ζων­τα­νῆς καί οὐ­σι­α­στι­κῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς μαρ­τυ­ρί­ας σή­με­ρα.
Ὅ­πως πα­ρα­τη­ρεῖ πο­λύ εὔ­στο­χα καί δι­α­χρο­νι­κά, ἀλ­λά καί προ­φη­τι­κά, γράφοντας πολ­λά χρό­νια πρίν, ὁ Ὁ­μό­τι­μος πλέ­ον Κα­θη­γη­τής τῆς Θε­ο­λο­γι­κῆς Σχο­λῆς τοῦ ΑΠΘ κ. Γε­ώρ­γιος Μαν­τζα­ρί­δης: «Τό αἴ­τη­μα, πού ὑ­πάρ­χει γιά ἄ­με­ση μαρ­τυ­ρί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας στήν κοι­νω­νι­κή ἤ τήν πο­λι­τι­κή ζω­ή δέν ὀ­φεί­λε­ται οὐ­σι­α­στι­κά στήν ἀ­νε­πάρ­κεια τῆς μαρ­τυ­ρί­ας αὐ­τῆς ἀλ­λά στήν ἀ­που­σί­α της. Ὅ­ταν ἡ Ἐκ­κλη­σί­α πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ὡς κα­τε­στη­μέ­νο, συ­χνά μά­λι­στα πιό δύ­σκαμ­πτο καί πιό ἀ­να­χρο­νι­στι­κό ἀ­πό τό κοι­νω­νι­κό ἤ τό πο­λι­τι­κό κα­τε­στη­μέ­νο, ὅ­ταν ἡ χα­ρι­σμα­τι­κή καί ἐ­σχα­το­λο­γι­κή προ­ο­πτι­κή της συμ­πι­έ­ζε­ται σέ μο­νο­λι­θι­κή καί ἐγ­κο­σμι­ο­κρα­τι­κή ὀρ­γά­νω­ση, ὅ­ταν ἡ ἀρ­χή τῆς θυ­σί­ας καί τῆς δι­α­κο­νί­ας δι­α­στρέ­φε­ται σέ ἀ­πο­λυ­ταρ­χι­κή ἐ­ξου­σί­α, πού ἀρ­νεῖ­ται μά­λι­στα κά­θε ἐ­ποι­κο­δο­μητι­κή κρι­τι­κή καί ἐ­πι­κα­λεῖ­ται τό κῦ­ρος τῆς θεί­ας αὐ­θεν­τί­ας, γιά νά κα­λύ­ψει τήν αὐ­θαι­ρε­σί­α καί τήν ἀ­συ­ναρ­τη­σί­α, δέν μπο­ρεῖ νά δώ­σει θε­τι­κή μαρ­τυ­ρί­α» (Γ. Μαν­τζα­ρί­δης, Χρι­στι­α­νι­κή Ἠ­θι­κή, σελ. 151).
Οἱ πο­λύ εὔ­στο­χες αὐ­τές πα­ρα­τη­ρή­σεις τοῦ σε­βα­στοῦ μας Κα­θη­γη­τοῦ, τόν ὁ­ποῖ­ο εὐ­τυ­χή­σα­με νά ἔ­χου­με πα­νε­πι­στη­μια­κό δι­δά­σκα­λο στήν Θεσ­σα­λο­νί­κη, εἶ­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο ἐ­πί­και­ρες ἀ­πό πο­τέ στίς ἡ­μέ­ρες μας, πού ἡ ἐκ­κω­φαν­τι­κή σι­ω­πή χα­ρα­κτη­ρί­ζει τήν μαρ­τυ­ρί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Ἡ δι­οι­κοῦ­σα Ἐκ­κλη­σί­α, εὐτυχῶς μέ πολλές φω­τει­νές ἐ­ξαι­ρέ­σεις ἐσχάτως, ἱ­ε­ραρ­χῶν, δεί­χνει ἀ­δύ­να­μη νά ἀν­τι­λη­φθεῖ καί νά πα­ρα­κο­λου­θή­σει τίς κα­τα­στά­σεις καί τίς σύγ­χρο­νες πνευ­μα­τι­κές ἀ­παι­τή­σεις καί ἀ­νάγ­κες τῶν πι­στῶν καί νά ἀντιδράσει σθεναρά.
Ἰ­δι­αι­τέ­ρως δέ στίς τό­σο δύ­σκο­λες καί ἐ­πώ­δυ­νες στιγ­μές γιά τήν πα­τρί­δα μας, πού βρί­σκε­ται ὑ­πό νέ­α κα­το­χή καί ἀ­σφι­κτυ­ᾶ κά­τω ἀ­πό τήν βάρ­βα­ρη καί ἀ­νε­λέ­η­τη πί­ε­ση τῶν ξέ­νων κέν­τρων ἐ­ξου­σί­ας καί ἐ­λέγ­χου, ὁ λα­ός τοῦ Θε­οῦ ἐγ­κα­τα­λεί­πε­ται ἀ­πορ­φα­νι­σμέ­νος ἀ­πό τούς τα­γούς του καί ὁ­δη­γεῖ­ται στήν ἀ­πελ­πι­σί­α καί τήν ἀ­πό­γνω­ση, πού ὅ­λο καί πε­ρισ­σό­τε­ρο πλη­θαί­νει στίς μέ­ρες μας ὡς συ­νέ­πεια τοῦ τρα­γι­κοῦ ἀ­δι­ε­ξό­δου πού βι­ώ­νει.
Ὁ λα­ός τοῦ Θε­οῦ πε­ρι­μέ­νει νά βρεῖ καί νά ἀ­να­γνω­ρί­σει κυρίως στήν Δι­οι­κοῦ­σα Ἐκ­κλη­σί­α του τήν ἀ­λη­θι­νή καί στορ­γι­κή Μά­να, ὅ­πως τήν πε­ρι­γρά­ψα­με ἀ­νω­τέ­ρω. Πε­ρι­μέ­νει τήν ἀ­παν­το­χή, τό κα­τα­φύ­γιο, τήν πα­ρη­γο­ριά, τήν στή­ρι­ξη καί τήν θαλ­πω­ρή, πού θα τόν ἐ­νι­σχύ­σουν καί θά τόν ἐν­δυ­να­μώ­σουν στόν ἀ­γώ­να του. Πε­ρι­μέ­νει τήν ἀ­λη­θή θε­ο­λο­γι­κή ἑρ­μη­νεί­α γιά τήν αἰ­τί­α, τίς συ­νέ­πει­ες, ἀλ­λά καί τόν τρό­πο ἀν­τι­με­τω­πί­σε­ως ὅ­λων τῶν δει­νῶν πού τόν πλήτ­τουν. Ἀ­να­ζη­τᾶ τό χα­ρο­ποι­ό νό­η­μα τοῦ πό­νου καί τῶν θλί­ψε­ων, τήν ἀ­ναγ­και­ό­τη­τα τῆς με­τά­νοι­ας καί τῆς ἐ­πι­στρο­φῆς, τοῦ ἐ­πα­νευ­αγ­γε­λι­σμοῦ καί τῆς ἐ­πα­νο­η­μα­το­δο­τή­σε­ως τῆς προ­σω­πι­κῆς καί κοι­νω­νι­κῆς ζω­ῆς μας. Πρω­τί­στως, ὅ­μως, προσ­δο­κᾶ τήν πί­στη καί τήν ἐλ­πί­δα γιά τήν ὑ­πέρ­βα­ση, μέ τήν χά­ρη τοῦ Θε­οῦ, τῶν δυ­σχε­ρει­ῶν καί τῶν προ­βλη­μά­των στήν οἰ­κο­γε­νεια­κή καί ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κή του κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα. Προσ­δο­κᾶ, ἐ­πί­σης, τήν ποι­μαν­τι­κή της μέ­ρι­μνα καί κα­θο­δή­γη­ση καί τήν ἐ­πι­βε­βλη­μέ­νη πρω­το­βου­λί­α καί δρα­στη­ρι­ο­ποί­η­σή της γιά τήν ἔγ­και­ρη πρό­λη­ψη καί ἀ­να­χαί­τι­ση τῶν ἀ­πει­λῶν καί τῶν ἐ­πι­βου­λῶν τῆς Νέ­ας Τά­ξε­ως Πραγ­μά­των καί τῆς Νέ­ας Ἐ­πο­χῆς, πού βρί­σκον­ται πλέ­ον ὄ­χι πρό, ἀλ­λά ἐν­τός τῶν πυ­λῶν.
Καί εἶ­ναι ὀ­δυ­νη­ρό νά ἀ­πο­γο­η­τεύ­ε­ται πολλές φορές καί ἀ­πό τούς ἐκ­προ­σώ­πους τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἐ­νῶ εἶ­ναι τρα­γι­κά ἀ­πο­γο­η­τευ­μέ­νος ἀ­πό αὐ­τούς τῆς πο­λι­τι­κῆς ἡ­γε­σί­ας. Κι αὐ­τό για­τί οἱ ἐκ­πρό­σω­ποι τῆς πο­λι­τι­κῆς εἶ­ναι αὐ­τοί πού τόν ἐκ­με­ταλ­λεύ­τη­καν, τόν πα­γί­δε­ψαν στά τε­χνά­σμα­τα τῆς ἐ­φή­με­ρης καί ψευ­δε­πί­γρα­φης εὐ­η­με­ρί­ας, τόν ἐ­ξη­πά­τη­σαν, τόν δι­έ­ψευ­σαν, τόν ἀ­φαί­μα­ξαν οἰ­κο­νο­μι­κά, πνευματικά, ἠθικά καί ἰ­δε­ο­λο­γι­κά καί τόν ὁ­δή­γη­σαν ὑ­πο­χεί­ριο στίς ἀ­πο­φά­σεις καί τίς ἐν­το­λές ξέ­νων κέν­τρων ἐ­ξου­σί­ας.
Μέ­σα σ’ αὐ­τή τήν δί­νη πού ση­μα­το­δο­τεῖ ἕ­ναν ἀ­πό τούς κρι­σι­μό­τε­ρους σταθ­μούς τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς πο­ρεί­ας τοῦ Ἔ­θνους καί τοῦ λα­οῦ μας, ἡ Ἐκ­κλη­σί­α –γιά πρώ­τη ἴ­σως φο­ρά στήν ἱ­στο­ρί­α της- του­λά­χι­στον μέ­χρι στιγ­μῆς, δέν ἔ­χει ἀ­να­λά­βει τόν ἡ­γε­τι­κό ποι­μαν­τι­κό καί ἐ­θναρ­χι­κό της ρό­λο, ὡς στορ­γι­κή μη­τέ­ρα καί συμ­πα­ρα­στά­της.
Ἡ ὅ­λη ἐ­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γί­α πε­ρί τῆς δῆ­θεν ἀ­πο­χῆς ἀ­πό πο­λι­τι­κά καί ἐ­θνι­κά ζη­τή­μα­τα χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ἀ­πό μί­α μο­νο­φυ­σι­τι­κοῦ τύ­που ἀν­τι­με­τώ­πι­ση τῶν πραγ­μά­των, τῶν κοι­νω­νι­κῶν, ἱ­στο­ρι­κῶν, πο­λι­τι­κῶν καί ἐ­θνι­κῶν θε­μά­των. Καί αὐ­τό δι­ό­τι στη­ρί­ζον­ται σέ ἕ­ναν τε­χνη­τό δι­χα­σμό τῶν Ἑλ­λή­νων, ὡ­σάν νά ἀ­πο­τε­λοῦν δι­α­φο­ρε­τι­κές με­τα­ξύ τους ὀν­τό­τη­τες ὁ χρι­στια­νός ἀ­πό τόν Ἕλ­λη­να πο­λί­τη. Αὐ­τός ὁ δι­χα­σμός, ὅ­μως, σέ κα­μί­α πε­ρί­πτω­ση δέν μπο­ρεῖ νά ὑ­φί­στα­ται, κα­θώς Ὀρ­θο­δο­ξί­α καί Ἑλ­λη­νι­σμός εἶ­ναι ἄρ­ρη­κτα συν­δε­δε­μέ­να καί ταυ­τι­σμέ­να στήν συ­νεί­δη­ση τοῦ λα­οῦ, ἔ­τσι ὅ­πως ἀ­νά τούς αἰ­ῶ­νες ἐκ­φρά­ζον­ται μέ τόν ὅ­ρο Ρω­μη­ο­σύ­νη.
Ὅ­πως πα­ρα­τη­ρεῖ ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυ­πά­κτου κ. Ἱερόθεος «Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι μιά ἰ­δι­αί­τε­ρη καί συγ­κε­κρι­μέ­νη κοι­νό­τη­τα, μιά οἰ­κο­γέ­νεια μέ­σα στήν ὁ­ποί­α μα­θαί­νου­με νά ζοῦ­με ὥ­ρι­μα, ὑ­πεύ­θυ­να καί ὁ­λο­κλη­ρω­μέ­να. Μιά ὁ­λό­κλη­ρη κοι­νό­τη­τα προ­σεύ­χε­ται, τό κά­θε μέ­λος ἐν­δι­α­φέ­ρε­ται γιά τό ἄλ­λο, κα­θώς ἐ­πί­σης ὅ­λη ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἐν­δι­α­φέ­ρε­ται γιά τά προ­βλή­μα­τα πού ἀ­πα­σχο­λοῦν τήν εὐ­ρύ­τε­ρη κοι­νω­νί­α.­.­.. Μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α τά ἀν­θρω­πο­λο­γι­κά θέ­μα­τα συν­δέ­ον­ται μέ τά κοι­νω­νι­κά καί παγ­κό­σμια. Ἡ ἀ­το­μο­κρα­τί­α συ­νι­στᾶ ψυ­χι­κή καί πνευ­μα­τι­κή ἀ­σθέ­νεια». (Μη­τρ. Ναυπ., Ἐ­νια­ύσιον 1988, σελ. 49-50).
Στούς ἀν­τί­πο­δες, ὅ­μως, τοῦ ἐ­φη­συ­χα­σμοῦ καί τῆς ἀ­δρά­νειας σέ ἀ­πο­φα­σι­στι­κά ζη­τή­μα­τα πα­ρα­τη­ρεῖ­ται μί­α ὑ­περ­κι­νη­τι­κό­τη­τα καί μί­α πλού­σια δρα­στη­ρι­ό­τη­τα στόν οἰ­κο­νο­μι­κό το­μέ­α. Ἀ­να­πτυ­ξια­κές ἑ­ται­ρεῖ­ες, μή κυ­βερ­νη­τι­κές ὀρ­γα­νώ­σεις (ΜΚΟ), κοι­νο­τι­κά προ­γράμ­μα­τα, με­λέ­τες, ἐ­πι­χο­ρη­γή­σεις, ἐ­πεν­δύ­σεις, με­το­χές, χρη­μα­τι­στή­ρια, συ­ναλ­λα­γές ἔ­χουν με­τα­τρέ­ψει, σέ ἕ­να με­γά­λο πο­σο­στό, τήν Ἐκ­κλη­σί­α μας, τίς ἐ­νο­ρί­ες μας, τά μο­να­στή­ρια μας ἀ­πό νο­σο­κο­μεῖ­α καί ἰ­α­τρεῖ­α ψυ­χῶν σέ οἰ­κο­νο­μο­τε­χνι­κούς ὀρ­γα­νι­σμούς καί σέ ὑ­πη­ρε­σί­ες δι­εκ­πε­ραι­ώ­σε­ως κυ­ρί­ως οἰ­κο­νο­μι­κῶν καί λο­γι­στι­κῶν ὑ­πο­θέ­σε­ων.
Ἡ κραυ­γή ἀ­γω­νί­ας τοῦ ἐγ­κα­τα­λε­λειμ­μέ­νου καί ἀ­πο­προ­σα­να­το­λι­σμέ­νου λα­οῦ πού σχοι­νο­βα­τεῖ, ἡ κραυ­γή τῆς ἱ­στο­ρί­ας πού πα­ρα­χα­ράσ­σε­ται, τῆς πί­στε­ως καί τῶν ἰ­δα­νι­κῶν πού δι­α­κυ­βεύ­ον­ται, τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας καί τῶν ἀρ­χῶν πού βι­ά­ζον­ται, αὐ­τή ἡ κραυ­γή, τα­πει­νά φρο­νοῦ­με, πώς θά πρέ­πει νά φθά­νει στ’ αὐ­τιά τῶν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν μας ἐκ­προ­σώ­πων, τῶν ποιμένων καί πατέρων μας.
Ἡ κα­θο­λι­κή ἀ­πα­ξί­ω­ση καί ὁ μη­δε­νι­σμός τῶν πα­ρα­δό­σε­ων, ἡ ἀ­πο­κα­θή­λω­ση τῶν ἱ­ε­ρῶν συμ­βό­λων, ἡ ἀ­πο­χρι­στι­α­νο­ποί­η­ση τοῦ κρά­τους καί τῆς κοι­νω­νί­ας μας, ὁ εὐ­νου­χι­σμός τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς μας κρί­σε­ως καί συ­νει­δή­σε­ως, ἡ νό­θευ­ση τῆς γλώσ­σας καί τῆς παι­δεί­ας μας, ἡ ἐ­πι­χεί­ρη­ση τῆς ἐ­θνι­κῆς καί ἐ­θνο­λο­γι­κῆς μας με­ταλ­λά­ξε­ως, ἡ ἀ­πει­λή τῆς πο­λυ­πο­λι­τι­σμι­κό­τη­τος καί τοῦ συγ­κρη­τι­σμοῦ εἶ­ναι κα­τα­στά­σεις πού δη­μι­ουρ­γοῦν πό­νο καί ἀ­γω­νί­α στό ὀρ­θό­δο­ξο πλή­ρω­μα, τό ὁ­ποῖ­ο προ­σβλέ­πει στήν ἀ­νά­λη­ψη πρω­το­βου­λι­ῶν ἐκ μέ­ρους τῆς ἐ­πί­ση­μης Ἐκ­κλη­σί­ας γιά τήν σθε­να­ρή ἀν­τι­με­τώ­πι­σή τους.
Πα­ρ’ ὅ­λα αὐ­τά τά ἐ­πώ­δυ­να καί δυ­σοί­ω­να, με­γά­λη με­ρί­δα τοῦ πι­στοῦ λα­οῦ τοῦ Θε­οῦ ἀ­πο­δει­κνύ­ει πώς δι­α­τη­ρεῖ ἀ­κό­μη σέ ἐ­γρή­γορ­ση τά ἑλ­λη­νορ­θό­δο­ξα ἀν­τα­να­κλα­στι­κά του. Ἀ­γρυ­πνεῖ, προ­βλη­μα­τί­ζε­ται, ἐ­νη­με­ρώ­νε­ται, δρα­στη­ρι­ο­ποι­εῖ­ται αὐ­το­συν­τη­ρού­με­νος καί αὐ­τε­νερ­γών­τας, ἐκ­φρα­ζό­με­νος ἀ­πο­φα­σι­στι­κά καί δυ­να­μι­κά, λοι­δω­ρού­με­νος καί ἐ­πι­κρι­νό­με­νος πολ­λές φο­ρές ἀ­κό­μη καί ἀ­πό ἐκεῖ πού δέν θά ἀναμενόταν.
Λοι­δω­ρεῖ­ται καί ἐ­πι­κρί­νε­ται ὁ λα­ός τοῦ Θε­οῦ ὅ­ταν ἀ­γω­νιᾶ καί δρα­στη­ρι­ο­ποι­εῖ­ται γιά τήν δι­α­φύ­λα­ξη τῆς ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ώς του, ὅ­ταν ἀν­τι­δρᾶ στά σύγ­χρο­να οἰ­κου­με­νι­στι­κά ἀ­νοίγ­μα­τα, στήν με­τα­πα­τε­ρι­κή θε­ο­λο­γί­α, στήν με­τά­φρα­ση τῶν λει­τουρ­γι­κῶν κει­μέ­νων καί τήν ἀλ­λοί­ω­ση καί ἐκ­κο­σμί­κευ­ση τῆς λα­τρευ­τι­κῆς ζω­ῆς καί εὐ­σέ­βειας, ὅ­ταν ἀν­τι­στέ­κε­ται στά σχέ­δια καί τίς ἐ­πι­τα­γές τῆς Νέ­ας Τά­ξε­ως Πραγ­μά­των καί ἀρ­νεῖ­ται τήν πο­δη­γέ­τη­σή του σέ ἠ­λε­κτρο­νι­κά συ­στή­μα­τα ἐ­λέγ­χου μέ­σω ἠ­λε­κτρο­νι­κῶν καρ­τῶν καί ταυ­το­τή­των, πού ὁ­δη­γοῦν στήν σύγ­χρο­νη ἠ­λε­κτρο­νι­κή φυ­λα­κή (κάρ­τα τοῦ πο­λί­τη, φο­ρο­κάρ­τα κ.λπ.­).
Εἶ­ναι, βε­βαί­ως, πο­λύ εὐ­χά­ρι­στο καί πα­ρή­γο­ρο τό γε­γο­νός πού ἀ­να­παύ­ει τήν ψυ­χή μας, ὅ­τι τό τε­λευ­ταῖ­ο δι­ά­στη­μα ὅ­λο καί πε­ρισ­σό­τε­ροι Μη­τρο­πο­λί­τες, με­τα­ξύ τῶν ὁ­ποί­ων καί Ἐ­σεῖς Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε, τάσ­σον­ται κα­τά τοῦ ἠ­λε­κτρο­νι­κοῦ φα­κελ­λώ­μα­τος καί τῆς κάρ­τας τοῦ πο­λί­τη καί δη­λώ­νουν πώς δέν θά τήν πα­ρα­λά­βουν. Ἀ­να­μέ­νου­με μέ λα­χτά­ρα καί ἀ­γω­νί­α καί τήν ἐ­πί­ση­μη συ­νο­δι­κή ἀ­πό φα­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, ἡ ὁ­ποί­α ἐλ­πί­ζου­με νά λη­φθεῖ ἐγ­καί­ρως, ὥ­στε νά μπο­ρέ­σει νά δρά­σει οὐ­σι­α­στι­κά καί ἀ­πο­τρε­πτι­κά στούς ἀ­πα­ρά­δε­κτους καί ἀ­δι­α­φα­νεῖς κυ­βερ­νη­τι­κούς σχε­δια­σμούς καί ἐ­πι­λο­γές.
Λοι­δω­ρεῖ­ται ὁ πι­στός λα­ός τοῦ Θε­οῦ, χα­ρα­κτη­ρι­ζό­με­νος καί στιγ­μα­τι­ζό­με­νος γιά ἄ­κρα­το ζη­λω­τι­σμό καί φον­τα­μεν­τα­λι­σμό καί ἐ­πι­κρί­νε­ται γιά ἀ­νυ­πα­κο­ή πρός τήν Ἐκ­κλη­σί­α, ὅ­ταν με­μο­νω­μέ­νοι Ἀρ­χι­ε­ρεῖς, ὑ­πό τό πρό­σχη­μα τῆς πνευ­μα­τι­κῆς κυ­ρι­αρ­χί­ας στά ὅ­ρια τῆς ἐ­πι­σκο­πῆς τους, χα­ράσ­σουν ἀ­το­μι­κή ποι­μαν­τι­κή τα­κτι­κή, ἀν­τί­θε­τα πρός τίς ἀ­πο­φά­σεις τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά πα­ρα­δείγ­μα­τα ἡ ἀ­νά­γνω­ση λει­τουρ­γι­κῶν εὐ­χῶν καί κει­μέ­νων στήν δη­μο­τι­κή, οἱ ἀν­τορ­θό­δο­ξες θε­ω­ρί­ες πε­ρί με­τα­πα­τε­ρι­κῆς καί συ­να­φεια­κῆς θε­ο­λο­γί­ας, ἡ τε­χνη­τή ἀ­νά­δει­ξη τοῦ ζη­τή­μα­τος τῆς ἱ­ε­ρω­σύ­νης τῶν γυ­ναι­κῶν, τῆς ἀ­να­γνω­ρί­σε­ως τῶν ἑ­τε­ρο­δό­ξων –ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κῶν καί προ­τε­σταν­τι­κῶν πα­ρα­φυά­δων– ὡς Ἐκ­κλη­σι­ῶν καί τῆς συμ­με­το­χῆς ἐκ­προ­σώ­πων τους στήν λα­τρευ­τι­κή ζω­ή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας καί πολ­λά ἄλ­λα πού πραγ­μα­το­ποι­οῦν­ται καί προ­βάλ­λον­ται ἀ­πό δι­ά­φο­ρους ἐκ­κλη­σι­α­στι­κούς φο­ρεῖς καί πρό­σω­πα καί κυ­ρί­ως ἀ­πό τήν Ἀ­κα­δη­μί­α Θε­ο­λο­γι­κῶν Σπου­δῶν τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μη­τρο­πό­λε­ως Δη­μη­τριά­δος, ἀν­τί­θε­τα πρός τήν ὀρ­θό­δο­ξη δι­δα­σκα­λί­α καί ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή συ­νεί­δη­ση. Σέ ὅ­λα αὐ­τά ἀ­σκή­θη­κε σφο­δρή κρι­τι­κή ἀ­πό Μη­τρο­πο­λί­τες, ἱ­ε­ρεῖς, μο­να­χούς, θε­ο­λό­γους καί ἁ­πλούς πι­στούς. Δυ­στυ­χῶς, ὅ­μως, οἱ ἀν­τορ­θό­δο­ξες αὐ­τές θἐ­σεις δέν κα­τα­δι­κά­σθη­καν ἐ­πι­σή­μως καί συ­νο­δι­κῶς καί κα­τά συ­νέ­πεια συ­νε­χί­ζουν νά προ­βά­λλον­ται καί νά προ­κα­λοῦν σύγ­χυ­ση στό πλή­ρω­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.
Ἡ σύγ­χρο­νη ἐ­πί­ση­μη ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἐ­ξαν­τλεῖ­ται σέ κοι­νω­νι­κή προ­σφο­ρά, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι, βε­βαί­ως, πο­λύ ση­μαν­τι­κή καί ἀ­πα­ραί­τη­τη στίς δύ­σκο­λες ἡ­μέ­ρες πού δι­ερ­χό­μα­στε. Ἐ­ξαν­τλεῖ­ται σέ ἀ­δι­έ­ξο­δους καί ἀ­τε­λέ­σφο­ρους δι­α­λό­γους μέ ἑ­τε­ρο­δό­ξους, στόν συμ­φυρ­μό σέ ὀρ­γα­νι­σμούς καί Συμ­βού­λια (Π.Σ.Ε. δι­με­ρεῖς δι­ά­λο­γοι, δι­α­θρη­σκεια­κές συ­ναν­τή­σεις κ.λπ.­), σέ ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κές συ­ζη­τή­σεις θε­ω­ρη­τι­κοῦ ἐ­πι­πέ­δου ἀλ­λό­τριας καί ἀν­τορ­θο­δό­ξου πνευ­μα­τι­κό­τη­τος. Δη­μι­ουρ­γεῖ­ται ἔ­τσι μιά θε­ο­λο­γί­α τῶν τα­ξι­δί­ων καί τῶν συ­νε­δρί­ων, τῆς δι­α­νό­η­σης καί τοῦ στο­χα­σμοῦ, τοῦ κοι­νω­νι­κοῦ καί πο­λι­τι­στι­κοῦ προ­σα­να­το­λι­σμοῦ καί συγ­κρη­τι­σμοῦ.
Σεβασμιώτατε,
Ἔ­χον­τας καί προ­σω­πι­κή γνώ­ση, ἀ­πό τίς κα­τ’ ἰ­δί­αν συ­ζη­τή­σεις μας, τοῦ ὀρ­θο­δό­ξου φρο­νή­μα­τός Σας καί τῆς προ­ση­λώ­σε­ώς Σας στήν ἀ­κραιφ­νή ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή καί ἁ­γι­ο­πα­τε­ρι­κή πα­ρά­δο­ση τῆς πί­στε­ώς μας, κα­θώς καί τήν στα­θε­ρή ἀν­τί­θε­σή σας μέ ὅ­λα ὅ­σα ἀν­τορ­θό­δο­ξα καί ἀν­τι­πα­τε­ρι­κά λέ­γον­ται καί προ­βάλ­λον­ται, Σᾶς πα­ρα­κα­λοῦ­με τα­πει­νά καί καρ­δια­κά καί μέ ὅ­λο τόν σε­βα­σμό, τήν τι­μή καί τήν ἀ­γά­πη πού τρέ­φου­με πρός τό Σε­πτό Πρό­σω­πό Σας, νά συμ­βά­λε­τε, στό μέ­τρο τῶν δυ­να­το­τή­των Σας, μέ τόν προ­φο­ρι­κό καί γρα­πτό Σας λό­γο καί τίς πα­ρεμ­βά­σεις Σας ἁρ­μο­δί­ως, ὥ­στε ὅ­λα αὐ­τά νά κα­τα­δι­κα­σθοῦν συ­νο­δι­κά καί νά πά­ψουν νά ἀ­πο­τε­λοῦν σκάν­δα­λο γιά τούς πι­στούς.
Ἡ ἐκδήλωση ὅλων αὐτῶν τῶν φαινομένων πού περιγράψαμε ὀφείλεται οὐ­σι­α­στι­κά στήν ἀ­πο­στα­σι­ο­ποί­η­ση καί τήν ἀ­πο­μά­κρυν­σή μας, λό­γῳ τῆς εὐ­μά­ρειας, τοῦ εὐ­δαι­μο­νι­σμοῦ καί τῆς ἐκ­κο­σμι­κεύ­σε­ως, ἀ­πό αὐ­τό πού εἶ­ναι στήν οὐ­σί­α της ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, δη­λα­δή, νο­σο­κο­μεῖ­ο ψυ­χῶν καί θε­ρα­πευ­τή­ριο πα­θῶν. «Ἡ ζω­ή στό Σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ (στήν Ἐκ­κλη­σί­α) –το­νί­ζει ὁ π. Γε­ώρ­γιος Με­ταλ­λη­νός– αὐ­τό τό νό­η­μα ἔ­χει. Αὐ­τός εἶ­ναι ὁ λό­γος ὑ­πάρ­ξε­ως τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.­.. Ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α δέν εἶ­ναι ζή­τη­ση εὐ­δαι­μο­νί­ας, ἀλ­λά θε­ρα­πεί­α ἀπό τήν ἀρ­ρώ­στια τῆς θρη­σκεί­ας. Ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α εἶναι ἕ­να ἀνοικτό νοσοκομεῖο μέσα στήν ἱστορία (“ἰατρεῖον πνευματικόν” κατά τόν Ἰ. Χρυσόστομο), πού προσφέρει τή θεραπεία τῆς καρδίας (κάθαρση) γιά νά προχωρήσει κανείς στόν “φωτισμό” τῆς ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τελικά νά φθάσει στή “θέωση”, τόν μοναδικό προορισμό τοῦ ἀνθρώπου». (Ὄψεις τῆς Ὀρθόδοξης Ταυτότητος).
Ὁ Σε­βα­σμι­ώ­τα­τος Μη­τρο­πο­λί­της Ναυ­πά­κτου κ. Ἱ­ε­ρό­θε­ος το­νί­ζει, ἐ­πί­σης, τόν θε­ρα­πευ­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας:
«Ὁ Χρι­στι­α­νι­σμός δέν εἶ­ναι οὔτε φι­λο­σο­φί­α οὔ­τε θρη­σκεί­α μέ τήν ἔν­νοι­α πού χα­ρα­κτη­ρί­ζουν τίς “φυ­σι­κές” θρη­σκεῖ­ες, ἀλ­λά εἶναι κυ­ρί­ως θε­ρα­πεί­α. Εἶναι θε­ρα­πεί­α τοῦ ἀν­θρώ­που ἀ­πό τά πά­θη του γιά νά φθά­ση στήν συ­νέ­χεια σέ κοι­νω­νί­α καί ἑ­νό­τη­τα μέ τόν Θε­ό». Καί συμ­πλη­ρώ­νει: «Ὅ­ταν μι­λᾶ­με γιά θε­ρα­πεί­α ἀ­πό ὀρ­θο­δό­ξου πλευ­ρᾶς, θε­ω­ροῦ­με ὅ­τι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι ἕ­να πνευ­μα­τι­κό θε­ρα­πευ­τή­ριο-νο­σο­κο­μεῖ­ο, ἡ ὁ­ποί­α μέ τά Μυ­στή­ρια καί τήν ἀ­σκη­τι­κή ζω­ή θε­ρα­πεύ­ει τόν ἄν­θρω­πο. Οἱ θε­ρα­πευ­τές-πνευ­μα­τι­κοί ἰα­τροί εἶ­ναι οἱ Κλη­ρι­κοί, κυ­ρί­ως ὅ­μως οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι. Ὅ­ποι­ος θέ­λει νά θε­ρα­πευ­θῆ πα­ρα­μέ­νει στήν Ἐκ­κλη­σί­α, δέ­χε­ται τήν πνευ­μα­τι­κή κα­θο­δή­γη­ση ἀ­πό τούς πνευ­μα­τι­κούς ἰα­τρούς, πού κά­νουν δι­ά­γνω­ση καί θε­ρα­πεί­α, καί συμ­με­τέ­χον­τας στά Μυ­στή­ρια ἀ­πο­κτᾶ σι­γά-σι­γά τήν πνευ­μα­τι­κή ὑ­γεί­α».
Ὁ σε­βα­στός Γέ­ρον­τας Μω­ϋ­σῆς Ἁ­γι­ο­ρεί­της μᾶς λέ­ει ὅ­τι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α «Εἶ­ναι πάν­τα ἕ­να ἀνοι­χτό φαρ­μα­κεῖ­ο καί θε­ρα­πευ­τή­ριο γιά τόν ἄν­θρω­πο πού τόν πε­ρι­μέ­νει γιά νά τόν σώ­σει ὡς μό­νη πη­γή ἁγια­σμοῦ καί σω­τη­ρί­ας».
Καί ὁ ἀ­εί­μνη­στος Κα­θη­γη­τής π. Ἰ­ω­άν­νης Ρω­μα­νί­δης ἔ­γρα­φε ὅ­τι σκο­πός τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι «νά θε­ρα­πεύ­η τούς ἀν­θρώ­πους ἀ­πό τήν κα­τά­στα­ση πού βρί­σκον­ται, νά τούς πε­ρά­ση ἀ­πό τήν κά­θαρ­ση στόν φω­τι­σμό». (Ἐμ­πει­ρι­κή Δογ­μα­τι­κή, τό­μος Β΄, σελ. 275). Γι’ αὐ­τό καί πα­ρο­μοιά­ζει τήν Ἐκ­κλη­σί­α μέ νο­σο­κο­μεῖ­ο «τό ὁ­ποῖ­ο θε­ρα­πεύ­ει τούς ἀρ­ρώ­στους. Ὁ­πό­τε ὁ ἀρ­χη­γός τοῦ νο­σο­κο­μεί­ου αὐ­τοῦ λέ­γε­ται Ἐ­πί­σκο­πος. Καί οἱ για­τροί λέ­γον­ται Πρε­σβύ­τε­ροι καί Δι­ά­κο­νοι. Οἱ δι­ά­κο­νοι καί Δι­α­κό­νισ­σες, ἄς ποῦ­με, εἶ­ναι οἱ νο­σο­κό­μες. Καί οἱ Πρε­σβύ­τε­ροι εἶ­ναι οἱ για­τροί. Καί ὁ Ἐ­πί­σκο­πος εἶ­ναι ὁ πρό­ε­δρος τοῦ Πρε­σβυ­τε­ρί­ου, δη­λα­δή τοῦ νο­σο­κο­μεί­ου, δη­λα­δή τῆς ἐ­νο­ρί­ας. Ὅ­πό­τε τό νο­σο­κο­μεί­ο εἶ­ναι ἡ ἐ­νο­ρί­α. Μέ­σα εἶ­ναι οἱ πρός θε­ρα­πεί­α καί οἱ θε­ρα­πευ­τές. Αὐ­τό εἶ­ναι τό νο­σο­κο­μεῖ­ο». (Ἐμ­πει­ρι­κή Δογ­μα­τι­κή, τό­μος Β΄, σελ. 273).
Θέ­λον­τας, ἐ­πί­σης, ὁ ἀ­εί­μνη­στος κλη­ρι­κός καί πα­νε­πι­στη­μια­κός δι­δά­σκα­λος νά ἀν­τι­πα­ρα­βά­λει τόν χρι­στι­α­νι­σμό μέ τίς θρη­σκεῖ­ες, τά φι­λο­σο­φι­κά καί κοι­νω­νι­κά συ­στή­μα­τα, πού ἁ­πλά προ­τεί­νουν κά­ποι­ες γε­νι­κές ἀρ­χές καί ἀ­ξί­ες, χω­ρίς, ὅ­μως νά ἔ­χουν τήν δυ­να­τό­τη­τα νά θε­ρα­πεύ­σουν καί νά με­τα­μορ­φώ­σουν τόν ἴ­διο τόν ἄν­θρω­πο ἔ­λε­γε χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: «Ἄν ἐμ­φα­νι­ζό­ταν ὁ Χρι­στι­α­νι­σμός στήν ἐ­πο­χή μας, δέν θά τόν κα­τα­λα­βαί­να­με οὔ­τε σάν θρη­σκεί­α, οὔ­τε σάν κοι­νω­νι­κή ὀρ­γά­νω­ση, οὔ­τε σάν φι­λο­σο­φι­κό ἤ ἠ­θι­κό σύ­στη­μα, ἀλ­λά ὡς πνευ­μα­τι­κό νο­σο­κο­μεῖ­ο καί ὡς μιά ψυ­χο­θε­ρα­πεί­α πού θε­ρα­πεύ­ει τόν ἄν­θρω­πο. Καί οἱ Κλη­ρι­κοί εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κά θε­ρα­πευ­τές. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α δέν εἶ­ναι ἕ­να πρα­κτο­ρεῖ­ο πού κό­βει εἰ­σι­τή­ρια γιά τόν Πα­ρά­δει­σο, ἀλ­λά εἶ­ναι νο­σο­κο­μεῖ­ο πού θε­ρα­πεύ­ει τόν ἄν­θρω­πο, ὥ­στε, ὅ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος δῆ τόν Θε­ό, τό­τε ὁ Θε­ός νά γί­νη Πα­ρά­δει­σος γι’ αὐ­τόν. Οἱ ἅ­γιοι εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νοι, οἱ ὁ­ποί­οι θε­ρα­πεύ­θη­καν καί γι’ αὐ­τό βί­ω­σαν τό ἔ­λε­ος καί τήν ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ. Θε­ρα­πεύ­θη­κε ἡ ψυ­χή τους καί τό σῶ­μα τους, γι’ αὐ­τό καί τά σώ­μα­τα ἔ­γι­ναν ἱ­ε­ρά λεί­ψα­να, πού ἔ­χουν μέ­σα τους τήν Χά­ρη τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος». (Μη­τρ. Ναυπ. Ἱ­ε­ρο­θέ­ου, Λό­γοι καί δι­ά­λο­γοι, σελ. 364)
Ἡ Ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α, λοι­πόν, εἶ­ναι κα­τά κύ­ριο λό­γο νο­σο­κο­μεῖ­ο ψυ­χῶν καί θε­ρα­πευ­τή­ριο πα­θῶν. Εἶ­ναι ἡ μό­νη πού μπο­ρεῖ νά προ­σφέ­ρει, διά τοῦ Μυ­στη­ρί­ου τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Ἐ­ξο­μο­λο­γή­σε­ως, τήν ἄ­φε­ση τῶν ὅ­ποι­ων καί ὅ­σων ἁ­μαρ­τι­ῶν μας· πού ἔ­χει τήν δύ­να­μη νά παίρ­νει συν­τρίμ­μα­τα ψυ­χῶν καί νά ἀ­να­δει­κνύ­ει ἀν­θρώ­πι­να πρό­τυ­πα, ἁ­γί­ους, μάρ­τυ­ρες καί ὁ­μο­λο­γη­τές! Κι αὐ­τό για­τί κα­τά τόν Ἅ­γιο Ἰ­ω­άν­νη τόν Χρυ­σό­στο­μο «ἡ με­τά­νοι­α δέν ἀ­πορ­ρί­πτει τόν πόρ­νο καί τόν μοι­χό, δέν ἀ­πο­στρέ­φε­ται τόν μέ­θυ­σο καί τόν εἰ­δω­λο­λά­τρη, δέν ἀ­πο­μα­κρύ­νει τόν κα­τά­λα­λο καί τόν βλά­σφη­μο, οὔ­τε τόν ὑ­πε­ρή­φα­νο, ἀλ­λά ὅ­λους τούς με­τα­βάλ­λει». (Ἅγ. Ἰ­ω. Χρυ­σό­στο­μος).
Ἡ Ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι ἡ Κιβωτός τῆς σω­τη­ρί­ας μας!
Ἀ­γνο­ών­τας καί λη­σμο­νών­τας τήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἀ­γνο­οῦ­με καί λη­σμο­νοῦ­με τόν ἴ­διο τό Χρι­στό, ἀ­φοῦ Αὐ­τός εἶ­ναι ἡ κε­φα­λή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, Αὐ­τός ἐ­νερ­γεῖ μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α, Αὐ­τός σώ­ζει καί ἁ­γιά­ζει διά τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.
Κι ἐ­νῶ ὁ Κύ­ριός μας καί Θε­ός μας Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, πού τα­πει­νώ­θη­κε, σαρ­κώ­θη­κε, σταυ­ρώ­θη­κε, ἀ­να­στή­θη­κε καί ἀ­να­λή­φθη­κε γιά νά θε­ώ­σει τήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση μας, εἶ­ναι τό κέν­τρο τοῦ Οὐ­ρα­νοῦ καί τῆς γῆς, τό κέν­τρο τῆς Ἱ­στο­ρί­ας καί τῆς Πί­στε­ώς μας, τό κέν­τρο τῶν Θεί­ων Γρα­φῶν καί τῆς Θεί­ας Λα­τρεί­ας, δυ­στυ­χῶς, στήν κα­θη­με­ρι­νή μας πρα­κτι­κή, δέν ἀ­πο­τε­λεῖ τό κέν­τρο τῆς ψυ­χῆς μας, τῆς δι­α­νοί­ας μας, τῆς καρ­διᾶς μας, τό κέν­τρο τοῦ εἶ­ναι μας. Δέν εἶ­ναι, στόν βαθ­μό πού θά ἔ­πρε­πε, ὁ σκο­πός τῆς ζω­ῆς μας, τό ἀ­γαλ­λί­α­μά μας, ὁ πό­θος μας καί ἡ λα­χτά­ρα μας. Κα­θη­με­ρι­νά ἐκ­θρο­νί­ζου­με στήν πρά­ξη τόν Χρι­στό ἀ­πό τή ζω­ή μας, ἀ­πό τίς συ­να­να­στρο­φές μας, τίς συ­ζη­τή­σεις μας καί τίς ἀ­να­ζη­τή­σεις μας, ἀ­πό τή σκέ­ψη μας καί τή γλώσ­σα μας, ἀ­κό­μα κι ἀ­π’ τήν προ­σευ­χή μας. Ἡ πρώ­τη ἐν­το­λή Του, τό «ἀ­γα­πή­σεις Κύ­ριον τὸν Θε­όν σου ἐξ ὅ­λης τῆς ψυ­χῆς σου καὶ ἐξ ὅ­λης τῆς καρ­δί­ας σου καί ἐξ ὅ­λης τῆς δι­α­νοί­ας σου» (Μάρκ. ιβ΄, 30) δέν ἀ­πο­τε­λεῖ τήν κύ­ρια μέ­ρι­μνά μας, τήν πεμ­πτου­σί­α τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ μας ἀ­γῶ­να.
Ἀλ­λά, πα­ρά τή δι­κή μας ἀ­μέ­λεια, τή ρα­θυ­μί­α, τή χλι­α­ρό­τη­τα καί τήν πε­ρί τά πνευ­μα­τι­κά νω­θρό­τη­τά μας, ὁ ἐ­ρά­σμιος Νυμ­φί­ος τῶν ψυ­χῶν μας, ὁ γλυ­κύ­τα­τος Ἰ­η­σοῦς μας, δέν παύ­ει νά κρού­ει τή θύ­ρα τῆς ψυ­χῆς μας καί νά μᾶς ἀ­πευ­θύ­νει στορ­γι­κά, ἐ­πί­μο­να, ἀλ­λά καί δι­α­κρι­τι­κά τόν πα­ρή­γο­ρο λό­γο Του.

­γα­πη­τοί ἀ­δελ­φοί,
­δι­κοῦ­με πραγ­μα­τι­κά τούς ἴ­διους τούς ἑ­αυ­τούς μας ὅ­ταν ἀ­γνο­οῦ­με καί ἀρ­νού­μα­στε τήν μη­τρι­κή ἀγ­κα­λιά τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἤ με­τέ­χου­με σέ Αὐ­τή μέ ἕ­να ἀλ­λο­τρι­ω­μέ­νο τρό­πο, χω­ρίς οὐ­σι­α­στι­κό βί­ω­μα, χω­ρίς συνειδητή συμ­με­το­χή στά Ἱ­ε­ρά Μυ­στή­ριά Της, χω­ρίς ἀ­πο­δο­χή καί τή­ρη­ση τῶν ἐν­το­λῶν τοῦ Θε­οῦ στήν ζω­ή μας. Ὅ­ταν με­τέ­χου­με σ’ Αὐ­τή ὄ­χι ὡς γνή­σια τέ­κνα Της, ἀλ­λά ὡς δοῦ­λοι καί μι­σθω­τοί.
Ἀ­δελ­φοί, «ἰ­δοὺ νῦν (τώ­ρα, σή­με­ρα, ὄ­χι αὔ­ριο) και­ρὸς εὐ­πρόσ­δε­κτος, ἰ­δοὺ νῦν (τώ­ρα, σή­με­ρα, ὄ­χι αὔ­ριο) ἡ­μέ­ρα σω­τη­ρί­ας» (Β΄ Κο­ριν. στ΄, 2). Τώ­ρα, σ’ αὐ­τή τή ζω­ή ὑ­πάρ­χει τό ἔ­λε­ος καί ἡ φι­λαν­θρω­πί­α τοῦ Θε­οῦ. Ὁ θά­να­τος κα­ρα­δο­κεῖ ἀ­νά πᾶ­σα στιγ­μή, ἡ αὐ­λαί­α πέ­φτει ὁ­σο­νού­πω, ἡ Κρί­σις χω­ρίς ἔ­λε­ος, ἀ­κρι­βο­δί­και­η καί ἀ­δέ­κα­στη. Πο­λύ σο­φά ἡ Ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α μᾶς δι­δά­σκει τή με­γά­λη αὐ­τή ἀ­λή­θεια μέ τούς συμ­βο­λι­σμούς μέ­σα στόν Ἱ­ε­ρό Να­ό. Σέ ὅ­λες τίς εἰ­κό­νες τοῦ Τέμ­πλου, δε­ξιά καί ἀ­ρι­στε­ρά τῆς Ὡ­ραί­ας Πύ­λης καί ἐμ­πρός στήν Ὡ­ραί­α Πύ­λη, οἱ ἀ­ναμ­μέ­νες καν­δῆ­λες συμ­βο­λί­ζουν τό θεῖ­ο ἔ­λε­ος, πού δί­νε­ται πλου­σι­ο­πά­ρο­χα σέ ὅ­σους προ­σέρ­χον­ται ἐν με­τα­νοί­ᾳ ἐ­κεῖ, ἔμ­προ­σθεν τῆς Ἁ­γί­ας Τρα­πέ­ζης, γιά τήν Με­τά­λη­ψη τῶν Ἀ­χράν­των Μυ­στη­ρί­ων, «εἰς ἄ­φε­σιν ἁ­μαρ­τι­ῶν καὶ εἰς ζω­ὴν αἰ­ώ­νιον». Ἐ­νῶ στόν ἐ­πι­σκο­πι­κό θρό­νο μέ τήν εἰ­κό­να τοῦ Με­γά­λου Ἀρ­χι­ε­ρέ­ως Χρι­στοῦ, πού συμ­βο­λί­ζει τό βῆ­μα τοῦ Κρι­τοῦ, δέν ὑ­πάρ­χει καν­δή­λα, δι­ό­τι ἀ­κρι­βῶς ἡ Κρί­ση τό­τε θά εἶ­ναι ἀ­νέ­λε­ος.
Εἶ­ναι φο­βε­ρή ἡ ὥ­ρα τῆς Κρί­σε­ως καί ἡ κό­λα­ση, ἡ με­γα­λύ­τε­ρη συμ­φο­ρά, τό φο­βε­ρώ­τε­ρο κα­κό. Τά δει­νά τῆς κο­λά­σε­ως, ἡ αἰ­ώ­νια, δη­λα­δή, στέ­ρη­ση τῆς κοι­νω­νί­ας τοῦ Θε­οῦ, δέν ἔ­χουν καμ­μί­α σύγ­κρι­ση μέ τίς συμ­φο­ρές τῆς πα­ρού­σης ζω­ῆς. Ἄς εὐ­χό­μα­στε κα­νείς ἄν­θρω­πος στόν κό­σμο νά μήν δο­κι­μά­σει τήν ἄ­φα­τη ὀ­δύ­νη της. Ἄς μή παί­ζου­με «ἐν οὐ παι­κτοῖς». Τό δι­α­κυ­βευ­ό­με­νο εἶ­ναι ἡ ἀ­θά­να­τη ψυ­χή μας καί τό αἰ­ώ­νιο μέλ­λον μας.

Εὐ­χη­θεῖ­τε, Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε,
Μέ ἀ­φορ­μή τήν πα­ρού­σα ση­μαν­τι­κή εὐ­και­ρί­α τῆς Ἁ­γί­ας καί Με­γά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς, πού μᾶς προ­σφέ­ρει ἡ Ἁ­γί­α Μας Ἐκ­κλη­σί­α, τῆς ὁ­ποί­ας ἑ­ορ­τά­ζου­με τήν δό­ξα πα­νη­γυ­ρι­κά σή­με­ρα μέ τήν ὀρ­θή τι­μή καί προ­σκύ­νη­ση τῶν ἁ­γί­ων εἰ­κό­νων, νά προ­στρέ­ξου­με στα­θε­ρά, ἐ­πί­μο­να καί ἐ­πι­με­λη­μέ­να στήν ἀγ­κα­λιά τῆς σο­φῆς καί στορ­γι­κῆς μας Μη­τέ­ρας, τῆς Ἁ­γί­ας μας Ἐκ­κλη­σί­ας καί νά πα­ρα­μεί­νου­με ἐ­κεῖ εὐ­χα­ρι­στοῦν­τες, ὑ­μνο­λο­γοῦν­τες καί δο­ξο­λο­γοῦν­τες τόν Κύ­ριό μας Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό γιά τίς ἄ­πει­ρες εὐ­ερ­γε­σί­ες Του καί γιά τήν ὑ­ψί­στη δω­ρε­ά τῆς Ἐ­που­ρα­νί­ου Βα­σι­λεί­ας Του, τήν ὁ­ποί­α, διά τῶν θε­ο­πει­θῶν εὐ­χῶν Σας, νά ἀ­ξι­ω­θοῦ­με νά ἀ­πο­λαύ­σου­με. Ἀ­μήν.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις