Ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, θεραπευτήριο ψυχῶν
«Καί αὐτόν ἔδωκε κεφαλήν ὑπέρ πάντα τῇ ἐκκλησίᾳ, ἥτις ἐστί τό σῶμα αὐτοῦ, τό πλήρωμα τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου»
(Ἐφ. 1, 23)
Ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, θεραπευτήριο ψυχῶν
Ὁμιλία τοῦ
Προηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Μεγάλου Μετεώρου
Ἀρχιμ. Ἀθανασίου Ἀναστασίου
Ἱερός Ναός Ἁγίου Νικολάου Λαρίσης, Κατανυκτικός Ἑσπερινός
Α΄ Κυριακῆς Νηστειῶν
Α΄ Κυριακῆς Νηστειῶν
Κυριακή 13 Μαρτίου 2011
Σεβασμιώτατε,
Πρίν ἀρχίσουμε τήν ὁμιλία μας, ἐπιτρέψατέ μας νά Σᾶς ἐκφράσουμε τίς ἀπό καρδίας εὐχαριστίες μας γιά τά εὐγενικά Σας λόγια καί γιά τήν πλούσια πατρική Σας ἀγάπη πρός τό πρόσωπό μας, πού ἐκδηλώνεται ποικιλοτρόπως ἐπί πολλά ἔτη, καθώς καί γιά τήν ἰδιαίτερα τιμητική Σας πρόσκληση νά μιλήσουμε ἐνώπιον Ὑμῶν καί τῶν φιλοθέων καί φιλακολούθων πιστῶν κατά τόν Κατανυκτικό Ἑσπερινό τῆς σημερινῆς Α΄ Κυριακῆς τῶν Νηστειῶν· στήν λαμπρή αὐτή ἑορτή πού τιμοῦμε τήν νίκη τῆς Ἁγίας μας Ὀρθοδοξίας ἐπί τῶν αἱρέσεων μέ τήν ἀναστήλωση τῶν ἁγίων εἰκόνων καί τήν ὀρθή τιμή καί προσκύνησή τους. Μία νίκη πού ἐπιτεύχθηκε μετά ἀπό σκληρές δοκιμασίες καί τό μαρτύριο χιλιάδων ὁμολογητῶν στό Ἑλληνικό Βυζάντιο, πατριαρχῶν, ἐπισκόπων, κληρικῶν, μοναχῶν καί ἁπλῶν πιστῶν, πού θυσίασαν ἀξιώματα, θέσεις, περιουσία καί αὐτή τήν ζωή τους.
Τό θέμα, πού θά ἀναπτύξουμε, δι’ εὐχῶν Σας Σεβασμιώτατε, εἶναι: Ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ὡς θεραπευτήριο ψυχῶν.
Ἡ εἴσοδός μας στήν Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή καί ἡ λαμπρή ἀποψινή ἑορτή μᾶς γεμίζουν μέ μιά πηγαία δοξολογία, εὐχαριστία καί εὐγνωμοσύνη πρός τόν Παντευεργέτη Τριαδικό Θεό μας, πού μέσα στό ἄπειρο ἔλεός Του καί τήν ἀνεξιχνίαστη φιλανθρωπία Του καί στοργή Του, βρίσκεται πάντα παρών μέσα στήν κιβωτό τῆς σωτηρίας μας, τήν Ἁγία μας Ἐκκλησία.
Ἡ ἀπόπειρα νά δοθεῖ ἕνας πλήρης ὁρισμός γιά τήν Ἐκκλησία δέν στάθηκε ποτέ ἐπιτυχής, καθώς ἡ Ἐκκλησία εἶναι «μυστήριον μέγα» καί δέν κατανοεῖται οὔτε ἑρμηνεύεται μέσα στά πεπερασμένα ὅρια τῆς ἀνθρώπινης σκέψεως καί λογικῆς.
Ἐκκλησία εἶναι τό πραγματικό καί ζωντανό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί τῶν πιστῶν μέ κεφαλή τόν ἴδιο τόν Κύριό μας.
«Καί αὐτόν ἔδωκε κεφαλήν ὑπέρ πάντα τῇ ἐκκλησίᾳ, ἥτις ἐστί τό σῶμα αὐτοῦ, τό πλήρωμα τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου» (Ἐφ. 1, 23), μᾶς λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Καί ὁ ἀείμνηστος Καθηγητής μας π. Ἰωάννης Ρωμανίδης μᾶς ἐξηγεῖ ὅτι «Ἐκκλησία εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖον ἀποτελεῖται ἀπό ὅλους τούς εἰς Χριστόν πιστούς, τούς μετέχοντας εἰς τήν πρώτην ἀνάστασιν καί τούς ἔχοντας τόν ἀρραβώνα τοῦ Πνεύματος ἤ καί προγευομένους τήν θέωσιν». (παραπομπή).
Μέσα στήν Ἐκκλησία ἀγωνιζόμαστε, ἁγιαζόμαστε καί προγευόμαστε τή μέλλουσα εὐφροσύνη τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν καί μέσα σέ αὐτή, τελικά, σωζόμαστε καί γευόμαστε ὀντολογικά τήν ἄκτιστη Χάρη καί τήν ἄκτιστη δόξα τοῦ Χριστοῦ μας.
«Μπαίνοντας στήν ἄκτιστη Ἐκκλησία, -ἔλεγε ὁ μακαριστός Γέροντας Πορφύριος- ἐρχόμαστε στόν Χριστό, μπαίνουμε στό ἄκτιστον. Καλούμαστε, δηλαδή,... κι ἐμεῖς οἱ πιστοί νά γίνομε ἄκτιστοι κατά χάριν, νά γίνομε μέτοχοι τῶν θείων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, νά μποῦμε μέσα στό μυστήριο τῆς θεότητος, νά ξεπεράσομε τό κοσμικό μας φρόνημα, νά ἀποθάνομε κατά “τόν παλαιόν ἄνθρωπον” καί νά γίνομε ἔνθεοι. Ὅταν ζοῦμε στήν Ἐκκλησία, ζοῦμε τόν Χριστό».
Ἡ χριστοκεντρικότητα εἶναι τό κύριο χαρακτηριστικό στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας. «Μιλώντας γιά Ἐκκλησία οἱ Ὀρθόδοξοι, παρατηρεῖ ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνός, ἐννοοῦμε πρωταρχικά καί κύρια τόν Χριστό, μέσα στόν Ὁποῖο τελεσιουργεῖται πνευματικά ἡ ἕνωσή μας. Ἡ σύνδεση δέ Χριστοῦ καί Ἐκκλησίας πού εἶναι ἡ βάση τῆς σταυρικῆς θεοκοινωνίας, δέν εἶναι εἰκονική, ἀλλά πραγματική».
Ὁ Χριστός εἶναι ἡ κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι τό κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, εἶναι τό κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς λατρείας, εἶναι τό κέντρο καί ἡ πηγή τῆς σωτηρίας μας. Ζώντας μέσα στήν Ἐκκλησία ζοῦμε τόν ἴδιο τόν Χριστό.
Ὁ ἁγιασμένος Γέροντας Πορφύριος τόνιζε, ἐπίσης, πώς «Κύριο μέλημά μας εἶναι νά ἀφοσιωθοῦμε στόν Χριστό, νά ἑνωθοῦμε μέ τήν Ἐκκλησία. Ἄν μποῦμε στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, μπαίνομε στήν Ἐκκλησία. Ἄν δέν μποῦμε στήν Ἐκκλησία, ἄν δέν γίνομε ἕνα μέ τήν ἐδῶ, τήν ἐπίγεια Ἐκκλησία, ὑπάρχει φόβος νά χάσομε καί τήν ἐπουράνια..... Ὅποιος ζεῖ τόν Χριστό, γίνεται ἕνα μαζί Του, μέ τήν Ἐκκλησία Του. Ζεῖ μιά τρέλλα! Ἡ ζωή αὐτή εἶναι διαφορετική ἀπ’ τή ζωή τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Εἶναι χαρά, εἶναι φῶς, εἶναι ἀγαλλίαση, εἶναι ἀνάταση. Αὐτή εἶναι ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ζωή τοῦ Εὐαγγελίου, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. «Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ἡμῶν ἐστίν». Ἔρχεται μέσα μας ὁ Χριστός κι ἐμεῖς εἴμαστε μέσα Του» (Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 205).
Ὁ ὅρος ἐκκλησία προέρχεται ἀπό τό ρῆμα ἐκκαλῶ, πού σημαίνει καλῶ σέ συγκέντρωση, σέ συνάθροιση. Ἐκκλησία εἶναι ἡ Σύναξη στό δεῖπνο τῆς Εὐχαριστίας ὅλων ὅσοι ἔχουν τήν ἴδια ὀρθή πίστη καί ἀποτελοῦν τά μέλη της. Οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων μᾶς πληροφοροῦν γιά τήν ἵδρυση καί τήν λειτουργία τῆς πρώτης Ἐκκλησίας καί τήν ζωή τῶν πρώτων χριστιανῶν: «Ἦσαν δέ προσκαρτεροῦντες τῇ διδαχῇ τῶν ἀποστόλων, καί τῇ κοινωνίᾳ, καί τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου, καί ταῖς προσευχαῖς». «Πάντες οἱ πιστεύοντες ἦσαν ἐπί τό αὐτό... καθ’ ἡμέραν προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδόν ἐν τῷ ἱερῷ, κλῶντες τε κατ’ οἶκον ἄρτον, μετελάμβανον τροφῆς ἐν ἀγαλλιάσει». (Πράξεις, 2, 44-46).
Πρωταρχική προϋπόθεση γιά τήν συμμετοχή στήν Ἐκκλησία εἶναι ἡ ὀρθή πίστη, ἡ ἀποδοχή τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ στήν ζωή μας καί ἡ προσπάθεια γιά τήν τήρησή τους. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης: «τό ἄθροισμα τῶν ἁγίων, τό ἐξ ὀρθῆς πίστεως καί πολιτείας ἀρίστης συγκεκροτημένον, καλεῖται Ἐκκλησία».
Γιά τόν λόγο αὐτό καί δέν νοεῖται Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, χωρίς πίστη στά ὀρθά δόγματα, ἀφοῦ ἡ ὀρθοπραξία προϋποθέτει τήν ὀρθοδοξία. Γι’ αὐτό καί ἡ κάθε λογῆς αἵρεση συνιστᾶ αὐτομάτως ἀποκοπή ἀπό τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό καί δέν ἀνήκουν στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, δέν ἀποτελοῦν Ἐκκλησία, οἱ παπικοί, οἱ προτεστάντες καί ὅλες οἱ χριστιανικές ὁμολογίες, οἱ ὁποῖες εἶναι αἱρετικές καί ἀποτελεῖ μέγα σφάλμα τό γεγονός ὅτι ἀποκαλοῦνται καί ἀναγνωρίζονται ὡς «Ἐκκλησίες» στά πλαίσια τῶν οἰκουμενικῶν διαλόγων ἀπό κάποιους Ὀρθοδόξους καί μάλιστα ὑψηλά ἱσταμένους στήν ἐκκλησιαστική ἱεραρχία.
Τό γεγονός πού συστήνει καί ἱδρύει τήν Ἐκκλησία εἶναι τό γεγονός τῆς Πεντηκοστῆς. Καί «ἄφνω ἐγένετο ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἦχος, ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας καί ἐπλήρωσεν ὅλον τόν οἶκον οὗ ἦσαν καθήμενοι» (Πραξ. 2, 1-2), μᾶς περιγράφουν οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων.
Τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι αὐτό πού «συγκροτεῖ τόν θεσμό τῆς Ἐκκλησίας». Εἶναι τό αἷμα τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, ὁ συνδετικός ἱστός πού ἑνώνει ὅλα τά μέλη Της μεταξύ τους καί μέ τήν κεφαλή Της, πού εἶναι ὁ Χριστός.
Ὅπως παρατηρεῖ ὁ πολυσέβαστος γέροντας Ἀρχιμ. Γεώργιος Καψάνης: «Ἡ Ἐκκλησία εἶναι πρό πάντων “κοινωνία Ἁγίων” πού πηγάζει ἀπό τήν κοινωνίαν τῶν τριῶν προσώπων τῆς Παναγίας Τριάδος. Ἡ ζωή καί ἡ ἑνότης τῶν τριῶν θείων προσώπων προσφέρεται εἰς τόν κόσμον διά τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νά δυνηθοῦν νά συμμετάσχουν εἰς αὐτήν» (σελ. 15).
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ζωντανή κοινωνία καί σχέση προσώπων, πού ἔχουν ὡς κοινό σκοπό τους τόν ἁγιασμό καί τήν θέωσή τους. Εἶναι κοινωνία πεπτωκότων καί ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων, πού ἀγωνίζονται νά ἀπεκδυθοῦν τόν παλαιό ἑαυτό τους καί νά καθαρθοῦν ἀπό τά πάθη τους. Εἶναι κοινωνία συντετριμμένων καί μετανοημένων ἀνθρώπων μέ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητός τους, πού προστρέχουν στήν χάρη καί τό ἔλεος τοῦ Κυρίου. Εἶναι κοινωνία πασχόντων καί ἀσθενούντων πού ὁδηγοῦνται στό πνευματικό θεραπευτήριο, τήν Ἐκκλησία, γιά τήν ἴαση τῶν παθῶν καί τῶν ψυχῶν τους. Εἶναι κοινωνία πονεμένων καί κατατρεγμένων, δοκιμαζομένων καί θλιβομένων πού καταφεύγουν στήν μάνα καί τροφό τους γιά θαλπωρή, παρηγορία, θεραπεία καί σωτηρία.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος περιγράφει τήν Ἐκκλησία ὡς Μάνα ὅλων τῶν χριστιανῶν: «Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ Μητέρα τῶν παιδιῶν της, πού δέχεται καί αὐτά καί ἀνοίγει καί τήν ἀγκαλιά της στούς ξένους». (Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Ἅγιον ἱερομάρτυρα Φωκᾶν 2, ΕΠΕ 37, 302-303, PG 50, 702). Καί ὁ Ἅγιος ἱερομάρτυς Κυπριανός μᾶς λέγει ὅτι «δέν μπορεῖ νά ἔχει κανείς τόν Θεό Πατέρα, ἐάν δέν ἔχει Μητέρα τήν Ἐκκλησία».
Ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία εἶναι ἡ καλή καί σοφή καί στοργική μας Μάνα. Ἡ γαλακτοτροφοῦσα, ἡ παιδαγωγοῦσα, ἡ εἰρηνεύουσα, ἡ ἀναπαύουσα, ἡ συμπάσχουσα, ἡ θεραπεύουσα, ἡ συγχωροῦσα, ἡ ἁγιάζουσα, ἡ οὐρανοδρομοῦσα. Μέσα σ’ αὐτήν ἀναγεννιόμαστε πνευματικά, στήν ἀγκαλιά της γαλουχούμαστε καί ἀνδρωνόμαστε καί ἐπιτυγχάνουμε τήν σωτηρία μας.
Ὁ Σεβαστός Γέροντας Μωϋσῆς Ἁγιορείτης παρατηρεῖ ὅτι «Ἡ Ἐκκλησία ξέρει μόνο νά ἀγαπᾶ. Δέν δυσκολεύεται καθόλου νά ὑποδεχθεῖ τό ἀπομακρυσμένο τέκνο της, ἄν θελήσει νά τήν πλησιάσει. Δέν τό μαλώνει, δέν τό ἐπιτιμᾶ, δέν τοῦ φωνάζει, δέν τό κάνει νά περιμένει, τό ἀγκαλιάζει ἀμέσως, τό καταφιλᾶ. Τέτοια Ἐκκλησία ἔχουμε, μάνα φιλόστοργη, καταδεκτική. Ἡ Ἐκκλησία κινεῖται στόν κόσμο ἀλλά δέν εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου».
«Ἐάν εἶσαι ἁμαρτωλός, ἔλα στήν Ἐκκλησία νά πεῖς τίς ἁμαρτίες σου. Κι ἄν εἶσαι δίκαιος, ἔλα γιά νά μήν χάσεις τήν ἀρετή σου. Γιατί ἡ Ἐκκλησία εἶναι λιμάνι καί γιά τούς δύο» (ἁγ. Ἰ. Χρυσοστόμου, Περί Μετανοίας Β΄ 1, ΕΠΕ 30, 113), μᾶς λέγει καί πάλι ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος καί χαρακτηρίζει τήν Ἐκκλησία λιμένα τῆς σωτηρίας καί κιβωτό ἀνώτερη ἀπό αὐτή τοῦ Νῶε: «Ἀλήθεια, ποιὸ λιμάνι μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μὲ τὸ λιμάνι τῆς ἐκκλησίας; Ποιὸς παράδεισος μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μὲ τὸν παράδεισο τῶν συγκεντρωμένων πιστῶν; Δὲν ὑπάρχει ἐδῶ φίδι ποὺ γυρεύει νὰ μᾶς βλάψει, μόνο ὁ Χριστὸς ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ μυστικά. Δὲν ὑπάρχει ἐδῶ Εὔα ποὺ μᾶς ἐξαπατᾶ καὶ μᾶς ρίχνει κάτω, μόνο ἠ ἐκκλησία πού μᾶς ἀνορθώνει. Δὲν ἔχει ἐδῶ φύλλα δέντρων, ἀλλὰ καρποὺς πνευματικούς. Δὲν ἔχει ἐδῶ φράχτη μὲ ἀγκάθια, παρὰ ἀμπέλι γεμάτο σταφύλια. Ἂν πάλι βρῶ κάποιο ἀγκάθι, τὸ μεταβάλλω σὲ ἐλιά...... Ἂν πάλι λύκο βρῶ, τὸν κάνω πρόβατο- ὄχι γιατί ἀλλάζω τὴ μορφή του, ἀλλὰ γιατί στρέφω ἀλλοῦ τὴν ἐπιθυμία του. Γι' αὐτὸ δὲν θὰ 'ταν λάθος ἂν θεωρούσαμε τήν ἐκκλησία πιό σπουδαία ἀπὸ τὴν κιβωτό. Γιατί ἡ κιβωτὸς δεχόταν βέβαια τὰ ζῶα καὶ τὰ διατηροῦσε ζῶα- ἠ εκκλησία ὅμως δέχεται τὰ ζῶα καὶ τὰ ἀλλάζει. Τί ἐννοῶ μ' αὐτό: Μπῆκε στὴν κιβωτὸ ἕνα γεράκι, βγῆκε πάλι γεράκι- μπῆκε ἕνας λύκος, βγῆκε πάλι λύκος. Ἐδῶ μπαίνει κανεὶς γεράκι καὶ βγαίνει περιστέρι- μπαίνει λύκος καὶ βγαίνει πρόβατο- μπαίνει φίδι καὶ βγαίνει ἀρνὶ- ὄχι ἐπειδὴ μεταβάλλεται ἡ φύση του, ἀλλὰ ἐπειδὴ διώχνεται μακριὰ ἡ κακία».
Ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία καὶ μόνον αὐτὴ —διὰ τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς ἐνδόξου Ἀναστάσεώς Του, διὰ τοῦ Τιμίου καὶ Παναγίου καὶ Ζωοποιοῦ Αἵματός Του— μπορεῖ νὰ προσφέρει στὸν ἄνθρωπο τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν του, τῶν ὅποιων καὶ τῶν ὅσων ἁμαρτιῶν του. Ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία καὶ μόνον αὐτή, μπορεῖ νὰ παίρνει ληστές, φονιάδες καὶ ἐγκληματίες· ἔκφυλους, πόρνους καὶ μοιχούς· φιλάργυρους, φίλαυτους καὶ ὑπερήφανους· καὶ νὰ τοὺς μεταπλάθει σὲ δικαίους καὶ ἁγίους. Ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία καὶ μόνον αὐτή, ἔχει τὴ δύναμη νὰ παίρνει σκιὲς ἀνθρώπων, συντρίμματα ψυχῶν· νὰ παίρνει λάσπη καὶ βοῦρκο καὶ μὲ αὐτὰ τὰ ὑλικὰ νὰ δημιουργεῖ καλλιτεχνήματα, ἀνθρώπινα πρότυπα. Ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία καὶ μόνον αὐτή, μπορεῖ νὰ παίρνει βαρυποινίτες ἀπὸ τὰ κάτεργα τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ τοὺς ἀναδεικνύει ἀσκητὲς καὶ ὁσίους, μάρτυρες καὶ ὁμολογητές. Καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ θαυμάσια μὲ μοναδικὸ ἀντίτιμο ἕνα δάκρυ· ἕναν λόγο, «ἁμάρτησα, Κύριε»· ἕνα «Θεέ μου, ἐλέησέ με καὶ συγχώρησέ με τὸν ἁμαρτωλό»· ἕνα ταπεινὸ γονάτισμα καὶ μία ταπεινὴ ὁμολογία κάτω ἀπὸ τὸ πετραχήλι τοῦ Πνευματικοῦ.
Ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία κατεργάζεται τή σωτηρία καί τόν ἁγιασμό μας καί μᾶς προσφέρει ἁπλόχερα εὐκαιρίες καί δυνατότητες γι’ αὐτό, μέ τή σώζουσα Ἀλήθεια, τήν ὁποία διαφυλάσσει ἀκραιφνή καί ἀναλλοίωτη ἀνά τούς αἰῶνες, μέ τά ἱερά Μυστήρια καί τό πλῆθος τῶν ἁγιαστικῶν πράξεων καί τελετῶν Της.
Μέ τίς Δεσποτικές καί Θεομητορικές ἑορτές, μέ δεσπόζουσα τήν ἔνδοξη Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας, πού νοηματοδοτεῖ ὅλες τίς ἄλλες ἑορτές καί αὐτό τοῦτο τό περιεχόμενο τῆς Πίστεώς μας.
Μέ τίς ἑορτές τῶν μυριάδων ἁγίων μας Προφητῶν, Ἀποστόλων, Ἱεραρχῶν, Μαρτύρων, Νεομαρτύρων, Ὁμολογητῶν, Ὁσίων καί Ἀσκητῶν.
Μέ τίς ἀναμνήσεις θαυματουργικῶν καί ἐκκλησιαστικῶν ἱστορικῶν γεγονότων, μέ τήν Ὕψωση τοῦ Τιμίου καί Ζωοποιοῦ Σταυροῦ καί τίς ἄλλες ἑορτές σοφά κατανεμημένες σέ ὅλες τίς ἐποχές καί περιόδους τοῦ χρόνου, πού μᾶς κρατοῦν σέ διαρκή νήψη καί ἐγρήγορση καί σέ συνεχή κοινωνία μέ τήν ἄκτιστη Χάρη.
Μέ τήν προσευχητική καί λατρευτική διάρθρωση τοῦ νυχθημέρου καί τῆς ἑβδομάδος.
Μέ τίς ποικίλες καί ἐναλλασσόμενες κατανυκτικές Ἀκολουθίες καί ἱερές ἀγρυπνίες.
Μέ τήν ἑβδομαδιαία ἐναλλαγή τῆς ὀκτωήχου ἐκκλησιαστικῆς βυζαντινῆς μουσικῆς, πού ἐξυψώνει καί τέρπει τήν ψυχή μας.
Μέ τά εὐαγγελικά, ἀποστολικά, προφητικά καί ἁγιογραφικά ἀναγνώσματα καί τά Συναξάρια τῶν Ἁγίων μας.
Μέ τά ἱερά Μυστήρια, τίς ἁγιαστικές πράξεις καί τελετές, τίς εὐχές καί τίς ἀναρίθμητες προσευχές γιά ὅλες τίς πτυχές καί τίς ἐκφάνσεις τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, γιά ὅλες τίς ἀνάγκες καί τίς περιστάσεις.
Μέ τήν προσκύνηση τῶν ἁγίων λειψάνων καί τῶν ἱερῶν καί θαυματουργῶν εἰκόνων, πού ἀναβλύζουν ἰάματα καί ἐπιτελοῦν μυριάδες θαυματουργίες σέ ὅσους τά ἀσπάζονται μέ εὐλάβεια καί πίστη.
Μέ τή συνεχή μνημόνευση τῶν ὀνομάτων ζώντων καί κεκοιμημένων, πού διατηροῦν τήν κοινωνία τῆς Στρατευομένης μέ τήν Θριαμβεύουσα Ἐκκλησία.
Μέ τίς διατεταγμένες νηστεῖες καί τίς κατανυκτικές περιόδους τῶν Τεσσαρακοστῶν, πού μᾶς προετοιμάζουν σωματικά καί ψυχικά γιά τίς Μεγάλες Ἑορτές.
Καί κυρίως καί πρωταρχικῶς μέ τήν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας καί τήν μετάληψη τοῦ Τιμίου Σώματος καί Αἵματος τοῦ Χριστοῦ μας, πού μᾶς ἑνώνει ὀντολογικά μέ τόν Κύριο καί μεταξύ μας, ὡς μελῶν τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἐκκλησίας δηλαδή.
Ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία εἶναι ἡ μάνα μας· εἶναι μιὰ διάπλατη, διαρκῶς ἀνοιχτὴ ἀγκαλιά· εἶναι ἡ καταφυγή μας καὶ ἡ παρηγοριά μας· εἶναι τὸ στήριγμά μας καὶ ἡ ἀσφάλειά μας· εἶναι λίκνο Ἁγίων καὶ Ὁσίων· εἶναι ἀλεξιτήριο δαιμονίων· εἶναι γυμναστήριο πνευματικῆς ἀθλήσεως καὶ φροντιστήριο Ἁγιασμοῦ· εἶναι ἡ πύλη τῆς θεοσδότου ἐλευθερίας μας· εἶναι παυσίλυπο θλίψεων· εἶναι νοσοκομεῖο ψυχῶν καὶ θεραπευτήριο παθῶν· ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι ὁ Οὐρανὸς· ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι ἡ Σωτηρία μας!...
Κι ὅμως αὐτή τή Μάνα, μέ τίς ἄπειρες εὐεργεσίες καί τήν σωτηρία πού μᾶς προσφέρει, ὄχι μόνο δέν τήν εὐχαριστοῦμε καί δέν τήν εὐγνωμονοῦμε, ἀλλά πολλές φορές καί τήν ἀγνοοῦμε καί τή λησμονοῦμε καί τήν πικραίνουμε, συμφυρόμενοι μέ τόν κοσμικό τρόπο ζωῆς καί τό ὀρθολογιστικό φρόνημα καί τήν λογοκρατούμενη βιοτή μας, ἀδικώντας ὅμως, ἔτσι, τόν ἑαυτό μας στερούμενοι τῆς σωστικῆς καί ἁγιαστικῆς Της Χάριτος.
Ὅλοι ἐμεῖς, ἐπίσκοποι, κληρικοί, μοναχοί καί λαϊκοί γινόμαστε μερικές φορές ἀχθοφόροι τοῦ ὀνόματος καί τῆς ἰδιότητός μας ὡς μελῶν τῆς Ἐκκλησίας καί τήν μετατρέπουμε λαθεμένα σέ θρησκεία, σέ ἰδεολογία, σέ σύστημα κοινωνικῆς πρόνοιας, σέ πολιτιστικό καί οἰκονομικό ὀργανισμό, σέ διοικητικό κατεστημένο. Τήν μετατρέπουμε σέ σύστημα ἐξουσίας, σέ ὁρμητήριο φιλοδοξιῶν καί σκοπιμοτήτων, σέ πηγή διενέξεων, ἀντεγκλήσεων καί κλειστῶν μηχανισμῶν προωθήσεως καί ἀνελίξεως.
Αὐτός, ταπεινά φρονοῦμε, εἶναι καί ὁ λόγος, πού ἡ μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι στίς μέρες μας ἀνεπαρκής καί ἔχει κλονισθεῖ στήν συνείδηση τῶν πιστῶν. Καί αὐτό τό λέμε ὄχι κατακριτικά οὔτε ἐλεγκτικά, ἀλλά μέ ἀληθινό πόνο ψυχῆς καταθέτοντας ἁπλά καί σεμνά τόν καλογερικό μας λογισμό, χωρίς νά ἐξαιροῦμε τόν ἑαυτό μας καί νά ἀποποιούμαστε τό μερίδιο εὐθύνης πού μᾶς ἀναλογεῖ.
Τά ἴδια τά μοναστήρια μας, ἄλλωστε, εἶναι τά πρῶτα πού ἔχουν ἀρχίσει νά νοσοῦν προσβεβλημένα ἀπό τήν δυσίατη ἀσθένεια τῆς ἐκκοσμικεύσεως καί τοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ. Ἡ πολυπραγμοσύνη, ἡ ἔντονη κοινωνικότητα, ὁ νεωτερισμός, ἡ ἐπιχειρηματική δραστηριότητα, ἡ ἄμετρη χρήση τῆς συγχρόνου τεχνολογίας ἀπειλοῦν νά ἁλώσουν ἀρκετά ἀπό τά πνευματικά προπύργια τῆς ὀρθοδόξου πίστεώς μας καί τῆς Ἐκκλησίας μας, πού εἶναι οἱ μονές, καί ἔχουν μειώσει τόν ἡσυχασμό, τήν νήψη, τήν προσευχή, τήν μελέτη καί τό ὁμολογιακό καί μαρτυρικό φρόνημα. Ἔχουν χαλαρώσει τήν ἀγάπη καί τήν ἀφοσίωση στήν περιφρούρηση τῶν ἀκριτικῶν συνόρων τῆς ἱερῆς μας γῆς, τῆς πίστεως δηλαδή καί τῆς πατρίδος μας, στήν ὑπηρεσία τῶν ὁποίων ἦταν πάντοτε ταγμένοι καί πρωτοπόροι οἱ μοναχοί.
Κινδυνεύει, δυστυχῶς, ὁ σύγχρονος ὀρθόδοξος μοναχισμός μας νά καταλήξει σκιά τοῦ ἔνδοξου παρελθόντος του, ἐκκοσμικευμένος, πολυπράγμων, κοινωνικός, ἐπιδοτούμενος καί χρηματοδοτούμενος, ἀλλοτριωμένος, κωφεύων, σιωπῶν καί ἀπών συμβάλλοντας καί αὐτός μέ τόν τρόπο του στήν ἀπουσία τῆς ζωντανῆς καί οὐσιαστικῆς ἐκκλησιαστικῆς μαρτυρίας σήμερα.
Ὅπως παρατηρεῖ πολύ εὔστοχα καί διαχρονικά, ἀλλά καί προφητικά, γράφοντας πολλά χρόνια πρίν, ὁ Ὁμότιμος πλέον Καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ κ. Γεώργιος Μαντζαρίδης: «Τό αἴτημα, πού ὑπάρχει γιά ἄμεση μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας στήν κοινωνική ἤ τήν πολιτική ζωή δέν ὀφείλεται οὐσιαστικά στήν ἀνεπάρκεια τῆς μαρτυρίας αὐτῆς ἀλλά στήν ἀπουσία της. Ὅταν ἡ Ἐκκλησία παρουσιάζεται ὡς κατεστημένο, συχνά μάλιστα πιό δύσκαμπτο καί πιό ἀναχρονιστικό ἀπό τό κοινωνικό ἤ τό πολιτικό κατεστημένο, ὅταν ἡ χαρισματική καί ἐσχατολογική προοπτική της συμπιέζεται σέ μονολιθική καί ἐγκοσμιοκρατική ὀργάνωση, ὅταν ἡ ἀρχή τῆς θυσίας καί τῆς διακονίας διαστρέφεται σέ ἀπολυταρχική ἐξουσία, πού ἀρνεῖται μάλιστα κάθε ἐποικοδομητική κριτική καί ἐπικαλεῖται τό κῦρος τῆς θείας αὐθεντίας, γιά νά καλύψει τήν αὐθαιρεσία καί τήν ἀσυναρτησία, δέν μπορεῖ νά δώσει θετική μαρτυρία» (Γ. Μαντζαρίδης, Χριστιανική Ἠθική, σελ. 151).
Οἱ πολύ εὔστοχες αὐτές παρατηρήσεις τοῦ σεβαστοῦ μας Καθηγητοῦ, τόν ὁποῖο εὐτυχήσαμε νά ἔχουμε πανεπιστημιακό διδάσκαλο στήν Θεσσαλονίκη, εἶναι περισσότερο ἐπίκαιρες ἀπό ποτέ στίς ἡμέρες μας, πού ἡ ἐκκωφαντική σιωπή χαρακτηρίζει τήν μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ διοικοῦσα Ἐκκλησία, εὐτυχῶς μέ πολλές φωτεινές ἐξαιρέσεις ἐσχάτως, ἱεραρχῶν, δείχνει ἀδύναμη νά ἀντιληφθεῖ καί νά παρακολουθήσει τίς καταστάσεις καί τίς σύγχρονες πνευματικές ἀπαιτήσεις καί ἀνάγκες τῶν πιστῶν καί νά ἀντιδράσει σθεναρά.
Ἰδιαιτέρως δέ στίς τόσο δύσκολες καί ἐπώδυνες στιγμές γιά τήν πατρίδα μας, πού βρίσκεται ὑπό νέα κατοχή καί ἀσφικτυᾶ κάτω ἀπό τήν βάρβαρη καί ἀνελέητη πίεση τῶν ξένων κέντρων ἐξουσίας καί ἐλέγχου, ὁ λαός τοῦ Θεοῦ ἐγκαταλείπεται ἀπορφανισμένος ἀπό τούς ταγούς του καί ὁδηγεῖται στήν ἀπελπισία καί τήν ἀπόγνωση, πού ὅλο καί περισσότερο πληθαίνει στίς μέρες μας ὡς συνέπεια τοῦ τραγικοῦ ἀδιεξόδου πού βιώνει.
Ὁ λαός τοῦ Θεοῦ περιμένει νά βρεῖ καί νά ἀναγνωρίσει κυρίως στήν Διοικοῦσα Ἐκκλησία του τήν ἀληθινή καί στοργική Μάνα, ὅπως τήν περιγράψαμε ἀνωτέρω. Περιμένει τήν ἀπαντοχή, τό καταφύγιο, τήν παρηγοριά, τήν στήριξη καί τήν θαλπωρή, πού θα τόν ἐνισχύσουν καί θά τόν ἐνδυναμώσουν στόν ἀγώνα του. Περιμένει τήν ἀληθή θεολογική ἑρμηνεία γιά τήν αἰτία, τίς συνέπειες, ἀλλά καί τόν τρόπο ἀντιμετωπίσεως ὅλων τῶν δεινῶν πού τόν πλήττουν. Ἀναζητᾶ τό χαροποιό νόημα τοῦ πόνου καί τῶν θλίψεων, τήν ἀναγκαιότητα τῆς μετάνοιας καί τῆς ἐπιστροφῆς, τοῦ ἐπανευαγγελισμοῦ καί τῆς ἐπανοηματοδοτήσεως τῆς προσωπικῆς καί κοινωνικῆς ζωῆς μας. Πρωτίστως, ὅμως, προσδοκᾶ τήν πίστη καί τήν ἐλπίδα γιά τήν ὑπέρβαση, μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, τῶν δυσχερειῶν καί τῶν προβλημάτων στήν οἰκογενειακή καί ἐπαγγελματική του καθημερινότητα. Προσδοκᾶ, ἐπίσης, τήν ποιμαντική της μέριμνα καί καθοδήγηση καί τήν ἐπιβεβλημένη πρωτοβουλία καί δραστηριοποίησή της γιά τήν ἔγκαιρη πρόληψη καί ἀναχαίτιση τῶν ἀπειλῶν καί τῶν ἐπιβουλῶν τῆς Νέας Τάξεως Πραγμάτων καί τῆς Νέας Ἐποχῆς, πού βρίσκονται πλέον ὄχι πρό, ἀλλά ἐντός τῶν πυλῶν.
Καί εἶναι ὀδυνηρό νά ἀπογοητεύεται πολλές φορές καί ἀπό τούς ἐκπροσώπους τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ εἶναι τραγικά ἀπογοητευμένος ἀπό αὐτούς τῆς πολιτικῆς ἡγεσίας. Κι αὐτό γιατί οἱ ἐκπρόσωποι τῆς πολιτικῆς εἶναι αὐτοί πού τόν ἐκμεταλλεύτηκαν, τόν παγίδεψαν στά τεχνάσματα τῆς ἐφήμερης καί ψευδεπίγραφης εὐημερίας, τόν ἐξηπάτησαν, τόν διέψευσαν, τόν ἀφαίμαξαν οἰκονομικά, πνευματικά, ἠθικά καί ἰδεολογικά καί τόν ὁδήγησαν ὑποχείριο στίς ἀποφάσεις καί τίς ἐντολές ξένων κέντρων ἐξουσίας.
Μέσα σ’ αὐτή τήν δίνη πού σηματοδοτεῖ ἕναν ἀπό τούς κρισιμότερους σταθμούς τῆς ἱστορικῆς πορείας τοῦ Ἔθνους καί τοῦ λαοῦ μας, ἡ Ἐκκλησία –γιά πρώτη ἴσως φορά στήν ἱστορία της- τουλάχιστον μέχρι στιγμῆς, δέν ἔχει ἀναλάβει τόν ἡγετικό ποιμαντικό καί ἐθναρχικό της ρόλο, ὡς στοργική μητέρα καί συμπαραστάτης.
Ἡ ὅλη ἐπιχειρηματολογία περί τῆς δῆθεν ἀποχῆς ἀπό πολιτικά καί ἐθνικά ζητήματα χαρακτηρίζεται ἀπό μία μονοφυσιτικοῦ τύπου ἀντιμετώπιση τῶν πραγμάτων, τῶν κοινωνικῶν, ἱστορικῶν, πολιτικῶν καί ἐθνικῶν θεμάτων. Καί αὐτό διότι στηρίζονται σέ ἕναν τεχνητό διχασμό τῶν Ἑλλήνων, ὡσάν νά ἀποτελοῦν διαφορετικές μεταξύ τους ὀντότητες ὁ χριστιανός ἀπό τόν Ἕλληνα πολίτη. Αὐτός ὁ διχασμός, ὅμως, σέ καμία περίπτωση δέν μπορεῖ νά ὑφίσταται, καθώς Ὀρθοδοξία καί Ἑλληνισμός εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένα καί ταυτισμένα στήν συνείδηση τοῦ λαοῦ, ἔτσι ὅπως ἀνά τούς αἰῶνες ἐκφράζονται μέ τόν ὅρο Ρωμηοσύνη.
Ὅπως παρατηρεῖ ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος «Ἡ Ἐκκλησία εἶναι μιά ἰδιαίτερη καί συγκεκριμένη κοινότητα, μιά οἰκογένεια μέσα στήν ὁποία μαθαίνουμε νά ζοῦμε ὥριμα, ὑπεύθυνα καί ὁλοκληρωμένα. Μιά ὁλόκληρη κοινότητα προσεύχεται, τό κάθε μέλος ἐνδιαφέρεται γιά τό ἄλλο, καθώς ἐπίσης ὅλη ἡ Ἐκκλησία ἐνδιαφέρεται γιά τά προβλήματα πού ἀπασχολοῦν τήν εὐρύτερη κοινωνία.... Μέσα στήν Ἐκκλησία τά ἀνθρωπολογικά θέματα συνδέονται μέ τά κοινωνικά καί παγκόσμια. Ἡ ἀτομοκρατία συνιστᾶ ψυχική καί πνευματική ἀσθένεια». (Μητρ. Ναυπ., Ἐνιαύσιον 1988, σελ. 49-50).
Στούς ἀντίποδες, ὅμως, τοῦ ἐφησυχασμοῦ καί τῆς ἀδράνειας σέ ἀποφασιστικά ζητήματα παρατηρεῖται μία ὑπερκινητικότητα καί μία πλούσια δραστηριότητα στόν οἰκονομικό τομέα. Ἀναπτυξιακές ἑταιρεῖες, μή κυβερνητικές ὀργανώσεις (ΜΚΟ), κοινοτικά προγράμματα, μελέτες, ἐπιχορηγήσεις, ἐπενδύσεις, μετοχές, χρηματιστήρια, συναλλαγές ἔχουν μετατρέψει, σέ ἕνα μεγάλο ποσοστό, τήν Ἐκκλησία μας, τίς ἐνορίες μας, τά μοναστήρια μας ἀπό νοσοκομεῖα καί ἰατρεῖα ψυχῶν σέ οἰκονομοτεχνικούς ὀργανισμούς καί σέ ὑπηρεσίες διεκπεραιώσεως κυρίως οἰκονομικῶν καί λογιστικῶν ὑποθέσεων.
Ἡ κραυγή ἀγωνίας τοῦ ἐγκαταλελειμμένου καί ἀποπροσανατολισμένου λαοῦ πού σχοινοβατεῖ, ἡ κραυγή τῆς ἱστορίας πού παραχαράσσεται, τῆς πίστεως καί τῶν ἰδανικῶν πού διακυβεύονται, τῆς ἐλευθερίας καί τῶν ἀρχῶν πού βιάζονται, αὐτή ἡ κραυγή, ταπεινά φρονοῦμε, πώς θά πρέπει νά φθάνει στ’ αὐτιά τῶν ἐκκλησιαστικῶν μας ἐκπροσώπων, τῶν ποιμένων καί πατέρων μας.
Ἡ καθολική ἀπαξίωση καί ὁ μηδενισμός τῶν παραδόσεων, ἡ ἀποκαθήλωση τῶν ἱερῶν συμβόλων, ἡ ἀποχριστιανοποίηση τοῦ κράτους καί τῆς κοινωνίας μας, ὁ εὐνουχισμός τῆς ἱστορικῆς μας κρίσεως καί συνειδήσεως, ἡ νόθευση τῆς γλώσσας καί τῆς παιδείας μας, ἡ ἐπιχείρηση τῆς ἐθνικῆς καί ἐθνολογικῆς μας μεταλλάξεως, ἡ ἀπειλή τῆς πολυπολιτισμικότητος καί τοῦ συγκρητισμοῦ εἶναι καταστάσεις πού δημιουργοῦν πόνο καί ἀγωνία στό ὀρθόδοξο πλήρωμα, τό ὁποῖο προσβλέπει στήν ἀνάληψη πρωτοβουλιῶν ἐκ μέρους τῆς ἐπίσημης Ἐκκλησίας γιά τήν σθεναρή ἀντιμετώπισή τους.
Παρ’ ὅλα αὐτά τά ἐπώδυνα καί δυσοίωνα, μεγάλη μερίδα τοῦ πιστοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ ἀποδεικνύει πώς διατηρεῖ ἀκόμη σέ ἐγρήγορση τά ἑλληνορθόδοξα ἀντανακλαστικά του. Ἀγρυπνεῖ, προβληματίζεται, ἐνημερώνεται, δραστηριοποιεῖται αὐτοσυντηρούμενος καί αὐτενεργώντας, ἐκφραζόμενος ἀποφασιστικά καί δυναμικά, λοιδωρούμενος καί ἐπικρινόμενος πολλές φορές ἀκόμη καί ἀπό ἐκεῖ πού δέν θά ἀναμενόταν.
Λοιδωρεῖται καί ἐπικρίνεται ὁ λαός τοῦ Θεοῦ ὅταν ἀγωνιᾶ καί δραστηριοποιεῖται γιά τήν διαφύλαξη τῆς ὀρθοδόξου πίστεώς του, ὅταν ἀντιδρᾶ στά σύγχρονα οἰκουμενιστικά ἀνοίγματα, στήν μεταπατερική θεολογία, στήν μετάφραση τῶν λειτουργικῶν κειμένων καί τήν ἀλλοίωση καί ἐκκοσμίκευση τῆς λατρευτικῆς ζωῆς καί εὐσέβειας, ὅταν ἀντιστέκεται στά σχέδια καί τίς ἐπιταγές τῆς Νέας Τάξεως Πραγμάτων καί ἀρνεῖται τήν ποδηγέτησή του σέ ἠλεκτρονικά συστήματα ἐλέγχου μέσω ἠλεκτρονικῶν καρτῶν καί ταυτοτήτων, πού ὁδηγοῦν στήν σύγχρονη ἠλεκτρονική φυλακή (κάρτα τοῦ πολίτη, φοροκάρτα κ.λπ.).
Εἶναι, βεβαίως, πολύ εὐχάριστο καί παρήγορο τό γεγονός πού ἀναπαύει τήν ψυχή μας, ὅτι τό τελευταῖο διάστημα ὅλο καί περισσότεροι Μητροπολίτες, μεταξύ τῶν ὁποίων καί Ἐσεῖς Σεβασμιώτατε, τάσσονται κατά τοῦ ἠλεκτρονικοῦ φακελλώματος καί τῆς κάρτας τοῦ πολίτη καί δηλώνουν πώς δέν θά τήν παραλάβουν. Ἀναμένουμε μέ λαχτάρα καί ἀγωνία καί τήν ἐπίσημη συνοδική ἀπό φαση τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ ὁποία ἐλπίζουμε νά ληφθεῖ ἐγκαίρως, ὥστε νά μπορέσει νά δράσει οὐσιαστικά καί ἀποτρεπτικά στούς ἀπαράδεκτους καί ἀδιαφανεῖς κυβερνητικούς σχεδιασμούς καί ἐπιλογές.
Λοιδωρεῖται ὁ πιστός λαός τοῦ Θεοῦ, χαρακτηριζόμενος καί στιγματιζόμενος γιά ἄκρατο ζηλωτισμό καί φονταμενταλισμό καί ἐπικρίνεται γιά ἀνυπακοή πρός τήν Ἐκκλησία, ὅταν μεμονωμένοι Ἀρχιερεῖς, ὑπό τό πρόσχημα τῆς πνευματικῆς κυριαρχίας στά ὅρια τῆς ἐπισκοπῆς τους, χαράσσουν ἀτομική ποιμαντική τακτική, ἀντίθετα πρός τίς ἀποφάσεις τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. Χαρακτηριστικά παραδείγματα ἡ ἀνάγνωση λειτουργικῶν εὐχῶν καί κειμένων στήν δημοτική, οἱ ἀντορθόδοξες θεωρίες περί μεταπατερικῆς καί συναφειακῆς θεολογίας, ἡ τεχνητή ἀνάδειξη τοῦ ζητήματος τῆς ἱερωσύνης τῶν γυναικῶν, τῆς ἀναγνωρίσεως τῶν ἑτεροδόξων –ρωμαιοκαθολικῶν καί προτεσταντικῶν παραφυάδων– ὡς Ἐκκλησιῶν καί τῆς συμμετοχῆς ἐκπροσώπων τους στήν λατρευτική ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας καί πολλά ἄλλα πού πραγματοποιοῦνται καί προβάλλονται ἀπό διάφορους ἐκκλησιαστικούς φορεῖς καί πρόσωπα καί κυρίως ἀπό τήν Ἀκαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δημητριάδος, ἀντίθετα πρός τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία καί ἐκκλησιαστική συνείδηση. Σέ ὅλα αὐτά ἀσκήθηκε σφοδρή κριτική ἀπό Μητροπολίτες, ἱερεῖς, μοναχούς, θεολόγους καί ἁπλούς πιστούς. Δυστυχῶς, ὅμως, οἱ ἀντορθόδοξες αὐτές θἐσεις δέν καταδικάσθηκαν ἐπισήμως καί συνοδικῶς καί κατά συνέπεια συνεχίζουν νά προβάλλονται καί νά προκαλοῦν σύγχυση στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ σύγχρονη ἐπίσημη ἐκκλησιαστική πραγματικότητα ἐξαντλεῖται σέ κοινωνική προσφορά, ἡ ὁποία εἶναι, βεβαίως, πολύ σημαντική καί ἀπαραίτητη στίς δύσκολες ἡμέρες πού διερχόμαστε. Ἐξαντλεῖται σέ ἀδιέξοδους καί ἀτελέσφορους διαλόγους μέ ἑτεροδόξους, στόν συμφυρμό σέ ὀργανισμούς καί Συμβούλια (Π.Σ.Ε. διμερεῖς διάλογοι, διαθρησκειακές συναντήσεις κ.λπ.), σέ ἀκαδημαϊκές συζητήσεις θεωρητικοῦ ἐπιπέδου ἀλλότριας καί ἀντορθοδόξου πνευματικότητος. Δημιουργεῖται ἔτσι μιά θεολογία τῶν ταξιδίων καί τῶν συνεδρίων, τῆς διανόησης καί τοῦ στοχασμοῦ, τοῦ κοινωνικοῦ καί πολιτιστικοῦ προσανατολισμοῦ καί συγκρητισμοῦ.
Σεβασμιώτατε,
Ἔχοντας καί προσωπική γνώση, ἀπό τίς κατ’ ἰδίαν συζητήσεις μας, τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματός Σας καί τῆς προσηλώσεώς Σας στήν ἀκραιφνή ἁγιοπνευματική καί ἁγιοπατερική παράδοση τῆς πίστεώς μας, καθώς καί τήν σταθερή ἀντίθεσή σας μέ ὅλα ὅσα ἀντορθόδοξα καί ἀντιπατερικά λέγονται καί προβάλλονται, Σᾶς παρακαλοῦμε ταπεινά καί καρδιακά καί μέ ὅλο τόν σεβασμό, τήν τιμή καί τήν ἀγάπη πού τρέφουμε πρός τό Σεπτό Πρόσωπό Σας, νά συμβάλετε, στό μέτρο τῶν δυνατοτήτων Σας, μέ τόν προφορικό καί γραπτό Σας λόγο καί τίς παρεμβάσεις Σας ἁρμοδίως, ὥστε ὅλα αὐτά νά καταδικασθοῦν συνοδικά καί νά πάψουν νά ἀποτελοῦν σκάνδαλο γιά τούς πιστούς.
Ἡ ἐκδήλωση ὅλων αὐτῶν τῶν φαινομένων πού περιγράψαμε ὀφείλεται οὐσιαστικά στήν ἀποστασιοποίηση καί τήν ἀπομάκρυνσή μας, λόγῳ τῆς εὐμάρειας, τοῦ εὐδαιμονισμοῦ καί τῆς ἐκκοσμικεύσεως, ἀπό αὐτό πού εἶναι στήν οὐσία της ἡ Ἐκκλησία, δηλαδή, νοσοκομεῖο ψυχῶν καί θεραπευτήριο παθῶν. «Ἡ ζωή στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ (στήν Ἐκκλησία) –τονίζει ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνός– αὐτό τό νόημα ἔχει. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας... Ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι ζήτηση εὐδαιμονίας, ἀλλά θεραπεία ἀπό τήν ἀρρώστια τῆς θρησκείας. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἕνα ἀνοικτό νοσοκομεῖο μέσα στήν ἱστορία (“ἰατρεῖον πνευματικόν” κατά τόν Ἰ. Χρυσόστομο), πού προσφέρει τή θεραπεία τῆς καρδίας (κάθαρση) γιά νά προχωρήσει κανείς στόν “φωτισμό” τῆς ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τελικά νά φθάσει στή “θέωση”, τόν μοναδικό προορισμό τοῦ ἀνθρώπου». (Ὄψεις τῆς Ὀρθόδοξης Ταυτότητος).
Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος τονίζει, ἐπίσης, τόν θεραπευτικό χαρακτήρα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας:
«Ὁ Χριστιανισμός δέν εἶναι οὔτε φιλοσοφία οὔτε θρησκεία μέ τήν ἔννοια πού χαρακτηρίζουν τίς “φυσικές” θρησκεῖες, ἀλλά εἶναι κυρίως θεραπεία. Εἶναι θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τά πάθη του γιά νά φθάση στήν συνέχεια σέ κοινωνία καί ἑνότητα μέ τόν Θεό». Καί συμπληρώνει: «Ὅταν μιλᾶμε γιά θεραπεία ἀπό ὀρθοδόξου πλευρᾶς, θεωροῦμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα πνευματικό θεραπευτήριο-νοσοκομεῖο, ἡ ὁποία μέ τά Μυστήρια καί τήν ἀσκητική ζωή θεραπεύει τόν ἄνθρωπο. Οἱ θεραπευτές-πνευματικοί ἰατροί εἶναι οἱ Κληρικοί, κυρίως ὅμως οἱ Ἐπίσκοποι. Ὅποιος θέλει νά θεραπευθῆ παραμένει στήν Ἐκκλησία, δέχεται τήν πνευματική καθοδήγηση ἀπό τούς πνευματικούς ἰατρούς, πού κάνουν διάγνωση καί θεραπεία, καί συμμετέχοντας στά Μυστήρια ἀποκτᾶ σιγά-σιγά τήν πνευματική ὑγεία».
Ὁ σεβαστός Γέροντας Μωϋσῆς Ἁγιορείτης μᾶς λέει ὅτι ἡ Ἐκκλησία «Εἶναι πάντα ἕνα ἀνοιχτό φαρμακεῖο καί θεραπευτήριο γιά τόν ἄνθρωπο πού τόν περιμένει γιά νά τόν σώσει ὡς μόνη πηγή ἁγιασμοῦ καί σωτηρίας».
Καί ὁ ἀείμνηστος Καθηγητής π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἔγραφε ὅτι σκοπός τῆς Ἐκκλησίας εἶναι «νά θεραπεύη τούς ἀνθρώπους ἀπό τήν κατάσταση πού βρίσκονται, νά τούς περάση ἀπό τήν κάθαρση στόν φωτισμό». (Ἐμπειρική Δογματική, τόμος Β΄, σελ. 275). Γι’ αὐτό καί παρομοιάζει τήν Ἐκκλησία μέ νοσοκομεῖο «τό ὁποῖο θεραπεύει τούς ἀρρώστους. Ὁπότε ὁ ἀρχηγός τοῦ νοσοκομείου αὐτοῦ λέγεται Ἐπίσκοπος. Καί οἱ γιατροί λέγονται Πρεσβύτεροι καί Διάκονοι. Οἱ διάκονοι καί Διακόνισσες, ἄς ποῦμε, εἶναι οἱ νοσοκόμες. Καί οἱ Πρεσβύτεροι εἶναι οἱ γιατροί. Καί ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι ὁ πρόεδρος τοῦ Πρεσβυτερίου, δηλαδή τοῦ νοσοκομείου, δηλαδή τῆς ἐνορίας. Ὅπότε τό νοσοκομείο εἶναι ἡ ἐνορία. Μέσα εἶναι οἱ πρός θεραπεία καί οἱ θεραπευτές. Αὐτό εἶναι τό νοσοκομεῖο». (Ἐμπειρική Δογματική, τόμος Β΄, σελ. 273).
Θέλοντας, ἐπίσης, ὁ ἀείμνηστος κληρικός καί πανεπιστημιακός διδάσκαλος νά ἀντιπαραβάλει τόν χριστιανισμό μέ τίς θρησκεῖες, τά φιλοσοφικά καί κοινωνικά συστήματα, πού ἁπλά προτείνουν κάποιες γενικές ἀρχές καί ἀξίες, χωρίς, ὅμως νά ἔχουν τήν δυνατότητα νά θεραπεύσουν καί νά μεταμορφώσουν τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο ἔλεγε χαρακτηριστικά: «Ἄν ἐμφανιζόταν ὁ Χριστιανισμός στήν ἐποχή μας, δέν θά τόν καταλαβαίναμε οὔτε σάν θρησκεία, οὔτε σάν κοινωνική ὀργάνωση, οὔτε σάν φιλοσοφικό ἤ ἠθικό σύστημα, ἀλλά ὡς πνευματικό νοσοκομεῖο καί ὡς μιά ψυχοθεραπεία πού θεραπεύει τόν ἄνθρωπο. Καί οἱ Κληρικοί εἶναι πραγματικά θεραπευτές. Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἕνα πρακτορεῖο πού κόβει εἰσιτήρια γιά τόν Παράδεισο, ἀλλά εἶναι νοσοκομεῖο πού θεραπεύει τόν ἄνθρωπο, ὥστε, ὅταν ὁ ἄνθρωπος δῆ τόν Θεό, τότε ὁ Θεός νά γίνη Παράδεισος γι’ αὐτόν. Οἱ ἅγιοι εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποίοι θεραπεύθηκαν καί γι’ αὐτό βίωσαν τό ἔλεος καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Θεραπεύθηκε ἡ ψυχή τους καί τό σῶμα τους, γι’ αὐτό καί τά σώματα ἔγιναν ἱερά λείψανα, πού ἔχουν μέσα τους τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». (Μητρ. Ναυπ. Ἱεροθέου, Λόγοι καί διάλογοι, σελ. 364)
Ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία, λοιπόν, εἶναι κατά κύριο λόγο νοσοκομεῖο ψυχῶν καί θεραπευτήριο παθῶν. Εἶναι ἡ μόνη πού μπορεῖ νά προσφέρει, διά τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως, τήν ἄφεση τῶν ὅποιων καί ὅσων ἁμαρτιῶν μας· πού ἔχει τήν δύναμη νά παίρνει συντρίμματα ψυχῶν καί νά ἀναδεικνύει ἀνθρώπινα πρότυπα, ἁγίους, μάρτυρες καί ὁμολογητές! Κι αὐτό γιατί κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο «ἡ μετάνοια δέν ἀπορρίπτει τόν πόρνο καί τόν μοιχό, δέν ἀποστρέφεται τόν μέθυσο καί τόν εἰδωλολάτρη, δέν ἀπομακρύνει τόν κατάλαλο καί τόν βλάσφημο, οὔτε τόν ὑπερήφανο, ἀλλά ὅλους τούς μεταβάλλει». (Ἅγ. Ἰω. Χρυσόστομος).
Ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία εἶναι ἡ Κιβωτός τῆς σωτηρίας μας!
Ἀγνοώντας καί λησμονώντας τήν Ἐκκλησία, ἀγνοοῦμε καί λησμονοῦμε τόν ἴδιο τό Χριστό, ἀφοῦ Αὐτός εἶναι ἡ κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, Αὐτός ἐνεργεῖ μέσα στήν Ἐκκλησία, Αὐτός σώζει καί ἁγιάζει διά τῆς Ἐκκλησίας.
Κι ἐνῶ ὁ Κύριός μας καί Θεός μας Ἰησοῦς Χριστός, πού ταπεινώθηκε, σαρκώθηκε, σταυρώθηκε, ἀναστήθηκε καί ἀναλήφθηκε γιά νά θεώσει τήν ἀνθρώπινη φύση μας, εἶναι τό κέντρο τοῦ Οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, τό κέντρο τῆς Ἱστορίας καί τῆς Πίστεώς μας, τό κέντρο τῶν Θείων Γραφῶν καί τῆς Θείας Λατρείας, δυστυχῶς, στήν καθημερινή μας πρακτική, δέν ἀποτελεῖ τό κέντρο τῆς ψυχῆς μας, τῆς διανοίας μας, τῆς καρδιᾶς μας, τό κέντρο τοῦ εἶναι μας. Δέν εἶναι, στόν βαθμό πού θά ἔπρεπε, ὁ σκοπός τῆς ζωῆς μας, τό ἀγαλλίαμά μας, ὁ πόθος μας καί ἡ λαχτάρα μας. Καθημερινά ἐκθρονίζουμε στήν πράξη τόν Χριστό ἀπό τή ζωή μας, ἀπό τίς συναναστροφές μας, τίς συζητήσεις μας καί τίς ἀναζητήσεις μας, ἀπό τή σκέψη μας καί τή γλώσσα μας, ἀκόμα κι ἀπ’ τήν προσευχή μας. Ἡ πρώτη ἐντολή Του, τό «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου» (Μάρκ. ιβ΄, 30) δέν ἀποτελεῖ τήν κύρια μέριμνά μας, τήν πεμπτουσία τοῦ πνευματικοῦ μας ἀγῶνα.
Ἀλλά, παρά τή δική μας ἀμέλεια, τή ραθυμία, τή χλιαρότητα καί τήν περί τά πνευματικά νωθρότητά μας, ὁ ἐράσμιος Νυμφίος τῶν ψυχῶν μας, ὁ γλυκύτατος Ἰησοῦς μας, δέν παύει νά κρούει τή θύρα τῆς ψυχῆς μας καί νά μᾶς ἀπευθύνει στοργικά, ἐπίμονα, ἀλλά καί διακριτικά τόν παρήγορο λόγο Του.
Ἀγαπητοί ἀδελφοί,
Ἀδικοῦμε πραγματικά τούς ἴδιους τούς ἑαυτούς μας ὅταν ἀγνοοῦμε καί ἀρνούμαστε τήν μητρική ἀγκαλιά τῆς Ἐκκλησίας ἤ μετέχουμε σέ Αὐτή μέ ἕνα ἀλλοτριωμένο τρόπο, χωρίς οὐσιαστικό βίωμα, χωρίς συνειδητή συμμετοχή στά Ἱερά Μυστήριά Της, χωρίς ἀποδοχή καί τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ στήν ζωή μας. Ὅταν μετέχουμε σ’ Αὐτή ὄχι ὡς γνήσια τέκνα Της, ἀλλά ὡς δοῦλοι καί μισθωτοί.
Ἀδελφοί, «ἰδοὺ νῦν (τώρα, σήμερα, ὄχι αὔριο) καιρὸς εὐπρόσδεκτος, ἰδοὺ νῦν (τώρα, σήμερα, ὄχι αὔριο) ἡμέρα σωτηρίας» (Β΄ Κοριν. στ΄, 2). Τώρα, σ’ αὐτή τή ζωή ὑπάρχει τό ἔλεος καί ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Ὁ θάνατος καραδοκεῖ ἀνά πᾶσα στιγμή, ἡ αὐλαία πέφτει ὁσονούπω, ἡ Κρίσις χωρίς ἔλεος, ἀκριβοδίκαιη καί ἀδέκαστη. Πολύ σοφά ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία μᾶς διδάσκει τή μεγάλη αὐτή ἀλήθεια μέ τούς συμβολισμούς μέσα στόν Ἱερό Ναό. Σέ ὅλες τίς εἰκόνες τοῦ Τέμπλου, δεξιά καί ἀριστερά τῆς Ὡραίας Πύλης καί ἐμπρός στήν Ὡραία Πύλη, οἱ ἀναμμένες κανδῆλες συμβολίζουν τό θεῖο ἔλεος, πού δίνεται πλουσιοπάροχα σέ ὅσους προσέρχονται ἐν μετανοίᾳ ἐκεῖ, ἔμπροσθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης, γιά τήν Μετάληψη τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν αἰώνιον». Ἐνῶ στόν ἐπισκοπικό θρόνο μέ τήν εἰκόνα τοῦ Μεγάλου Ἀρχιερέως Χριστοῦ, πού συμβολίζει τό βῆμα τοῦ Κριτοῦ, δέν ὑπάρχει κανδήλα, διότι ἀκριβῶς ἡ Κρίση τότε θά εἶναι ἀνέλεος.
Εἶναι φοβερή ἡ ὥρα τῆς Κρίσεως καί ἡ κόλαση, ἡ μεγαλύτερη συμφορά, τό φοβερώτερο κακό. Τά δεινά τῆς κολάσεως, ἡ αἰώνια, δηλαδή, στέρηση τῆς κοινωνίας τοῦ Θεοῦ, δέν ἔχουν καμμία σύγκριση μέ τίς συμφορές τῆς παρούσης ζωῆς. Ἄς εὐχόμαστε κανείς ἄνθρωπος στόν κόσμο νά μήν δοκιμάσει τήν ἄφατη ὀδύνη της. Ἄς μή παίζουμε «ἐν οὐ παικτοῖς». Τό διακυβευόμενο εἶναι ἡ ἀθάνατη ψυχή μας καί τό αἰώνιο μέλλον μας.
Εὐχηθεῖτε, Σεβασμιώτατε,
Μέ ἀφορμή τήν παρούσα σημαντική εὐκαιρία τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, πού μᾶς προσφέρει ἡ Ἁγία Μας Ἐκκλησία, τῆς ὁποίας ἑορτάζουμε τήν δόξα πανηγυρικά σήμερα μέ τήν ὀρθή τιμή καί προσκύνηση τῶν ἁγίων εἰκόνων, νά προστρέξουμε σταθερά, ἐπίμονα καί ἐπιμελημένα στήν ἀγκαλιά τῆς σοφῆς καί στοργικῆς μας Μητέρας, τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας καί νά παραμείνουμε ἐκεῖ εὐχαριστοῦντες, ὑμνολογοῦντες καί δοξολογοῦντες τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό γιά τίς ἄπειρες εὐεργεσίες Του καί γιά τήν ὑψίστη δωρεά τῆς Ἐπουρανίου Βασιλείας Του, τήν ὁποία, διά τῶν θεοπειθῶν εὐχῶν Σας, νά ἀξιωθοῦμε νά ἀπολαύσουμε. Ἀμήν.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλιά σας είναι ευπρόσδεκτα όταν διατυπώνονται με ευπρέπεια και ευγένεια.