Η "ανεξάρτητη" Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων και το ηλεκτρονικό φακέλωμα του ΙΚΑ


Ευχαριστούμε τον συνεργάτη μας Σ.Α  που μας έστειλε το  πολύ ωραίο δείγμα  της  "ανεξαρτησίας" και της  ορθοκρισίας της περιβόητης Αρχής και του προέδρου της.
Άλλο ένα δείγμα  των προθέσεων  της  Α.Π.Π.Δ  για την προστασία μας  (εν προκειμένω  σχετικά με το  φακέλωμα  που θα προκύψει απο την "Κάρτα του Πολίτη") μπορείτε να δείτε σε προσφατη ανάρτησή μας   εδώ

ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ
ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ

Αθήνα, 28-07-2010
Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/4733/28-07-2010

Α Π Ο Φ Α Σ Η 56/2010


Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα συνεδρίασε στην....
έδρα της τη 10/06/2010 και ώρα 10:00, μετά από πρόσκληση του Προέδρου της, προκειμένου να εξετάσει την υπόθεση που αναφέρεται στο ιστορικό της παρούσας. Παρέστησαν οι Χρ. Γεραρής, Πρόεδρος, Λ. Κοτσαλής, Αγ. Παπανεοφύτου, Αν. Πράσσος και Αντ. Ρουπακιώτης τακτικά μέλη της Αρχής. Επίσης, παρέστη το αναπληρωματικό μέλος της Αρχής Γρ. Πάντζιου, σε αντικατάσταση του τακτικού μέλους Αν. Πομπόρτση, ο οποίος, αν και κλήθηκε νομίμως εγγράφως, δεν παρέστη λόγω κωλύματος. Επίσης, δεν παρέστησαν λόγω κωλύματος, αν και εκλήθησαν νομίμως εγγράφως, το τακτικό μέλος της Αρχής Αν. – Ιωάν. Μεταξάς και ο αναπληρωτής αυτού Γρ. Λαζαράκος. Στη συνεδρίαση παρέστη, με εντολή του Προέδρου, ο Δημήτρης Ζωγραφόπουλος, δικηγόρος (ΔΝ) – νομικός ελεγκτής, ως εισηγητής. Επίσης, παρέστη, με εντολή του Προέδρου, και η Ειρήνη Παπαγεωργοπούλου, υπάλληλος του Διοικητικού – Οικονομικού Τμήματος της Αρχής, ως γραμματέας.
Η Αρχή έλαβε υπόψη τα ακόλουθα:
Με το υπ’ αρ. πρωτ. 3598/17-03-2010 (και υπ’ αρ. πρωτ. Αρχής ΓΝ/ΕΙΣ/354/18-03-2010) έγγραφό της – όπως αυτό συμπληρώθηκε με το υπ’ αρ. πρωτ. 3812/22-03-2010 (και υπ’ αρ. πρωτ. Αρχής ΓΝ/ΕΙΣ/380/23-03-2010) έγγραφο του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ – η Διοίκηση του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ υπέβαλε στην Αρχή, δια του νομικού συμβούλου της, ερώτημα για το εάν συνάδει με τις διατάξεις του Ν. 2472/1997 για την Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα η αναγραφή του Αριθμού Μητρώου Κοινωνικής Ασφάλισης (ΑΜΚΑ) των συνταγογραφούντων ιατρών στα συνταγολόγια του ΙΚΑ.
Στο προαναφερόμενο έγγραφο αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: Στη βάση της υπ’ αρ. ΦΓ93/07 διακήρυξης του ΙΚΑ –ΕΤΑΜ προκηρύχθηκε δημόσιος ανοικτός διαγωνισμός συνολικού προϋπολογισμού 8.200.000 ευρώ για την επιλογή αναδόχου με αντικείμενο την υλοποίηση του έργου "Παροχή υπηρεσιών σε ανθρώπινο δυναμικό και μέσα για τον σχεδιασμό και την οργάνωση συστήματος αυτοματοποιημένης διαχείρισης συνταγών του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ". Η υλοποίηση του πληροφοριακού συστήματος του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, σύμφωνα με τη Διοίκηση του Ιδρύματος, αναμένεται να έχει τα παρακάτω οφέλη για το ΙΚΑ, τα συμβαλλόμενα φαρμακεία (ιδιωτικά φαρμακεία, κλινικές συμβλημένες με το ΙΚΑ, φαρμακεία του ΙΚΑ), τους συμβαλλόμενους ιατρούς και τους ασφαλισμένους: 1) Τη μείωση των λαθών και την αύξηση της εμβέλειας των διενεργούμενων ελέγχων μέσω μίας πλήρως αυτοματοποιημένης διαδικασίας. 2) Τον έλεγχο και περιορισμό της υπέρμετρης και ανεξέλεγκτης κατανάλωσης υπηρεσιών φαρμάκων, μέσω της πληροφοριακής υποστήριξης του ελέγχου της ορθής εκτέλεσης των εντολών συνταγογράφησης και του εκσυγχρονισμού των διαδικασιών που αφορούν στη επεξεργασία, στον έλεγχο και στην εκκαθάριση των φαρμακευτικών δαπανών. 3) Τη διεκδίκηση της προβλεπόμενης επιστροφής (rebate) από τις φαρμακευτικές εταιρίες 4) Την παροχή διοικητικής πληροφόρησης στα αρμόδια στελέχη του ΙΚΑ μέσα από την πληρέστερη παρακολούθηση των φαρμακευτικών δαπανών. 5) Το χαμηλό λειτουργικό κόστος σε σχέση με τη διαδικασία χειρόγραφης εισαγωγής δεδομένων του παρόντος μοντέλου λειτουργίας και την αύξηση της ταχύτητας επεξεργασίας και ανάλυσης των στοιχείων των συνταγών με ταυτόχρονη αύξηση της ακρίβειας εισαγωγής των στοιχείων. 6) Την αυτοματοποίηση της αρχειοθέτησης, διασταύρωσης και χρέωσης των συνταγών, δεδομένου ότι το ψηφιακό περιβάλλον της εφαρμογής, που θα αναπτυχθεί για την υποστήριξη των λειτουργιών, θα αποτρέπει τη δημιουργία λαθών καταχώρισης δεδομένων, σφαλμάτων κλπ. Η εν λόγω εφαρμογή θα συντελέσει στη μείωση του χρόνου καταχώρισης και επεξεργασίας της πληροφορίας, στην αποτελεσματική διαχείριση της πληροφορίας και συνεπώς, στην εξοικονόμηση χρόνου και πόρων. 7) Με την εφαρμογή του παραπάνω έργου και πέρα από το οικονομικό όφελος του ΙΚΑ από την προαναφερόμενη επιστροφή (rebate), εκτιμάται ότι θα περιορισθεί η αλόγιστη συνταγογραφία σε ποσοστό 5±1%.
Ειδικότερα, σχετικά με την αναγραφή του ΑΜΚΑ των συνταγογραφούντων ιατρών στα συνταγολόγια του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, η Διοίκηση του Ιδρύματος αναφέρει τα ακόλουθα:
«Στο πλαίσιο των ανωτέρω σκοπών, το σχέδιο του συνταγολογίου περιέχει, μεταξύ άλλων και τον ΑΜΚΑ του συνταγογραφούντος ιατρού. Το γεγονός αυτό προκάλεσε την αντίδραση των συνδικαλιστικών οργάνων των ιατρών που επικαλούνται ότι η χρήση του ΑΜΚΑ του ιατρού “είναι δυνατόν να δημιουργήσει προβλήματα στην άσκηση του έργου του ιατρού με τους ασφαλισμένους και άλλους πολίτες που έχει να κάνει (με την ηλικία του ιατρού, τον χρόνο άσκησης της εργασίας του, εάν θα έπρεπε να είναι συνταξιούχος ο ιατρός)” όπως και “σε κανένα κράτος η ηλικία του ιατρού καθώς και άλλα προσωπικά δεδομένα που εμπεριέχει ο ΑΜΚΑ δεν μπορεί να αποτελεί δικαιολογία για τον περιορισμό της σπατάλης της φαρμακευτικής δαπάνης”. 
Προτείνουν δε όπως ο ΑΜΚΑ του ιατρού αντικατασταθεί με τον αριθμό μητρώου του ΤΣΑΥ. Εν όψει των ανωτέρω, παρακαλούμε για την γνωμοδότησή σας για την νομιμότητα της χρήσης του ΑΜΚΑ στα συνταγολόγια του ΙΚΑ».
Σε συνέχεια του προαναφερόμενου ερωτήματος, ζητήθηκαν από τη Διοίκηση του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ περαιτέρω διευκρινίσεις, οι οποίες παρασχέθηκαν με το ως άνω υπ’ αρ. πρωτ. 3812/22-03-2010 (και υπ’ αρ. πρωτ. Αρχής ΓΝ/ΕΙΣ/380/23-03-2010) έγγραφό της.  
Η Διοίκηση του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ πληροφόρησε την Αρχή για τα ακόλουθα:
«1) Ο Αριθμός Μητρώου Κοινωνικής Ασφάλισης (ΑΜΚΑ) θεσπίστηκε με το αρθρ. 64 του νόμου 2084/1992 όπως αυτό τροποποιήθηκε μεταγενέστερα. Με το άρθρο 153§ 6 του νόμου 3656/2008 (ΦΕΚ 58/3-4-2008), ορίστηκε ότι ο ΑΜΚΑ θα αντικαταστήσει τον αντίστοιχο αριθμό μητρώου ο οποίος τηρείται στα μηχανογραφικά μητρώα όλων των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης ή του ΟΑΕΔ, σταδιακά και με πλήρη αντικατάσταση εντός μίας πενταετίας, δηλαδή το αργότερο μέχρι το 2013. Συνεπώς, ο αριθμός μητρώου ΤΣΑΥ καταργείται με καταληκτική ημερομηνία τον Απρίλιο 2008.
2) Το έργο του συστήματος αυτοματοποιημένης διαχείρισης συνταγών του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ που τίθεται σε εφαρμογή από την 1η Απριλίου 2010, χρησιμοποιεί τον ΑΜΚΑ ως τον πλέον σύγχρονο και επικαιροποιημένο αριθμό μητρώου των εμπλεκομένων στο σύστημα προσώπων στα οποία συμπεριλαμβάνονται και οι συνταγογραφούντες ιατροί.
3) Ο αριθμός μητρώου του ΤΣΑΥ, έχει αποδειχθεί ότι λόγω λαθών, δεν είναι αξιόπιστος προς χρήση σε μία αυτοματοποιημένη και ηλεκτρονική διαδικασία ελέγχου των συνταγών. 4) Τέλος, η χρήση στα συνταγολόγια ενός καταργούμενου στοιχείου όπως ο αριθμός μητρώου του ΤΣΑΥ και η σε σύντομο χρονικό διάστημα αντικατάστασή του, είναι βέβαιον ότι θα δημιουργήσει δυσκολίες, περιττά έξοδα (νέων εντύπων και τροποποίησης του λογισμικού), την ανάγκη τροποποίησης του λογισμικού, την μετάπτωση από το καταργούμενο στοιχείο στο νέο και κατ΄ επέκταση νέα διαδικασία συσχετισμού των δύο στοιχείων».
Εξάλλου, κοινοποιήθηκε στην Αρχή το υπ’ αρ. πρωτ. 12/01-03-2010 (και υπ’ αρ. πρωτ. Αρχής Γ/ΕΙΣ/1629/12-03-2010) έγγραφο της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συλλόγων Επιστημονικού Υγειονομικού Προσωπικού ΙΚΑ (ΠΟΣΕΥΠΙΚΑ), με το οποίο η εν λόγω συνδικαλιστική οργάνωση εκφράζει τις αντιρρήσεις της προς τη Διοίκηση του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ για τη χρήση του ΑΜΚΑ του συνταγογραφούντος ιατρού στα νέα συνταγολόγια του Ιδρύματος. Στο έγγραφό αυτό η ΠΟΣΕΥΠΙΚΑ, μεταξύ άλλων, εκφράζει την άποψη ότι «η διακίνηση προς τρίτους προσωπικών δεδομένων γιατρών αλλά και ασθενών δημιουργεί παρενέργειες».
Στη συνέχεια, ο Ιατρικός Σύλλογος Αθηνών, με το υπ’ αρ. πρωτ. 15199/25-05-2010 (και υπ’ αρ. πρωτ. Αρχής Γ/ΕΙΣ/3372/28-05-2010) έγγραφό του κατήγγειλε στην Αρχή, αφενός, τη δημοσιοποίηση από το Υπουργείο Οικονομικών, ως υπεύθυνο επεξεργασίας, λίστας ιατρών που υπέπεσαν σε φορολογικές παραβάσεις και, αφετέρου, την υποχρεωτική αναγραφή του ΑΜΚΑ των συνταγογραφούντων ιατρών στα συνταγολόγια όλων των ασφαλιστικών οργανισμών, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 32 παρ. 6 του Ν. 3846/2010 σχετικά με εγγυήσεις για την εργασιακή ασφάλεια και άλλες διατάξεις. Κατά την άποψη του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών, «το ζήτημα, που εν προκειμένω τίθεται, είναι ότι με βάση τον ΑΜΚΑ αποκαλύπτεται η ημερομηνία γέννησης του θεράποντος ιατρού, στοιχείο που αναμφισβήτητα συνιστά προσωπικό δεδομένο, απόρρητο στοιχείο της προσωπικότητας του και σε κάθε περίπτωση αφορά την ιδιότητα εκάστου πολίτη ως ασφαλισμένου και όχι ως επαγγελματία. Η αναγραφή δε αυτού σε κάθε συνταγή συνεπάγεται τη γνωστοποίηση σε κάθε ασφαλισμένο προσωπικών στοιχείων του ιατρού, όπως π.χ. την ηλικία του, γεγονός για το οποίο αφενός δεν συντρέχει λόγος, αφετέρου μπορεί να δημιουργήσει ζητήματα στον εκάστοτε ιατρό. Το ερώτημα, που συνακόλουθα τίθεται, είναι αν νομίμως κάμπτονται εν προκειμένω οι αρχές προστασίας των προσωπικών δεδομένων εκ μόνου του λόγου ότι η πολιτεία αδυνατεί να ελέγξει τη συνταγογράφηση φαρμάκων και τον περιορισμό των δημοσίων δαπανών για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη των ασφαλισμένων του δημοσίου και των λοιπών ασφαλιστικών ταμείων».
Επίσης, ο Ιατρικός Σύλλογος Πειραιά, με το υπ’ αρ. πρωτ. 1463/21-05-2010 (και υπ’ αρ. πρωτ. Αρχής Γ/ΕΙΣ/3395/28-05-2010) έγγραφό του, διαβίβασε στην Αρχή το υπ’ αρ. πρωτ. 638/1-3-2010 έγγραφό του προς τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και ζήτησε την παρέμβαση της Αρχής σχετικά με την προαναφερόμενη υποχρεωτική αναγραφή του ΑΜΚΑ των συνταγογραφούντων ιατρών στα συνταγολόγια των ασφαλιστικών οργανισμών. Στο εν λόγω έγγραφο του Ιατρικού Συλλόγου Πειραιά, αναφέρονται μεταξύ άλλων τα ακόλουθα: Ο ΑΜΚΑ «αποτελεί προσωπικό δεδομένο για όλους τους πολίτες και η χρησιμοποίηση του ΑΜΚΑ του ιατρού στα συνταγολόγια του ΙΚΑ δημιουργεί ή μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα στην άσκηση του έργου του ιατρού με τους ασφαλισμένους και άλλους πολίτες (που έχει να κάνει με την ηλικία του ιατρού, το χρόνο άσκησης της εργασίας του, εάν θα έπρεπε να είναι συνταξιούχος ο ιατρός κλπ.). Γνωρίζοντας τον ΑΜΚΑ του Ιατρού δίνει την δυνατότητα στον οποιοδήποτε να έχει πρόσβαση σε διάφορα προσωπικά του στοιχεία. Ο Ιατρικός Σύλλογος Πειραιά σαφώς και είναι υπέρ της Μηχανογράφησης των Ασφαλιστικών Ταμείων, διότι αυτό θα συμβάλλει στην βελτίωση των οικονομικών δεικτών τους, όμως το θέμα αυτό θα πρέπει να λυθεί με εφαρμόσιμους τρόπους μη προσβλητικούς και ούτε εξοντωτικούς για τον ιατρό. Εμείς προτείνουμε τα εξής: Ο ΑΜΚΑ του ιατρού να αντικατασταθεί με τον Αριθμό Μητρώου του ΤΣΑΥ και τον κωδικό του υποκαταστήματος που εργάζεται ο ιατρός (…)».
Εξάλλου, υποβλήθηκε το υπ’ αρ. πρωτ. 3976/Γ/04-06-2010 (και υπ’ αρ. πρωτ. Αρχής Γ/ΕΙΣ/3560/07-06-2010) ερώτημα του Ιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης για το εάν συνάδει με τις διατάξεις περί προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα η υποχρεωτική αναγραφή του ΑΜΚΑ των συνταγογραφούντων ιατρών στα συνταγολόγια των ασφαλιστικών οργανισμών.
Επιπλέον, ανάλογα ερωτήματα υπέβαλαν στην Αρχή – αντίστοιχα με τα υπ’ αρ. πρωτ. Γ/ΕΙΣ/3378/28-05-2010, Γ/ΕΙΣ/3465/01-06-2010 και Γ/ΕΙΣ/3537/05-06-2010 έγγραφά τους – οι ιατροί A, Β και Γ.
Μετά από εξέταση των προαναφερομένων στοιχείων, αφού άκουσε την πρόταση του εισηγητή και κατόπιν διεξοδικής συζήτησης,
Η Αρχή, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τις διατάξεις:
1) Του Συντάγματος, και ιδίως εκείνες των άρθρων 2 παρ. 1, 5 παρ. 1, 9Α, 20, 25, 26, και 28,
2) Του Ν. 2472/1997 για την Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, που ενσωμάτωσε στην ελληνική έννομη τάξη εκείνες της Οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, καθώς και τις διατάξεις της Οδηγίας αυτής,
3) Της Σύμβασης 108 (1981) του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των ατόμων από την αυτοματοποιημένη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, η οποία κυρώθηκε με το Ν. 2068/1992 (ΦΕΚ Α΄ 118) και τέθηκε σε ισχύ ως προς την Ελλάδα την 01/12/1995 με την Ανακοίνωση Υπ. Εξωτερικών Φ.0546/4173 (ΦΕΚ Α΄ 207/1995) και τη θεματική Σύσταση του Συμβουλίου της Ευρώπης (Recommandation N° R (86) 1) για την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των οποίων γίνεται χρήση για σκοπούς κοινωνικής ασφάλισης, η οποία διευκρινίζει και εξειδικεύει τις διατάξεις της Σύμβασης 108 (1981) στο πεδίο της κοινωνικής ασφάλισης,
4) Του Ν. 3418/2005 για τον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (ΦΕΚ Α΄ 287 28/11/2005),
5) Του Ν. 2084/1992 για την αναμόρφωση της Κοινωνικής Ασφάλισης και άλλες διατάξεις (ΦΕΚ Α΄ 165 07/10/1992),
6) Του Ν. 3655/2008 για τη διοικητική και οργανωτική μεταρρύθμιση του Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης και λοιπές ασφαλιστικές διατάξεις (ΦΕΚ Α΄ 58 03/04/2008),
7) Του Ν. 3518/2006 για την αναδιάρθρωση των κλάδων του Ταμείου Συντάξεων Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων (Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε.) κλπ. (ΦΕΚ Α΄ 272 21/12/2006),
8) Της ΚΥΑ Φ.42000/οικ.28746/2920/17-12-2009 για το ενιαίο έντυπο συνταγής χορήγησης φαρμάκων σε ασφαλισμένους ασφαλιστικών οργανισμών και ΟΠΑΔ (ΦΕΚ Β΄ 2504/18-12-09),
9) Της ΚΥΑ οικ.7791/245/Φ80321 για τον καθορισμό διαδικασιών για την απόδοση ΑΜΚΑ από τα ΚΕΠ και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης (ΦΕΚ Β΄ 596 01/04/2009),
10) Του ΠΔ 121/2008 σχετικά με τον καθορισμό των υποχρεώσεων των ασφαλιστικών οργανισμών, των θεραπόντων και ελεγκτών ιατρών και των φαρμακοποιών, καθώς και των σχετικών κυρώσεων (ΦΕΚ Α΄ 183 03/09/2008),
11) Του Ν. 3846/2010 για τις εγγυήσεις για την εργασιακή ασφάλεια και άλλες διατάξεις (ΦΕΚ Α΄ 66 11/05/2010).


ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

1. Επειδή, το άρθρο 2 του Ν. 2472/1997 ορίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως:
α) Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων. Δεν λογίζονται ως δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα στατιστικής φύσεως συγκεντρωτικά στοιχεία, από τα οποία δεν μπορούν πλέον να προσδιορισθούν τα υποκείμενα των δεδομένων. β) Ευαίσθητα δεδομένα, τα δεδομένα που αφορούν τη φυλετική ή εθνική προέλευση, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, τη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, στην υγεία, στην κοινωνική πρόνοια και στην ερωτική ζωή, στα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες, καθώς και στη συμμετοχή σε συναφείς με τα ανωτέρω ενώσεις προσώπων. γ) Υποκείμενο των δεδομένων, το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα, και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός η περισσότερων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόστασή του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική ή κοινωνική. (…) θ) Τρίτος, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία, ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, εκτός από το υποκείμενο των δεδομένων, τον υπεύθυνο επεξεργασίας και τα πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα να επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εφόσον ενεργούν υπό την άμεση εποπτεία ή για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας. (…)».
2. Επειδή, η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν. 2472/1997, εναρμονιζόμενη, ιδίως, με τις διατάξεις των άρθρων 9Α, 25 παρ. 1 και 28 του Συν/τος, 8 και 7 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και 6 της Οδηγίας 95/46/ΕΕ, ρητά ορίζει ότι: «Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει: α) Να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία ενόψει των σκοπών αυτών. β) Να είναι συναφή, πρόσφορα, και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτείται εν όψει των σκοπών της επεξεργασίας. (…)». Καθιερώνονται, λοιπόν, ως θεμελιώδεις προϋποθέσεις για τη νομιμότητα κάθε επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και για τη νομιμότητα της σύστασης και λειτουργίας κάθε αρχείου, οι αρχές του σκοπού της επεξεργασίας και της αναλογικότητας των δεδομένων σε σχέση πάντα με το σκοπό επεξεργασίας. Συνεπώς, κάθε επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, που γίνεται πέραν του επιδιωκόμενου σκοπού ή η οποία δεν είναι πρόσφορη και αναγκαία για την επίτευξή του, δεν είναι νόμιμη.
3. Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 5 και 7 του Ν. 2472/1997 προκύπτει ότι η συλλογή και κάθε περαιτέρω επεξεργασία απλών και ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται, καταρχήν, εφόσον το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συγκατάθεσή του. Ωστόσο, η συλλογή και κάθε περαιτέρω επεξεργασία τόσο των απλών όσο και των ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται, κατ’ εξαίρεση, και χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου τους, στις περιπτώσεις που περιοριστικά προβλέπει ο νόμος (Βλ., ιδίως, τις αποφάσεις της Αρχής 27/2001, 75/2001, 83/2001, 8/2003, 61/2003, 8/2005, 9/2005, 75/2005, 25/2006, 38/2006, 1/2009, 2/2009, 10/2009, 37/2009, 2/2010, 3/2010, 21/2010, 22/2010 και 37/2010). Ειδικότερα για τα απλά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται, μεταξύ άλλων, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 5 παρ. 2 στοιχ. (β΄) και (δ΄), δηλαδή, καθόσον – αντίστοιχα – η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκπλήρωση υποχρεώσεως του υπεύθυνου επεξεργασίας, η οποία επιβάλλεται από το νόμο, ή η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκτέλεση έργου δημόσιου συμφέροντος ή έργου που εμπίπτει στην άσκηση δημόσιας εξουσίας και εκτελείται από δημόσια αρχή ή έχει ανατεθεί από αυτή είτε στον υπεύθυνο επεξεργασίας είτε σε τρίτο, στον οποίο γνωστοποιούνται τα δεδομένα.
4. Επειδή, το άρθρο 1 του Ν. 3418/2005 σχετικά με τον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι: «1. Ιατρική πράξη είναι εκείνη που έχει ως σκοπό τη με οποιαδήποτε επιστημονική μέθοδο πρόληψη, διάγνωση, θεραπεία και αποκατάσταση της υγείας του ανθρώπου. (…) 3. Στην έννοια της ιατρικής πράξης περιλαμβάνονται και η συνταγογράφηση, η εντολή για διενέργεια πάσης φύσεως παρακλινικών εξετάσεων, η έκδοση ιατρικών πιστοποιητικών και βεβαιώσεων και η γενική συμβουλευτική υποστήριξη του ασθενή. (…)». Περαιτέρω, το άρθρο 2 παρ. 2 του ιδίου νόμου ορίζει ότι: «2. Ο ιατρός τηρεί τον όρκο του Ιπποκράτη, ασκεί το έργο του σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία και πρέπει, κατά την άσκηση του επαγγέλματος του, να αποφεύγει κάθε πράξη ή παράλειψη η οποία μπορεί να βλάψει την τιμή και την αξιοπρέπεια του ιατρού και να κλονίσει την πίστη του κοινού προς το ιατρικό επάγγελμα. Οφείλει, επίσης, να διατηρεί σε υψηλό επίπεδο την επαγγελματική του συμπεριφορά, ώστε να καταξιώνεται στη συνείδηση του κοινωνικού συνόλου και να προάγει το κύρος και την αξιοπιστία του ιατρικού σώματος. Ο ιατρός πρέπει να επιδεικνύει τη συμπεριφορά αυτή όχι μόνον κατά την άσκηση του επαγγέλματος του, αλλά και στο πλαίσιο της γενικότερης κοινωνικής έκφανσης της προσωπικότητας του». Το άρθρο 5 του ιδίου νόμου προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι: «1. Τα ιατρικά πιστοποιητικά και οι ιατρικές γνωματεύσεις, καθώς και οι ιατρικές συνταγές που εκδίδονται κατά τους νόμιμους τύπους, έχουν το ίδιο κύρος και την ίδια νομική ισχύ ως προς τις νόμιμες χρήσεις και ενώπιον όλων των αρχών και υπηρεσιών, ανεξάρτητα από το αν εκδίδονται από ιατρούς που υπηρετούν σε Ν.Π.Δ.Δ. ή Ν.Π.Ι.Δ. ή ιδιώτες ιατρούς. (…) 2. Ο ιατρός οφείλει, όταν συντάσσει πάσης φύσεως ιατρικά πιστοποιητικά ή γνωματεύσεις, να αναφέρει το σκοπό για τον οποίο προορίζονται, καθώς και το όνομα του λήπτη του πιστοποιητικού. 3. Τα ιατρικά πιστοποιητικά και οι ιατρικές γνωματεύσεις εκδίδονται μετά από προηγούμενη γραπτή ή προφορική αίτηση του προσώπου στο οποίο αφορούν ή, κατ’ εξαίρεση, τρίτου προσώπου που έχει έννομο συμφέρον και το αποδεικνύει, καθώς και όταν αυτό ρητά προβλέπεται στο νόμο. (…) Η έκδοση αναληθών ιατρικών πιστοποιητικών συνιστά πειθαρχικό και ποινικό αδίκημα σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. Ιδιώτες ιατροί που εκδίδουν ιατρικά πιστοποιητικά ή μετέχουν σε επιτροπές που τα εκδίδουν, θεωρούνται υπάλληλοι κατά την έννοια που έχει ο όρος στον Ποινικό Κώδικα. 4. Τα πάσης φύσεως ιατρικά πιστοποιητικά ή ιατρικές γνωματεύσεις παραδίδονται σε αυτόν που παραδεκτά το ζήτησε ή σε τρίτο πρόσωπο, που έχει εξουσιοδοτηθεί ειδικά από τον αιτούντα». Τέλος, το άρθρο 20 του ιδίου νόμου ορίζει για την άσκηση ιατρικής στο πλαίσιο της κοινωνικής ασφάλισης, μεταξύ άλλων, ότι: «(…) Ο ιατρός οφείλει να ενεργεί με κύριο γνώμονα το συμφέρον των ασθενών ασφαλισμένων, πάντα όμως στο πλαίσιο του κανονισμού υγειονομικής περίθαλψης του οικείου φορέα κοινωνικής ασφάλισης. 3. Οι σχέσεις ιατρών και ασφαλιστικών οργανισμών διέπονται από το γενικό πλαίσιο δεοντολογίας και τις συμβάσεις που ισχύουν μεταξύ τους».
5. Επειδή, το άρθρο 64 του Ν. 2084/1992 για την αναμόρφωση της Κοινωνικής Ασφάλισης κλπ., θέσπισε τη δημιουργία του ΑΜΚΑ, ορίζοντας σχετικά με το Μητρώο ασφαλισμένων, εργοδοτών και συνταξιούχων-Δελτία απογραφής τα ακόλουθα: «1. Το μητρώο ασφαλισμένων και συνταξιούχων, καθώς και το μητρώο εργοδοτών στους φορείς κοινωνικής ασφάλισης τηρείται μηχανογραφικά κατά τα οριζόμενα με απόφαση του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Στη Γενική Γραμματεία Κοινωνικών Ασφαλίσεων τηρείται μηχανογραφικό Εθνικό Γενικό Μητρώο όλων των ασφαλισμένων και συνταξιούχων της χώρας, καθώς και Εθνικό Γενικό Μητρώο Εργοδοτών κατά τα οριζόμενα ομοίως με απόφαση του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Στο Εθνικό Μητρώο όλων των ασφαλισμένων και συνταξιούχων της χώρας δύνανται να περιλαμβάνονται και οι Έλληνες ομογενείς που ασφαλίζονται στα Κράτη-Μέλη της Κοινότητας και στις Χώρες της ΕΖΕΣ. Οι φορείς κοινωνικής ασφάλισης, καθώς και οι δημόσιοι φορείς, οργανισμοί και υπηρεσίες που τηρούν αρχεία για ασφαλισμένους ή συνταξιούχους υποχρεούνται να υποβάλλουν κάθε αναγκαίο στοιχείο για τη δημιουργία και λειτουργία των Εθνικών Γενικών Μητρώων Ασφαλισμένων, Συνταξιούχων και Εργοδοτών. Οι Ασφαλισμένοι, Συνταξιούχοι και οι Εργοδότες εφοδιάζονται με παραστατικό του αριθμού μητρώου τους στοιχείο, κατά τα οριζόμενα με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. 2. Η εγγραφή ασφαλισμένου ή εργοδότη στα μητρώα του φορέα γίνεται βάσει δηλώσεως (δελτίου απογραφής) του ασφαλισμένου ή εργοδότη. (…) Ο τύπος και το περιεχόμενο της δηλώσεως απογραφής, ο τρόπος διαπίστωσης αναπόγραφων ασφαλισμένων – εργοδοτών, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια καθορίζονται με απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων».
6. Επειδή, περαιτέρω, το άρθρο 153 του Ν. 3655/2008 για τη διοικητική και οργανωτική μεταρρύθμιση του Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης κλπ. προβλέπει για τον Αριθμό Μητρώου Κοινωνικής Ασφάλισης (ΑΜΚΑ) τα ακόλουθα: «1. Ο Αριθμός Μητρώου Κοινωνικής Ασφάλισης (ΑΜΚΑ), ο οποίος καθιερώθηκε με το άρθρο 64 του ν. 2084/1992 που συμπληρώθηκε με την παρ. 8 του άρθρου 20 του ν. 2556/1997, το άρθρο 39 του ν. 2676/1999 και την παρ. 8 του άρθρου 62 του ν. 3518/2006, από 1.6.2009, καθιερώνεται υποχρεωτικά ως αριθμός εργασιακής και ασφαλιστικής ταυτοποίησης όλων των πολιτών της Χώρας. 2. Από την ίδια ως άνω ημερομηνία ουδείς δύναται να απασχοληθεί ως μισθωτός ή ως αυτοαπασχολούμενος, να ασφαλισθεί ή να καταβάλει ασφαλιστικές εισφορές, να εκδώσει ή να ανανεώσει βιβλιάριο ασθενείας, να δικαιωθεί και να εισπράξει συντάξεις και γενικότερα πάσης φύσεως παροχές, επιδόματα και βοηθήματα, εάν δεν διαθέτει ΑΜΚΑ, ο οποίος αναγράφεται υποχρεωτικά επί όλων των ως άνω αντίστοιχων παραστατικών. 3. Η χορήγηση του ΑΜΚΑ γίνεται από την ΗΔΙΚΑ ΑΕ, μέσω των ΚΕΠ, παραστατικό δε αυτού χορηγείται στον ενδιαφερόμενο από τα ΚΕΠ ή αποστέλλεται σε αυτόν με ευθύνη της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Όλοι οι αρμόδιοι φορείς υποχρεούνται να ενημερώνουν, ηλεκτρονικά μέσω δικτύου (ή τηλεματικά), την ΗΔΙΚΑ ΑΕ, για κάθε καταχώριση ΑΜΚΑ που διενεργείται στα μητρώα τους ή για κάθε σχετική μεταβολή των εργασιακών και ασφαλιστικών στοιχείων των πολιτών, προκειμένου να ενημερωθεί το Εθνικό Γενικό Μητρώο όλων των ασφαλισμένων και συνταξιούχων της χώρας, καθώς και το Εθνικό Γενικό Μητρώο εργοδοτών. 4. Από 1.6.2009 τίθεται επίσης σε ισχύ η παρ. 8 του άρθρου 62 του ν. 3518/2006. 5. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης των φορέων επιβάλλονται στο Διοικητικό Συμβούλιο τα προβλεπόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 3 του π.δ. 384/1992, όπως κάθε φορά ισχύουν, πρόστιμα, υπέρ του Λογαριασμού Βελτίωσης Κοινωνικής Ασφάλισης. Τα πρόστιμα επιβάλλονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας. Επιπλέον στους Ασφαλιστικούς Φορείς δεν αποδίδεται η συμμετοχή του Κράτους για νέους ασφαλισμένους που δεν διαθέτουν ενημερωμένα μητρώα ασφαλισμένων με ΑΜΚΑ. 6. Ο ΑΜΚΑ θα αντικαταστήσει τον αντίστοιχο Αριθμό Μητρώου, ο οποίος τηρείται στα μηχανογραφικά μητρώα όλων των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης ή του ΟΑΕΔ, σταδιακά και με πλήρη αντικατάσταση εντός μίας πενταετίας. 7. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού καθορίζονται οι λεπτομέρειες υλοποίησης των αναφερομένων στο άρθρο αυτό».
7. Επειδή, εξάλλου, το ΠΔ 88/1998 (ΦΕΚ Α΄ 82 16/04/1998) καθιέρωσε ενιαίο έντυπο συνταγής χορήγησης φαρμάκων για το Δημόσιο και τους ασφαλιστικούς οργανισμούς, επιβάλοντας, μεταξύ άλλων, την υποχρεωτική αναγραφή σε κάθε συνταγή του κωδικού του ιατρού, που είναι ο αριθμός μητρώου στο φορέα όπου υπηρετεί ή, αν δεν υπάρχει, τον αριθμό μητρώου στο ΤΣΑΥ. Το ενιαίο έντυπο συνταγής τροποποιήθηκε μεταγενεστέρως, ενώ το άρθρο 59 παρ. 12 του Ν. 3518/2006 (ΦΕΚ Α΄ 272 21/12/2006) προβλέπει ότι: «Με απόφαση των Υπουργών Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού δύναται να τροποποιείται ο ενιαίος τύπος συνταγής χορήγησης φαρμάκων για τους ασφαλιστικούς οργανισμούς (…)». Συναφώς, το ΠΔ 121/2008 (ΦΕΚ Α΄ 183 03/09/2008), καθορίζει, μεταξύ άλλων, τις υποχρεώσεις των ιατρών, των φαρμακοποιών και των ασφαλιστικών οργανισμών κατά την παροχή φαρμακευτικής περίθαλψης.
8. Επειδή, περαιτέρω, οι διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 2 της ΚΥΑ Φ.42000/οικ.28746/2920/17-12-2009 για το ενιαίο έντυπο συνταγής χορήγησης φαρμάκων σε ασφαλισμένους ασφαλιστικών οργανισμών και ΟΠΑΔ, η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση των προαναφερομένων διατάξεων των άρθρων 59 παρ. 12 του Ν. 3518/2006 και 153 παρ. 7 του Ν. 3655/2008, ορίζουν ότι: «Σε κάθε συνταγή αναγράφονται υποχρεωτικά τα στοιχεία που αναφέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 2 του π. δ/τος 88/1998 και στην παρ. 3 της κυα Φ.42000/οικ.30285/3116/15-07-2009. Αλλαγές επέρχονται μόνο στα πεδία (…) και το πεδίο «ΚΩΔ. ΙΑΤΡΟΥ» αντικαθίσταται με «ΑΜΚΑ ΙΑΤΡΟΥ» (…)». Μετά από την έκδοση της εν λόγω ΚΥΑ εκδόθηκε η εγκύκλιος του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ με αρ. πρωτ. Γ55/728/19.01.2010 και θέμα «Ενημέρωση για το έργο της Αυτοματοποιημένης Διαχείρισης Συνταγών του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ», στην οποία αναφερόταν ρητά η ανάγκη αναγραφής στα νέα συνταγολόγια του οργανισμού των αριθμών ΑΜΚΑ των εκάστοτε ενδιαφερομένων ιατρών και φαρμακοποιών.
9. Επειδή, οι διατάξεις της ΚΥΑ οικ.7791/245/Φ80321 για τον καθορισμό διαδικασιών για την απόδοση ΑΜΚΑ από τα ΚΕΠ και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης προσδιορίζουν τις διαδικασίες για την απόδοση του ΑΜΚΑ σε κάθε υπόχρεο μέσω των ΚΕΠ και των αρμόδιων φορέων κοινωνικής ασφάλισης, τις ειδικότερες αρμοδιότητες της ανώνυμης εταιρείας Ηλεκτρονική Διακυβέρνηση Κοινωνικής Ασφάλισης ΑΕ (ΗΔΙΚΑ ΑΕ) για την απόδοση του ΑΜΚΑ, τα απαραίτητα στοιχεία και δικαιολογητικά για την απογραφή κάθε υπόχρεου προς λήψη ΑΜΚΑ. Ειδικότερα, οι υπόχρεοι προς λήψη ΑΜΚΑ προσδιορίζονται στο άρθρο 1 παρ. 2 της εν λόγω ΚΥΑ ως εξής: «Υπόχρεοι απόκτησης ΑΜΚΑ είναι όλοι οι ασφαλισμένοι (άμεσα ή έμμεσα) και οι συνταξιούχοι, καθώς επίσης και κάθε πρόσωπο που εργάζεται ή πρόκειται να αναλάβει εργασία εντός των ορίων της χώρας».
10. Επειδή, τέλος, το άρθρο 32 του Ν. 3846/2010 για τις εγγυήσεις για την εργασιακή ασφάλεια και άλλες διατάξεις (ΦΕΚ Α΄ 66 11/05/2010) τροποποίησε το ΠΔ 121/2008 και προβλέπει αυστηρότερες κυρώσεις για τη μη συμμόρφωση προς τις αντίστοιχες με τη σύνταξη και εκτέλεση των συνταγολογίων υποχρεώσεις. Ειδικότερα, η τελευταία παράγραφος του άρθρου αυτού ορίζει ότι: «6. Συνταγές φαρμάκων στις οποίες δεν έχουν συμπληρωθεί όλα τα πεδία του συνταγολογίου συμπεριλαμβανομένου και του Αριθμού Μητρώου Κοινωνικής Ασφάλισης (ΑΜΚΑ) του αρμόδιου ιατρού που συνυπογράφει δεν εκτελούνται από τον φαρμακοποιό».
11. Επειδή, κατ’ εφαρμογή των προαναφερομένων διατάξεων ιδίως των άρθρων 64 του Ν. 2084/1992 και 153 του Ν. 3655/2008, ο Αριθμός Μητρώου Κοινωνικής Ασφάλισης (ΑΜΚΑ) έχει καθιερωθεί ως ένας 11ψήφιος αριθμός, που αποδίδεται σε κάθε υπόχρεο, δηλαδή σε όλους τους ασφαλισμένους και στους συνταξιούχους, καθώς επίσης και σε κάθε πρόσωπο που εργάζεται ή πρόκειται να αναλάβει εργασία εντός των ορίων της χώρας. Ο ΑΜΚΑ είναι μοναδικός και δηλώνει έναν υπόχρεο. Αποτελείται από τρία τμήματα, από το συνδυασμό των οποίων προκύπτει και η μοναδικότητά του: (α) το πρώτο τμήμα είναι 6ψήφιο και δηλώνει την ημερομηνία γέννησης (ημέρα / μήνας / έτος) του συγκεκριμένου υπόχρεου, (β) το δεύτερο τμήμα είναι 4ψήφιο και δηλώνει τον αύξοντα αριθμό καταχώρισης του υπόχρεου στο οικείο Εθνικό Μητρώο μέσα στην ίδια ημερομηνία γέννησης και (γ) το τρίτο τμήμα είναι μονοψήφιο και αποτελεί χαρακτήρα ελέγχου που δίνεται από τη μηχανογράφηση. Για όλα τα θέματα σχετικά με τη χρήση του ΑΜΚΑ στην κοινωνική ασφάλιση λειτουργεί για το ευρύ κοινό σχετικός ενημερωτικός διαδικτυακός κόμβος: http://www.amka.gr/. Οι εργασίες μηχανογράφησης του ΑΜΚΑ εκτελούνται κατά βάση από την ανώνυμη εταιρεία Ηλεκτρονική Διακυβέρνηση Κοινωνικής Ασφάλισης ΑΕ (ΗΔΙΚΑ ΑΕ), η οποία διαθέτει προσβάσιμο στο ευρύ κοινό ενημερωτικό διαδικτυακό κόμβο (Βλ http://www.idika.gr/ ). Εξάλλου, από τις προαναφερόμενες διατάξεις του άρθρου 153 του Ν. 3655/2008 προκύπτει σαφώς ότι ο ΑΜΚΑ καθιερώνεται υποχρεωτικά ως αριθμός εργασιακής και ασφαλιστικής ταυτοποίησης όλων των πολιτών της χώρας. Από το μήνα Οκτώβριο του έτους 2009 η απόκτηση ΑΜΚΑ είναι υποχρεωτική για όλους και από την ως άνω ημερομηνία ουδείς δύναται να απασχοληθεί ως μισθωτός ή ως αυτοαπασχολούμενος, να ασφαλισθεί ή να καταβάλει ασφαλιστικές εισφορές, να εκδώσει ή να ανανεώσει βιβλιάριο ασθενείας, να δικαιωθεί και να εισπράξει συντάξεις και γενικότερα πάσης φύσεως παροχές, επιδόματα και βοηθήματα, εάν δεν διαθέτει ΑΜΚΑ, ο οποίος αναγράφεται υποχρεωτικά επί όλων των ως άνω αντίστοιχων παραστατικών.
12. Επειδή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 2 του Ν. 2472/1997 ο ΑΜΚΑ κάθε υποχρέου συνιστά απλό δεδομένο προσωπικού χαρακτήρα, καθόσον από την επεξεργασία του ΑΜΚΑ μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως η ταυτότητα του υποκειμένου του. Ο ΑΜΚΑ δεν αποκαλύπτει από μόνος του το παραμικρό ευαίσθητο δεδομένο προσωπικού χαρακτήρα του εκάστοτε ενδιαφερομένου υποκειμένου. Με τη χρήση του ΑΜΚΑ, όπως αυτός καθιερώθηκε βασικά με το άρθρο 64 του Ν. 2084/1992, νεώτερου του Ν. 2472/1997, δύναται σαφώς να αποκαλυφθεί η ηλικία του εκάστοτε ενδιαφερομένου υποχρέου, η οποία συνιστά επίσης απλό δεδομένο προσωπικού χαρακτήρα. Ο κατά τα προαναφερόμενα τρόπος σύλληψης και δημιουργίας του ΑΜΚΑ εμπεριέχει προφανώς χρηστικότητα για τον ίδιο τον υπόχρεο, που πιο εύκολα δύναται να συγκρατήσει στη μνήμη του έναν απαραίτητο για διάφορες χρήσεις 11ψήφιο αριθμό, του οποίου τα 6 πρώτα ψηφία του είναι αυτομάτως γνωστά καθόσον συμπίπτουν με την ημερομηνία γέννησής του. Το γεγονός αυτό δεν είναι αμελητέο, λαμβάνοντας υπόψη ότι ένα πρόσωπο χρειάζεται να θυμάται ταυτόχρονα για τις πρακτικές του ανάγκες και καθημερινές συναλλαγές του περισσότερους αριθμούς, όπως τον αριθμό αστυνομικής ταυτότητας, το ΑΦΜ, κωδικούς χρήσης τραπεζικών καρτών, κωδικούς ένταξης σε επαγγελματικά μητρώα, κλπ. Με βάση τις προαναφερόμενες διατάξεις και τις διαδικασίες, που αυτές καθόρισαν, έχουν μέχρι σήμερα απονεμηθεί περισσότεροι από 7.000.000 αριθμοί ΑΜΚΑ. Έτσι, οποιαδήποτε σκέψη για αλλαγή της σύνθεσης του ΑΜΚΑ συνεπάγεται τεράστιο χρηματικό κόστος για το Ελληνικό Δημόσιο και μεγάλο χρονικό διάστημα για την εφαρμογή της, αφού θα απαιτείτο ο εκ νέου σχεδιασμός και η απονομή αριθμών ΑΜΚΑ.
13. Επειδή, η επεξεργασία του απλού δεδομένου προσωπικού χαρακτήρα που αποτελεί ο ΑΜΚΑ κάθε υπόχρεου, ως αριθμού εργασιακής και ασφαλιστικής ταυτοποίησης του εν λόγω υπόχρεου, από φυσικά ή νομικά πρόσωπα, αρμόδιες αρχές ή υπηρεσίες ή οργανισμούς, ως υπευθύνους επεξεργασίας, επιτρέπεται καταρχήν, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 2 στοιχ. (β΄) και (δ΄) του Ν. 2472/1997, ακόμα και χωρίς τη συγκατάθεση του εν λόγω υποχρέου, εφόσον η εν λόγω επεξεργασία είτε είναι αναγκαία για την εκπλήρωση υποχρεώσεως του εκάστοτε υπεύθυνου επεξεργασίας, η οποία επιβάλλεται από το νόμο, είτε είναι αναγκαία για την εκτέλεση έργου δημόσιου συμφέροντος ή έργου που εμπίπτει στην άσκηση δημόσιας εξουσίας και εκτελείται από δημόσια αρχή ή έχει ανατεθεί από αυτή είτε στον υπεύθυνο επεξεργασίας είτε σε τρίτο, στον οποίο γνωστοποιούνται τα δεδομένα.
14. Επειδή, από το συνδυασμό των προαναφερομένων διατάξεων του άρθρου 1 παρ. 2 της ΚΥΑ Φ.42000/οικ.28746/2920/17-12-2009 και του άρθρου 32 παρ. 6 του Ν. 3846/2010, προκύπτει σαφώς η υποχρέωση αναγραφής του ΑΜΚΑ του θεράποντος ιατρού στα συνταγολόγια των διαφόρων ασφαλιστικών οργανισμών, καθώς και του ΑΜΚΑ του φαρμακοποιού που εκτελεί τη συνταγή. Σε περίπτωση παράλειψης της υποχρέωσης αυτής προβλέπεται η επιβολή κυρώσεων στους παραβάτες και η απαγόρευση εκτέλεσης της συνταγής. Συνεπώς, η υποχρεωτική αναγραφή του ΑΜΚΑ των ενδιαφερομένων ιατρών και φαρμακοποιών στα συνταγολόγια των ασφαλιστικών οργανισμών συνιστά επεξεργασία απλών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η οποία επιτρέπεται καταρχήν, ακόμα και χωρίς τη συγκατάθεση των ενδιαφερομένων υποκειμένων, καθόσον είναι αναγκαία για την εκπλήρωση υποχρεώσεως του υπεύθυνου επεξεργασίας, η οποία επιβάλλεται από το νόμο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις προαναφερόμενες διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 2 στοιχ. (β΄) του Ν. 2472/1997.
15. Επειδή, είναι αληθές ότι με την υποχρεωτική αναγραφή του ΑΜΚΑ των συνταγογραφούντων ιατρών και των φαρμακοποιών, που εκτελούν τις συνταγές, στα συνταγολόγια των ασφαλιστικών οργανισμών, αποκαλύπτεται σε περιορισμένο αριθμό προσώπων (ασθενείς και φαρμακοποιούς) τόσο ο ίδιος ο ΑΜΚΑ των ενδιαφερομένων ιατρών και φαρμακοποιών, που συνιστά κατά τα προαναφερόμενα απλό δεδομένο προσωπικού χαρακτήρα, όσο και εμμέσως η ηλικία τους, η οποία συνιστά επίσης απλό δεδομένο προσωπικού χαρακτήρα. Το επίσης απλό δεδομένο προσωπικού χαρακτήρα του ακριβούς χρόνου άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος από τον εκάστοτε συνταγογραφούντα ιατρό – παρά τα όσα αναφέρει στο ως άνω έγγραφό του ο Ιατρικός Σύλλογος Πειραιά – δεν προκύπτει από οποιοδήποτε στοιχείο του συνταγολογίου, ούτε, βέβαια, από τον ίδιο τον ΑΜΚΑ του. Μόνο υποθετικές εκτιμήσεις επιτρέπει σχετικά με τον πιθανολογούμενο χρόνο άσκησης του συνταγογραφούντος ιατρού με βάση την ηλικία του, όπως αυτή προκύπτει από τον ΑΜΚΑ του. Όσον αφορά, όμως, ειδικά τους ασθενείς, η ηλικία του ιατρού – λαμβανομένου, ιδίως, υπόψη του χρονικού σημείου κατά το οποίο αυτή αποκαλύπτεται (στιγμή της συνταγογράφησης) – δεν ασκεί την παραμικρή επιρροή στην επιλογή του θεράποντος ιατρού, παρά τα όσα αναφέρουν στα ως άνω έγγραφά τους η ΠΟΣΕΥΠΙΚΑ, οι Ιατρικοί Σύλλογοι Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης και οι ερωτώντες ατομικά ιατροί. Άλλωστε, σε κάθε περίπτωση, ο ενδιαφερόμενος ασθενής έχει καταρχήν ειδικό έννομο συμφέρον να πληροφορηθεί την ακριβή ηλικία, τον ακριβή χρόνο άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος και την ειδικότητα συγκεκριμένου ιατρού, όπως αυτά προκύπτουν ιδίως από τα αρχεία του οικείου Ιατρικού Συλλόγου, στον οποίο ο εν λόγω ιατρός είναι εγγεγραμμένος. Τέλος, παρατηρείται ότι το επίσης απλό δεδομένο προσωπικού χαρακτήρα της ειδικότητας του εκάστοτε συνταγογραφούντος ιατρού αποκαλύπτεται νομίμως στα συνταγολόγια των ασφαλιστικών οργανισμών, όχι όμως από την ίδια την αναγραφή του ΑΜΚΑ, αλλά ως στοιχείο της σφραγίδας του ιατρού.
16. Επειδή, περαιτέρω, οι σκοποί της υποχρεωτικής αναγραφής του ΑΜΚΑ του θεράποντος ιατρού και του φαρμακοποιού που εκτελεί τη συνταγή στα συνταγολόγια των διαφόρων ασφαλιστικών οργανισμών συνίστανται, ιδίως, στην απλούστευση της λειτουργίας των πληροφοριακών συστημάτων των ασφαλιστικών οργανισμών, στην ευχερέστερη και πληρέστερη παρακολούθηση των φαρμακευτικών δαπανών, στην καταπολέμηση της αλόγιστης συνταγογράφησης και στην εξοικονόμηση δημόσιων πόρων με τη μείωση των δημοσίων δαπανών, από την οποία εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό η ίδια η βιωσιμότητα του εθνικού συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων και του εθνικού συστήματος υγείας. Υπό την έννοια αυτή, η εν λόγω υποχρεωτική αναγραφή του ΑΜΚΑ των ενδιαφερομένων ιατρών και φαρμακοποιών στα συνταγολόγια των ασφαλιστικών οργανισμών συνιστά επεξεργασία, η οποία διενεργείται για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 στοιχ. (α΄) του Ν. 2472/1997.
17. Επειδή, τέλος, με βάση τα ανωτέρω, κρίνεται ότι η προσωπικότητα των ενδιαφερομένων ιατρών και φαρμακοποιών δεν θίγεται υπέρμετρα από την υποχρεωτική αναγραφή του ΑΜΚΑ τους στα συνταγολόγια των ασφαλιστικών οργανισμών, καθόσον από την αναγραφή αυτή δύναται μεν να αποκαλυφθεί η ηλικία τους, αλλά σαφώς σε περιορισμένο αριθμό χρηστών και με αρμοδιότητες και έννομα συμφέροντα, που πηγάζουν ευθέως από ρητές διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας. Η μοναδικότητα του ΑΜΚΑ και οι εξαιρετικά δυσμενείς δημοσιονομικές συνθήκες της χώρας δικαιολογούν την άμεση εφαρμογή του, όχι μόνο για την ταυτοποίηση των ασφαλισμένων, συνταξιούχων και εργαζομένων, αλλά και για το συναφή σκοπό του ελέγχου των δημοσίων δαπανών υγείας. Η προτεινόμενη από τους ιατρικούς συλλόγους χρήση του αριθμού ΤΣΑΥ είναι αλυσιτελής, προεχόντως διότι επίκειται η κατάργηση αυτού με τη σχεδιαζόμενη συγχώνευση ασφαλιστικών οργανισμών. Ωστόσο, η Πολιτεία θα μπορούσε να μελετήσει στο μέλλον μεθόδους για την κωδικοποίηση του ΑΜΚΑ κατά τρόπο ώστε να μην αποκαλύπτεται η ηλικία των συνταγογραφούντων ιατρών και φαρμακοποιών. Ενόψει των ανωτέρω, η Αρχή κρίνει, κατά πλειοψηφία, ότι η νομοθετημένη υποχρέωση αναγραφής του ΑΜΚΑ του ιατρού και του φαρμακοποιού κατά τη συνταγογράφηση φαρμάκων, για την εξυπηρέτηση τους σκοπού του ελέγχου των δημοσίων δαπανών υγείας, δεν αντίκειται στη συνταγματική επιταγή της αναλογικότητας (άρθρο 25 Συν/τος), στο άρθρο 6 της Οδηγίας 95/46/ΕΚ, που επιτάσσει την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας κατά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και στο αντίστοιχο άρθρο 4 του Ν. 2472/1997, που μεταφέρει την Οδηγία στην ελληνική έννομη τάξη.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Η Αρχή,
Αποφαίνεται ότι, για τους λόγους που διεξοδικά αναφέρονται στο σκεπτικό, η υποχρεωτική αναγραφή του ΑΜΚΑ των εμπλεκομένων ιατρών και φαρμακοποιών στα συνταγολόγια των ασφαλιστικών οργανισμών συνιστά νόμιμη επεξεργασία απλών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.


Ο Πρόεδρος
Χρίστος Γεραρής
Η Γραμματέας
Ειρήνη Παπαγεωργοπούλου


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις