Αναζητώντας την Ελλάδα

Γράφει η Ελένη Συρίβελη

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiKeRfi_c2dnLnQ8HQlmGiUv3KK-zhOcH8p8ngaC52lGsxZJADtlAn2XXtfVey6nzNoIuqXkhnqGyjZ05Li7_BjQj4KYkz-xplwJb42xKTyto66-e7RUD6bvOqo341Nqhq8-K1s-65D-aZe/s200/balafas013.jpg
Μάζευε και ξαναμάζευε φωτογραφίες: Πάντα σπίτια από πέτρα ή πλιθιά, ξεχασμένα σε εξοχές ή σε χωριά ερημωμένα ή σχεδόν (χάριν εναπομεινάσης γητείας του κόσμου, το τελευταίο).
Μετά τα σπίτια, μάζευε μοναστήρια απόμερα και σκήτες καρφωμένες σε βράχια.
Ύστερα άρχισε τους αγίους που τα συναξάρια τους κάτι της έκαναν και τους γεροντάδες που χαμογελούσαν ή σκυμμένοι μετρούσαν ευχές στο κομποσκοίνι.
Την ψυχή της έψαχνε ή την ψυχή της έβρισκε, στις φωτογραφίες αυτές.
Τις καρφίτσωνε στον τοίχο, απέναντι από το γραφείο της και άρχιζε:
https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEisGMt_vB4pRqNGInr8hiDTfftfxVf0XN2sj4do_XVD1Npdi0ofsbObIws79zABDB0Apa7X2ou86eohQ2Koe9VYDetrfeNbn8sDdJIXewFwR3beIkjX9nIZBhjPxdg7khfZWIHFFw1PPvLf/s200/%CF%84%CE%BF+%CF%83%CF%80%CE%AF%CF%84%CE%B9+%CF%84%CE%B7%CF%82+%CE%BC%CE%B1%CF%84%CF%81%CF%89%CE%BD%CE%AF%CF%84%CF%83%CE%B1%CF%82.jpg
Το τρεχαλητό, στις πλατείες των χωριών που έφτιαχνε, χαμογελούσε στους υπερφίαλους φιόγκους των μαλλιών της, μνημόνευε την γιαγιά της την Χρυσούλα σαν αντάμωνε γριά να πλέκει βελονάκι ιστορώντας τον βίο της, στα βήματα των γερόντων -αναίτιες κινήσεις, καθώς δεν πήγαιναν πουθενά "να ξεμουδιάζω παιδί μου"- ξεφύλλιζε τα κατά Κωνσταντίνον (ο παππούς της) πάθη, δόξες και καθ' ημέραν ευαγγελικά αναγνώσματα, στους δρόμους για τα χωράφια συναντούσε τις θειές της να πηγαίνουν "σ'απάν'" δηλαδή προς τα επάνω, που πάει να πει από τα χαμηλά που έμειναν λίγο πιο πάνω όπου ήταν τα κτήματα, στα προσκυνητάρια των διασταυρώσεων άναβε καντήλια για την θειά το Δεσποινιώ που αγνάντευε δίπλα στο προσκυνητάρι να δει ποιός έρχεται στο χωριό.
https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi4f4ewtbP2Y1Bi1cDFx4L2bdHZ2UXVBy2iPt9QsG-Rb-e0-HMggzvBdg1-aW0RI6djg9h8Xi0de4SNFGOcWfF52TIqEcrxYBVJBYjt8cUzCN0jrZwleXWPJudYu0fP2WY0PDhYPF6YCQab/s200/sphlaio+efraim+koutala.bmp
Έπιανε ύστερα τα μοναστήρια: Καλογρίτσες, όπως τις έλεγε ο μπάρμπας ο Γεράσης, έτρεχαν παντού, γρήγορες, με μικρά βήματα, σκυφτές, με το "ευλογείτε - ο Κύριος" στην άκρη των χειλιών, καθολικό που κρατούσε ψαλμουδιές και λιβάνια φυλαγμένα εσαεί πίσω από εικόνες και θαύματα που έκαναν τα μεσημέρια να καίνε λάβα μυστηρίου, γεροντάδες σαν εκείνους που γνώρισε ο παππούς της να έρχονται σκονισμένοι από τα βακούφια όπου μάζευαν ελιές, αμύγδαλα, αχλάδια και το βράδυ στο αρχοντικό του, που τους φιλοξενούσε, να βαράνε τα ξύλινα πατώματα από τις χιλιάρες μετάνοιες, ο Άγιος καβαλάρης, η Παναγία μαυροφόρα, ο Αρχάγγελος με τα παράσημά του να μπερδεύονται στα πόδια και στους πόνους των ανθρώπων και να ξεμπερδεύονται οι βηματισμοί και να δροσίζει η φωτιά των πονεμένων.
https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjnkcVi3Lg7JlFlNtFnx8LfSVLcG-MHgXJ9nrkQWWJDIMjnjHu1xIaaBQxwb3XtyLqtfvQxgp7NRj3FuyIT9nbRPPogDA5JZqK0Ryf0C4LIOHl3KsUXB4yNHpio3XP1aMzD6lljeZer30mC/s200/333825-10.jpg
Ασήμια εικόνων να χύνονται στους λογισμούς της, αθέριστα χωράφια να λαμποκοπάνε στάχυα, μικρά καρβουνάκια ένα γύρω σε αναζήτηση εύκαιρων θυμιατών, ο Αη Φανούρης να ψάχνει γαμπρούς ταιριαστούς για κόρες προσευχών και κρυμμένα στα νύχια του πονηρού πράγματα για να τα φανερώσει, η Ματρωνίτσα να μοιράζει λουλουδάκια ρώσικης γης -ευλογία από το μνημούρι της-, ο Άγιος Λουκάς ο ιατρός να μην σώνει από καλέσματα σε θεραπείες, κόλλυβα με ασημιά κουφέτα, γλυκίσματα-συχώριο, τηγανητές μελιτζάνες με σάλτσα η υπογραμμισμένη νοσταλγία της θειάς της Ρήνας, "έφτιαξα κουλουράκια βανίλιας" να ψιθυρίζει η Αθηνά -χρόνια κεκοιμημένη κι'αυτή-, ο πατέρας με το ποδήλατό του να τριγυρνά στο νου της και στα απομεσήμερα της αιωνιότητας....
Κάποτε συνερχόταν κι' έλεγε: "Tί ψάχνω;"
https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh6iAsKLk1y8yjzKNpw3QUmeVBHnthU2HoeOppoQ5KW_cQy70kFYtozdHgg1FmTc_fvhM4FMWluIT4pOOxjOLlJMo72TAr3wIZgqM1Iy0QK0hTQjnDHOpX1Nmh3iiRQkwVOjR-ArARu2oOD/s200/balafas-07.jpg
Άχρηστο ερώτημα. Την ψυχή της έψαχνε και μιαν Ελλάδα που να της είναι πατρίδα.....
Ξαναγύριζε στην Ελλάδα του τοίχου, στις καρφιτσωμένες εικόνες και άρχιζε πάλι το ταξίδι και τα Κύριε ελέησον....
Κύριε.....Η Θανάσαινα πέθανε στα χίλιαεννιακόσιαπόσο; Για να ξέρω πού να βάλω την φωτογραφία της ρωτώ.
Στην Παναγία την Ξενιά πότε ήταν που έγιανε από τον πυρετό η μάνα μου;
Τα παπούτσια τα γαμπριάτικα του πατέρα, τα έχει ακόμη κρατημένα;
Τον καλόγερο στη σκεπή του μοναστηριού, πότε τον είδε η Γαλάτεια να σιάζει τα κεραμίδια και να της φωνάζει πως στην προσκομιδή είδε τον πατέρα της;
Tην οργάντζα την άσπρη για τις γυμναστικές επιδείξεις ή για τις εξετάσεις με τα ποιήματα της την είχαν ράψει;
Κύριε ελέησον.....
https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhCj9hwX65kqJqJcrqpp341zzZsANv89meIUXUZR2HnNQt92jKrjq6ukgwVw1t-fIw5nizVjzIWu9SFEiQwTpV3ftb8QKqiEpguF9QcY9MRaKCjBAerYxKW4xN1HqNV02f_DIpdt7fn_hME/s200/parga5
Μια σημαία μωρέ παιδιά μουρμούρισε, μια σημαία και μια Ελλάδα....
Στα μπαλκόνια δεν υπήρχαν σημαίες, στο μεσημέρι της απάντησαν ήχοι της πόλης, στον τοίχο της η Ελλάδα εμειδίασε σε ξερολιθιές, μοναστήρια, άδειους δρόμους, κομποσχοίνια και μνήμες..... 
 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις