Ανταπάντηση του Καθηγητή Τσελεγγίδη στον Μητροπολίτη Μεσσηνίας
Πρὸς
τὸν Σεβασμιώτατο
Μητροπολίτη Μεσσηνίας
κ . Χρυσόστομο
Μητροπολίτου Μελετίου 13
24100 ΚΑΛΑΜΑΤΑ
Σεβασµιώτατε ,
Πληροφορήθηκα ἀπό τό Διαδίκτυο τό περιεχόμενο τῆς νέας ἐπιστολῆς Σας (15‐7‐2010)
τὸν Σεβασμιώτατο
Μητροπολίτη Μεσσηνίας
κ . Χρυσόστομο
Μητροπολίτου Μελετίου 13
24100 ΚΑΛΑΜΑΤΑ
Σεβασµιώτατε ,
Πληροφορήθηκα ἀπό τό Διαδίκτυο τό περιεχόμενο τῆς νέας ἐπιστολῆς Σας (15‐7‐2010)
πρός ἐμέ, ἡ ὁποία ἕως καί τήν 19‐8‐2010 δέν ἔφτασε στήν γραμματοθυρίδα τοῦ Πανεπιστημίου μας. Στήν ἐπιστολή Σας αὐτή μοῦ γνωστοποιεῖτε τὴν πρόθεσή Σας, δηλώνοντας κατηγορηματικά : «ὁ μεταξὺ μας διάλογος σταματᾶ ἐδῶ».
Καταρχήν, σέβομαι τὴν πρόθεσή Σας νὰ σταματήσετε τό διάλογο μὲ τόν ὁμόδοξό Σας ‐μέσω
Καταρχήν, σέβομαι τὴν πρόθεσή Σας νὰ σταματήσετε τό διάλογο μὲ τόν ὁμόδοξό Σας ‐μέσω
τοῦ ὁποίου (καί κάποιων ἄλλων) ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ οἰκονόμησε τὴν ἐπιστημονικὴ ἐξέλιξή Σας‐ καὶ νὰ τόν συνεχίσετε ἀσμένως μέ τοὺς ἑτεροδόξους .
Ἄλλωστε, ἐμφανίζεσθε νὰ ἐμμένετε στὴν ἀρχικὴ θέση Σας, ὅτι δηλαδὴ ἡ Ἐκκλησία μετὰ τό 1054
εἶναι πλέον διηρημένη.
Παρότι σέβομαι τήν ἐπιθυμία Σας νά σταματήσει ἐδῶ ὁ διάλογός μας, δέν μπορῶ νά μήν ἀνα‐
φερθῶ σέ κάποιες ἀπό τίς προβληματικές ἐκκλησιολογικές ἑρμηνεῖες Σας , οὔτε μπορῶ νά ἀφήσω νά αἰωροῦνται κάποια ἀπό τά ἄλλα θέματα πού θίγετε.
Ὅσα γράφετε, Σεβασμιώτατε, γιά τήν Καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας ...μέ βρίσκουν γενικότερα
σύμφωνο , ἀλλά ἀφοροῦν ἄλλη ἰδιότητα τῆς Ἐκκλησίας , καί δέν εἶναι ἐδῶ τό θέμα μας αὐτό . Διευκρινιστικά νά σημειώσω ὅτι πουθενά στά κείμενά μου δέν διαφοροποιῶ τήν τοπική Ἐκκλησία ἀπό
τήν Καθολική Ἐκκλησία ὡς πρός τήν ὀντολογία της οὔτε ἀμφισβητῶ τήν καθολικότητα τῆς τοπι‐
κῆς Ἐκκλησίας ὑπό τόν κανονικό ἐπίσκοπό της. Σαφῶς καί θεωρῶ τήν τοπική Ἐκκλησία ὡς τήν ὅ‐
λη Ἐκκλησία κατά τήν ἀλήθεια, τή ζωή καί τήν πληρότητά της , ὑπό τόν ἐπίσκοπό της , μέ τή θεμελιώδη ὅμως προϋπόθεση ὅτι ὁ ἐπίσκοπος ἐκτός τῆς θεσμικῆς κανονικότητάς του θά πρέπει νά
φρονεῖ ὀρθοδόξως καί νά βρίσκεται σέ ἐνεργό κοινωνία μετά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί μυστηρια‐
κῶς σέ κοινωνία μέ τίς ἄλλες τοπικές Ἐκκλησίες . Ἀλλά καί ποτέ καί πουθενά δέν θεώρησα τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία «ὡς μία γενική καί ἀόριστη
Ἐκκλησία» ἤ «ὡς ὑπερκείμενη τῶν ἄλλων ἐπιμέρους Ἐκκλησιῶν » ἤ ὡς «ἄθροισμα ἐπιμέρους ἀριθ‐
μητικῶν ἐκκλησιαστικῶν μονάδων», ὃπως ἐσφαλμένως ἑρμηνεύσατε. Ἀντίθετα, πάντοτε θεωροῦ‐
σα καί θεωρῶ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς ἐκείνην ἀκριβῶς πού ὁμολογοῦμε στό Σύμβολο τῆς Πί‐
στεως, ὡς τή «Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία», τή συγκεκριμένη ἐν τόπῳ καί
χρόνῳ Ἐκκλησία.
Ἀπό αὐτή τήν Ἐκκλησία ἐκπίπτουν οἱ αἱρετικοί πού καταδικάζονται ἀπό τίς ἐν τόπῳ καί χρό‐
νῳ Οἰκουμενικές Συνόδους τῆς «Μίας» Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Αὐτά εἶναι ἀπολύτως σαφῆ καί κα‐
τανοητά εὐρύτερα ἀπ ’ ὅλους τούς πιστούς . Τά περί «ἑνός» τοῦ Πλωτίνου καί τά περί «νεοπλατωνικῶν ἀπορροῶν » εἶναι τελείως ἄσχετα ἀπ ’ ὅσα φρονῶ καί γράφω περί Ἐκκλησίας . Μήν ἐμπλέκετε
ἄλλα θέματα, ὅπως π .χ . καί τά περί Δυτικῆς Ἐκκλησιολογίας, πού δέν ἀφοροῦν τό καίριο σημεῖο
τῆς διαφωνίας μας , τό ὁποῖο εἶναι μόνον ἡ Ὀρθόδοξη θεώρηση τῆς Ἐκκλησίας ὡς τῆς «Μίας , Ἁγίας , Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας». Μή προσπαθεῖτε μέ τήν ἀναφορά Σας στή μεθοδο‐
λογία –γιά τήν ὁποία δέν εἶναι τώρα ἡ ὥρα νά διαλεχθοῦμε‐ νά θολώσετε τά «νερά» στό διάλογό
μας . Θά ἐπαναλάβω, ὅτι ἡ παρέμβαση τῆς προηγούμενης ἐπιστολῆς μου (7‐7‐10) ἀφοροῦσε μόνο
τήν προβληματική ἐκκλησιολογικῶς διατύπωσή Σας ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι καί «Μία» καί «διηρημέ‐
νη ».
Ἀναφερόμενος στήν Καθολικότητα καί Ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας σημειώνετε ὀρθῶς ὅτι : «Ἡ
σχισματική αὐτή διάσπαση ἤ ἡ αἱρετική αὐτή διαίρεση δέν συνεπάγεται οὔτε μία νέα «καθολική » Ἐκκλησία , οὔτε μία διάσπαση τῆς Ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας , ἐνῶ ἡ ὕπαρξη τῆς νέας ὁμάδας ὑπό τόν ἀντικανονικόν ἐπίσκοπον δέν διαταράσσει τήν Ἑνότητα τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας ». Σαφῶς , τά σχίσματα καί οἱ αἱρέσεις δέν ἀφοροῦν τήν Ἑνότητά της . Ἀφοροῦν τούς σχισματικούς καί αἱρετικούς οἱ ὁποῖοι ἁπλῶς ἀποκόπτονται ἀπό τή «Μία» καί μόνη Ἐκκλησία. Ἐγώ ἀκριβολογώντας στήν περίπτωση
αὐτή δέν θά ἔκανα λόγο γιά «σχισματική διάσπαση» ἤ «αἱρετική διαίρεση», ἀλλά γιά ἔκπτωση τῶν
σχισματικῶν καί αἱρετικῶν ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Ἀπό τά παραπάνω προκύπτει ὅτι συμφωνοῦμε γενικῶς στό ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι «Μία» καί ἑ‐
νιαία. Παρά ταῦτα, ἐξακολουθοῦμε, μέ βάση τά γραφόμενά Σας, νά διαφωνοῦμε στό ὅτι ἡ «Μία»
Ἐκκλησία εἶναι μετά τό 1054 καί «διηρημένη ».
Σεβασμιώτατε, ἄν «οἱ σχισματικοί δέν ἀνήκουν στήν Ἐκκλησία καί τά μυστήριά τους δέν ἔχουν
καμία ἰσχύ », ὅπως ὀρθά γράφετε, τότε πῶς ὑποστηρίζετε τά ἑξῆς; «Τό σχίσμα τοῦ 1054 σημαίνει δι‐
αίρεση τῆς Ἐκκλησίας . Νομίζω ὅτι οὐδεμία ἀμφισβήτηση ὑφίσταται, πολλῷ μᾶλλον ὅταν ὁλόκληρη
ἡ πατερική γραμματεία τοῦ ΙΕ΄ αἰῶνος ἀποδέχεται ὅτι ἔχουμε διηρημένη τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ,
τήν εὑρισκομένην ὑπό τήν Μίαν Κεφαλήν τοῦ Σώματος , τόν Χριστό (βλ. Μᾶρκος Ἐφέσου ὁ Εὐγενικός )».
Καί συνέχιζετε: «Ἦταν δυνατόν νά εἴχαμε σχίσμα , διαίρεση, διάκριση ἤ διαφοροποίηση χωρίς διαίρεση ; Νομίζω ὄχι . Ἡ διαίρεση αὐτή διετάραξε ἤ ἀλλοίωσε τήν Ἑνότητα καί Καθολικότητα τῆς
Μίας , Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ὅπως αὐτή περιγράφεται καί σημαίνεται στό
Σύμβολο τῆς Πίστεως , τό Σύμβολο τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου; Ὄχι βέβαια, γιατί κάθε διαίρεση ἤ
διάσπαση δέν σημαίνει ἀλλοίωση τῆς Ἑνότητας ... γιατί οἱ ἐκκλησιολογικές συνέπειες ὁποιασδήποτε
διαφοροποίσης δέν ἀποδίδονται πρός τό Καθολικό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας , ἀλλά πρός αὐτόν, ὁ ὁποῖος
ἀποσχίζεται ἤ διαφοροπιεῖται ἀπό τό Καθολικό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ».
Τά γραφόμενά Σας ἐδῶ εἶναι , κατά μία ἐπιεικῆ ἀποτίμησή μου , ἀσαφῆ καί συγκεχυμένα, μέ ἀποτέλεσμα νά ἐμφανίζονται ἀντιφατικά μεταξύ τους . Ἔχω τή γνώμη ὅτι αὐτό ὀφείλεται στό γεγονός ὅτι δέν ἀκριβολογεῖτε. Δέν ὁριοθετεῖτε τήν ἔννοια τῶν ὅρων πού χρησιμοποιεῖτε ἤ μᾶλλον
χρησιμοποιεῖτε τούς γνωστούς θεολογικούς ὅρους προσδίδοντάς τους ἄλλη σημασία ἀπό τήν κα‐θιερωμένη, χωρίς προηγουμένως νά τή γνωστοποιεῖτε. Ἔτσι ὅμως δημιουργεῖται σύγχυση στήν
κατανόηση τῶν γραφομένων Σας .
Καί γιά νά γίνω πιό συγκεκριμένος καί σαφής . Ὅσα γράφετε περί σχίσματος , αἱρέσεως , ἑνότητας καί καθολικότητας εἶναι ὀρθά στό μέτρο πού ἀφοροῦν τούς σχισματικούς καί αἱρετικούς κα‐
θεαυτούς . Πράγματι, τό σχίσμα ἤ ἡ αἵρεσή τους δέν θίγουν τήν ἑνότητα καί καθολικότητα τῆς Ἐκ‐
κλησίας, ἐπειδή αὐτοί ἁπλῶς ἐκπίπτουν καί ἀποκόπτονται οὐσιαστικά καί θεσμικά ἀπό τή «Μία,
Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία» εἴτε ὡς ἁπλᾶ μέλη εἴτε ὡς ὁλόκληρες τοπικές Ἐκκλη‐
σίες . Τά πράγματα ὅμως ἐμφανίζονται συγκεχυμένα ἤ ἀντιφατικά , ὅταν στή συνάφεια αὐτή κάνετε λόγο γιά «Μία» καί σαφῶς διηρημένη ἀπό τό 1054 Ἐκκλησία καί , ἐνῶ θεωρεῖτε διηρημένη τήνἘκκλησία, ὑποστηρίζετε ἀπεριφράστως ὅτι δέν θίγεται ἡ ἑνότητά της . Ἔτσι ἐμφανίζεσθε νά ἀγνοεῖτε τήν ὀντολογία τῆς Ἐκκλησίας .
Τό σχίσμα, Σεβασμιώτατε, ὅπως καί ἡ αἵρεση δέ θίγουν ὀντολογικῶς τήν Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλη‐
σία ἦταν , εἶναι καί θά παραμείνει «Μία» καί ἀδιαίρετη ἕως τῆς συντελείας . Αὐτό ἀκριβῶς ὁμολογοῦμε στό Σύμβολο τῆς Πίστεως χρησιμοποιώντας τό ρῆμα «Πιστεύω » σέ χρόνο ἐνεστώτα. Ὁ Χριστός εἶναι κεφαλή αὐτοῦ τοῦ ἀκεραίου σώματος , τό ὁποῖο παραμένει ἀκέραιο εἴτε ἐμπλουτίζεται ἱστορικῶς μέ ἀναρίθμητα μέλη εἴτε περιορίζεται ἱστορικῶς σέ ἐλάχιστα. Ὁ Χριστός δέν μπορεῖ νά
εἶναι , ὅπως ὑποστηρίζετε, κεφαλή ἑνός διηρημένου ἤ πολυδιηρημένου σώματος . Τέτοιου εἴδους Ἐκκλησιολογία, πού εἰσηγεῖσθε μέ τό κείμενό Σας, δέ νομιμοποιεῖται ἀπό τήν ἱστορία καί τήν
πνευματική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας διαχρονικῶς. Ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά εἶναι ποτέ «Μία»
καί διηρημένη. Ἄν ἡ Ἐκκλησία εἶναι διηρημένη, δέν εἶναι «Μία», ὅπως τό Ἕνα Κυριακό Σῶμα. Ἀλ‐
λά , ἐπιπροσθέτως, ἄν εἶναι διηρημένη, δέν εἶναι οὔτε «Ἁγία» οὔτε «Καθολική» οὔτε «Ἀποστολι‐
κή». Μή μνημονεύετε, Σεβασμιώτατε, τόν Ἅγιο Μᾶρκο τόν Εὐγενικό γιά ἐνίσχυση δῆθεν τῶν θέ‐
σεών Σας . Δέν Σᾶς εὐνοεῖ σέ καμία περίπτωση. Ἀπεναντίας , γίνεται καί κατήγορος τῶν ἐσφαλμένων ἐκκλησιολογικῶν τοποθετήσεών Σας .
Σεβασμιώτατε, ὁμολογεῖτε δύο ἀντιφατικά ἐν τοῖς ὅροις πράγματα. Ἔτσι ὅμως δέν ὑφίσταται
δογματικὴ ἀκρίβεια, ἀλλὰ μᾶλλον διολίσθηση σέ μία εὐρύτερα γνωστὴ θεολογικὴ «διγλωσσία»
τῶν ἡμερῶν μας , ποὺ ἔχει φανερὴ τὴ σκοποθεσία της .
Μέ τὴν παραπάνω τοποθέτησή Σας , Σεβασμιώτατε, δέν ἔχουμε ἁπλῶς εἰσήγηση μίας «νέας»
Ἄλλωστε, ἐμφανίζεσθε νὰ ἐμμένετε στὴν ἀρχικὴ θέση Σας, ὅτι δηλαδὴ ἡ Ἐκκλησία μετὰ τό 1054
εἶναι πλέον διηρημένη.
Παρότι σέβομαι τήν ἐπιθυμία Σας νά σταματήσει ἐδῶ ὁ διάλογός μας, δέν μπορῶ νά μήν ἀνα‐
φερθῶ σέ κάποιες ἀπό τίς προβληματικές ἐκκλησιολογικές ἑρμηνεῖες Σας , οὔτε μπορῶ νά ἀφήσω νά αἰωροῦνται κάποια ἀπό τά ἄλλα θέματα πού θίγετε.
Ὅσα γράφετε, Σεβασμιώτατε, γιά τήν Καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας ...μέ βρίσκουν γενικότερα
σύμφωνο , ἀλλά ἀφοροῦν ἄλλη ἰδιότητα τῆς Ἐκκλησίας , καί δέν εἶναι ἐδῶ τό θέμα μας αὐτό . Διευκρινιστικά νά σημειώσω ὅτι πουθενά στά κείμενά μου δέν διαφοροποιῶ τήν τοπική Ἐκκλησία ἀπό
τήν Καθολική Ἐκκλησία ὡς πρός τήν ὀντολογία της οὔτε ἀμφισβητῶ τήν καθολικότητα τῆς τοπι‐
κῆς Ἐκκλησίας ὑπό τόν κανονικό ἐπίσκοπό της. Σαφῶς καί θεωρῶ τήν τοπική Ἐκκλησία ὡς τήν ὅ‐
λη Ἐκκλησία κατά τήν ἀλήθεια, τή ζωή καί τήν πληρότητά της , ὑπό τόν ἐπίσκοπό της , μέ τή θεμελιώδη ὅμως προϋπόθεση ὅτι ὁ ἐπίσκοπος ἐκτός τῆς θεσμικῆς κανονικότητάς του θά πρέπει νά
φρονεῖ ὀρθοδόξως καί νά βρίσκεται σέ ἐνεργό κοινωνία μετά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί μυστηρια‐
κῶς σέ κοινωνία μέ τίς ἄλλες τοπικές Ἐκκλησίες . Ἀλλά καί ποτέ καί πουθενά δέν θεώρησα τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία «ὡς μία γενική καί ἀόριστη
Ἐκκλησία» ἤ «ὡς ὑπερκείμενη τῶν ἄλλων ἐπιμέρους Ἐκκλησιῶν » ἤ ὡς «ἄθροισμα ἐπιμέρους ἀριθ‐
μητικῶν ἐκκλησιαστικῶν μονάδων», ὃπως ἐσφαλμένως ἑρμηνεύσατε. Ἀντίθετα, πάντοτε θεωροῦ‐
σα καί θεωρῶ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς ἐκείνην ἀκριβῶς πού ὁμολογοῦμε στό Σύμβολο τῆς Πί‐
στεως, ὡς τή «Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία», τή συγκεκριμένη ἐν τόπῳ καί
χρόνῳ Ἐκκλησία.
Ἀπό αὐτή τήν Ἐκκλησία ἐκπίπτουν οἱ αἱρετικοί πού καταδικάζονται ἀπό τίς ἐν τόπῳ καί χρό‐
νῳ Οἰκουμενικές Συνόδους τῆς «Μίας» Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Αὐτά εἶναι ἀπολύτως σαφῆ καί κα‐
τανοητά εὐρύτερα ἀπ ’ ὅλους τούς πιστούς . Τά περί «ἑνός» τοῦ Πλωτίνου καί τά περί «νεοπλατωνικῶν ἀπορροῶν » εἶναι τελείως ἄσχετα ἀπ ’ ὅσα φρονῶ καί γράφω περί Ἐκκλησίας . Μήν ἐμπλέκετε
ἄλλα θέματα, ὅπως π .χ . καί τά περί Δυτικῆς Ἐκκλησιολογίας, πού δέν ἀφοροῦν τό καίριο σημεῖο
τῆς διαφωνίας μας , τό ὁποῖο εἶναι μόνον ἡ Ὀρθόδοξη θεώρηση τῆς Ἐκκλησίας ὡς τῆς «Μίας , Ἁγίας , Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας». Μή προσπαθεῖτε μέ τήν ἀναφορά Σας στή μεθοδο‐
λογία –γιά τήν ὁποία δέν εἶναι τώρα ἡ ὥρα νά διαλεχθοῦμε‐ νά θολώσετε τά «νερά» στό διάλογό
μας . Θά ἐπαναλάβω, ὅτι ἡ παρέμβαση τῆς προηγούμενης ἐπιστολῆς μου (7‐7‐10) ἀφοροῦσε μόνο
τήν προβληματική ἐκκλησιολογικῶς διατύπωσή Σας ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι καί «Μία» καί «διηρημέ‐
νη ».
Ἀναφερόμενος στήν Καθολικότητα καί Ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας σημειώνετε ὀρθῶς ὅτι : «Ἡ
σχισματική αὐτή διάσπαση ἤ ἡ αἱρετική αὐτή διαίρεση δέν συνεπάγεται οὔτε μία νέα «καθολική » Ἐκκλησία , οὔτε μία διάσπαση τῆς Ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας , ἐνῶ ἡ ὕπαρξη τῆς νέας ὁμάδας ὑπό τόν ἀντικανονικόν ἐπίσκοπον δέν διαταράσσει τήν Ἑνότητα τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας ». Σαφῶς , τά σχίσματα καί οἱ αἱρέσεις δέν ἀφοροῦν τήν Ἑνότητά της . Ἀφοροῦν τούς σχισματικούς καί αἱρετικούς οἱ ὁποῖοι ἁπλῶς ἀποκόπτονται ἀπό τή «Μία» καί μόνη Ἐκκλησία. Ἐγώ ἀκριβολογώντας στήν περίπτωση
αὐτή δέν θά ἔκανα λόγο γιά «σχισματική διάσπαση» ἤ «αἱρετική διαίρεση», ἀλλά γιά ἔκπτωση τῶν
σχισματικῶν καί αἱρετικῶν ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Ἀπό τά παραπάνω προκύπτει ὅτι συμφωνοῦμε γενικῶς στό ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι «Μία» καί ἑ‐
νιαία. Παρά ταῦτα, ἐξακολουθοῦμε, μέ βάση τά γραφόμενά Σας, νά διαφωνοῦμε στό ὅτι ἡ «Μία»
Ἐκκλησία εἶναι μετά τό 1054 καί «διηρημένη ».
Σεβασμιώτατε, ἄν «οἱ σχισματικοί δέν ἀνήκουν στήν Ἐκκλησία καί τά μυστήριά τους δέν ἔχουν
καμία ἰσχύ », ὅπως ὀρθά γράφετε, τότε πῶς ὑποστηρίζετε τά ἑξῆς; «Τό σχίσμα τοῦ 1054 σημαίνει δι‐
αίρεση τῆς Ἐκκλησίας . Νομίζω ὅτι οὐδεμία ἀμφισβήτηση ὑφίσταται, πολλῷ μᾶλλον ὅταν ὁλόκληρη
ἡ πατερική γραμματεία τοῦ ΙΕ΄ αἰῶνος ἀποδέχεται ὅτι ἔχουμε διηρημένη τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ,
τήν εὑρισκομένην ὑπό τήν Μίαν Κεφαλήν τοῦ Σώματος , τόν Χριστό (βλ. Μᾶρκος Ἐφέσου ὁ Εὐγενικός )».
Καί συνέχιζετε: «Ἦταν δυνατόν νά εἴχαμε σχίσμα , διαίρεση, διάκριση ἤ διαφοροποίηση χωρίς διαίρεση ; Νομίζω ὄχι . Ἡ διαίρεση αὐτή διετάραξε ἤ ἀλλοίωσε τήν Ἑνότητα καί Καθολικότητα τῆς
Μίας , Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ὅπως αὐτή περιγράφεται καί σημαίνεται στό
Σύμβολο τῆς Πίστεως , τό Σύμβολο τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου; Ὄχι βέβαια, γιατί κάθε διαίρεση ἤ
διάσπαση δέν σημαίνει ἀλλοίωση τῆς Ἑνότητας ... γιατί οἱ ἐκκλησιολογικές συνέπειες ὁποιασδήποτε
διαφοροποίσης δέν ἀποδίδονται πρός τό Καθολικό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας , ἀλλά πρός αὐτόν, ὁ ὁποῖος
ἀποσχίζεται ἤ διαφοροπιεῖται ἀπό τό Καθολικό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ».
Τά γραφόμενά Σας ἐδῶ εἶναι , κατά μία ἐπιεικῆ ἀποτίμησή μου , ἀσαφῆ καί συγκεχυμένα, μέ ἀποτέλεσμα νά ἐμφανίζονται ἀντιφατικά μεταξύ τους . Ἔχω τή γνώμη ὅτι αὐτό ὀφείλεται στό γεγονός ὅτι δέν ἀκριβολογεῖτε. Δέν ὁριοθετεῖτε τήν ἔννοια τῶν ὅρων πού χρησιμοποιεῖτε ἤ μᾶλλον
χρησιμοποιεῖτε τούς γνωστούς θεολογικούς ὅρους προσδίδοντάς τους ἄλλη σημασία ἀπό τήν κα‐θιερωμένη, χωρίς προηγουμένως νά τή γνωστοποιεῖτε. Ἔτσι ὅμως δημιουργεῖται σύγχυση στήν
κατανόηση τῶν γραφομένων Σας .
Καί γιά νά γίνω πιό συγκεκριμένος καί σαφής . Ὅσα γράφετε περί σχίσματος , αἱρέσεως , ἑνότητας καί καθολικότητας εἶναι ὀρθά στό μέτρο πού ἀφοροῦν τούς σχισματικούς καί αἱρετικούς κα‐
θεαυτούς . Πράγματι, τό σχίσμα ἤ ἡ αἵρεσή τους δέν θίγουν τήν ἑνότητα καί καθολικότητα τῆς Ἐκ‐
κλησίας, ἐπειδή αὐτοί ἁπλῶς ἐκπίπτουν καί ἀποκόπτονται οὐσιαστικά καί θεσμικά ἀπό τή «Μία,
Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία» εἴτε ὡς ἁπλᾶ μέλη εἴτε ὡς ὁλόκληρες τοπικές Ἐκκλη‐
σίες . Τά πράγματα ὅμως ἐμφανίζονται συγκεχυμένα ἤ ἀντιφατικά , ὅταν στή συνάφεια αὐτή κάνετε λόγο γιά «Μία» καί σαφῶς διηρημένη ἀπό τό 1054 Ἐκκλησία καί , ἐνῶ θεωρεῖτε διηρημένη τήνἘκκλησία, ὑποστηρίζετε ἀπεριφράστως ὅτι δέν θίγεται ἡ ἑνότητά της . Ἔτσι ἐμφανίζεσθε νά ἀγνοεῖτε τήν ὀντολογία τῆς Ἐκκλησίας .
Τό σχίσμα, Σεβασμιώτατε, ὅπως καί ἡ αἵρεση δέ θίγουν ὀντολογικῶς τήν Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλη‐
σία ἦταν , εἶναι καί θά παραμείνει «Μία» καί ἀδιαίρετη ἕως τῆς συντελείας . Αὐτό ἀκριβῶς ὁμολογοῦμε στό Σύμβολο τῆς Πίστεως χρησιμοποιώντας τό ρῆμα «Πιστεύω » σέ χρόνο ἐνεστώτα. Ὁ Χριστός εἶναι κεφαλή αὐτοῦ τοῦ ἀκεραίου σώματος , τό ὁποῖο παραμένει ἀκέραιο εἴτε ἐμπλουτίζεται ἱστορικῶς μέ ἀναρίθμητα μέλη εἴτε περιορίζεται ἱστορικῶς σέ ἐλάχιστα. Ὁ Χριστός δέν μπορεῖ νά
εἶναι , ὅπως ὑποστηρίζετε, κεφαλή ἑνός διηρημένου ἤ πολυδιηρημένου σώματος . Τέτοιου εἴδους Ἐκκλησιολογία, πού εἰσηγεῖσθε μέ τό κείμενό Σας, δέ νομιμοποιεῖται ἀπό τήν ἱστορία καί τήν
πνευματική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας διαχρονικῶς. Ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά εἶναι ποτέ «Μία»
καί διηρημένη. Ἄν ἡ Ἐκκλησία εἶναι διηρημένη, δέν εἶναι «Μία», ὅπως τό Ἕνα Κυριακό Σῶμα. Ἀλ‐
λά , ἐπιπροσθέτως, ἄν εἶναι διηρημένη, δέν εἶναι οὔτε «Ἁγία» οὔτε «Καθολική» οὔτε «Ἀποστολι‐
κή». Μή μνημονεύετε, Σεβασμιώτατε, τόν Ἅγιο Μᾶρκο τόν Εὐγενικό γιά ἐνίσχυση δῆθεν τῶν θέ‐
σεών Σας . Δέν Σᾶς εὐνοεῖ σέ καμία περίπτωση. Ἀπεναντίας , γίνεται καί κατήγορος τῶν ἐσφαλμένων ἐκκλησιολογικῶν τοποθετήσεών Σας .
Σεβασμιώτατε, ὁμολογεῖτε δύο ἀντιφατικά ἐν τοῖς ὅροις πράγματα. Ἔτσι ὅμως δέν ὑφίσταται
δογματικὴ ἀκρίβεια, ἀλλὰ μᾶλλον διολίσθηση σέ μία εὐρύτερα γνωστὴ θεολογικὴ «διγλωσσία»
τῶν ἡμερῶν μας , ποὺ ἔχει φανερὴ τὴ σκοποθεσία της .
Μέ τὴν παραπάνω τοποθέτησή Σας , Σεβασμιώτατε, δέν ἔχουμε ἁπλῶς εἰσήγηση μίας «νέας»
Ἐκκλησιολογίας ἀλλὰ καὶ διακήρυξη μία «νέας » ὀντολογίας, σύμφωνα μέ τὴν ὁποία ἕνα σῶμα μπορεῖ νὰ εἶναι διηρημένο χωρὶς νὰ ἀλλοιώνεται ἡ ἑνότητά του . Εἶναι προφανές ὅτι ἐδῶ οἱ λέξεις «διαίρεση» καὶ «ἑνότητα» παίρνουν ἕνα ἄγνωστο μέχρι σήμερα νοηματικό περιεχόμενο , ποὺ σαφῶς δέν ὑπηρετεῖ τὴ δογματικὴ ἀκρίβεια γιὰ τὴν ἀδιαμφισβήτητη ὁριοθέτηση τῆς Ἀλήθειας τῆς
Ἐκκλησίας .
Εἶναι πρωτάκουστο , Σεβασμιώτατε, αὐτό πού γράφετε ὡς πανεπιστημιακός καθηγητής καί
κυρίως ὡς ἐπίσκοπος : «Ἐσεῖς , βέβαια, καί οἱ ὁμόφρονές Σας ἔχετε τό δικαίωμα νά διαφοροποιηθεῖτε ἀπό τήν παροῦσα Συνοδική ἀπόφαση καί ἐπίσης νά τήν ἀμφισβητεῖτε, ἀλλά καί μετά τή διαφοροποίη‐
σή Σας , νά συνεχίζετε νά ἀνήκετε στήν Ἐκκλησία!!!». Ἔχω τή γνώμη ὁτι ἕνα τέτοιο κείμενο θά εἶχε
θέση μόνο στό χῶρο τοῦ Παπισμοῦ, ἀλλά καί ἐκεῖ μόνον ὅταν ἡ ἀμφισβήτηση θά εἶχε ἀποδέκτη ἀ‐
ποκλειστικῶς καί μόνον τόν ἴδιο τόν Πάπα.
Συγκεκριμένα, ἐγώ οὔτε διαφοροποιοῦμαι ἀπό τήν παρούσα Συνοδική ἀπόφαση οὔτε τήν ἀμ‐
φισβητῶ, ὅπως ἐσφαλμένα νομίζετε. Εἶμαι σύμφωνος μέ τό Ἀνακοινωθέν τῆς Συνόδου τῆς Ἱεραρ‐
χίας καί εἰδικότερα μέ τό σημεῖο πού ἐπικαλεῖσθε στήν πρός ἐμέ ἐπιστολή Σας : «Οἱ Ἐκπρόσωποιτῆς Ἐκκλησίας μας στόν συγκεκριμένο διάλογο ἔχουν σαφῆ γνώση τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας , τῆςἘκκλησιολογίας καί τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως καί προσφέρουν τίς γνώσεις καί τίς δυνάμεις
τους πρός τόν σκοπό «τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως» «ἐν ἀληθείᾳ» καί μέσα στά ἀπαραίτητα θεολογικά πλαίσια καί τίς ἀποφάσεις τῶν Πανορθοδόξων Συνδιασκέψεων ». Ἐδῶ θά πρέπει νά σημειώσω ὅτι
ὡς πρός «τίς ἀποφάσεις τῶν Πανορθοδόξων Συνδιασκέψεων » ἐπιφυλάσσομαι νά ἐπανέλθω ἐνώ‐
πιον τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος . Ὅπως εἶναι φανερό ὅμως ἀπό τό κείμενο , ἡ
Συνοδική ἀπόφαση ἑστιάζει στίς «γνώσεις » καί τίς «δυνάμεις » τῶν Ἐκπροσώπων Της , καί ὄχι στήν
ἁγιοπνευματική θεογνωσία καί στή δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού χαρακτηρίζουν τόν ἐπισκο‐
πικό βαθμό τῆς ἱερωσύνης τους , σύμφωνα μέ τή θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας . Κατά συνέπεια, θε‐
ωρῶ ὅτι Ἐσεῖς μέ ὅσα ἐκκλησιολογικῶς ἐσφαλμένα γράφετε στήν ἐπιστολή Σας ἔχετε ἐκθέσει τό
σῶμα τῆς Ἱεραρχίας , πού Σᾶς ἐτίμησε μέ τήν ἐμπιστοσύνη Του .
Γιά νά παραμείνετε, Σεβασμιώτατε, καί οὐσιαστικά Ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας καί ἐκπρόσω‐
πος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μία μόνο λύση φαίνεται νά ὑπάρχει : νά ἀνακαλέσετε τήν ἐσφαλ‐
μένη θεολογικῶς (δογματικῶς ) θέση Σας : «Τό σχίσμα τοῦ 1054 σημαίνει διαίρεση τῆς Ἐκκλησίας ...
Νομίζω ὅτι οὐδεμία ἀμφισβήτηση ὑφίσταται ... ὅτι ἔχουμε διηρημένη τήν Ἐκκλησσία τοῦ Χριστοῦ,
τήν εὑρισκομένην ὑπό τήν Μίαν Κεφαλήν τοῦ Σώματος , τόν Χριστόν » (Ἐπιστολή 15‐7‐2010). Θά ἐ‐
παναλάβω ἐκεῖνο πού Σᾶς ἔγραψα στήν προηγούμενη ἐπιστολή μου (7‐7‐2010): «Ἡ θεώρηση τῆς
Ἐκκλησίας ὡς διηρημένης , σήμερα, ἀντίκειται σαφῶς στή ρητή διατύπωση τοῦ Συμβόλου τῆς πί‐
στεως , πράγμα πού συνεπάγεται , κατά τά Πρακτικά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων , καθαίρεση καί
ἀφορισμό , κατά περίπτωση, σ ’ ὅποιον ἐμμένει στή θεώρηση αὐτή». Αὐτό εἶναι οὐσιαστικά ἀλλά
καί θεσμικά τό ἐπιτίμιο τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων γιά ὅσους παραβιάζουν τόν Ὅρο τῆς Β΄ Οἰ‐
κουμενικῆς Συνόδου .
Ἐπιπροσθέτως , θέλω νά σημειώσω ὅτι ἡ Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας μας οὐδέποτε ὑποστήριξε ὅτι
εἶναι ἀλάθητη. Μήπως ὅμως Ἐσεῖς γνωρίζετε κάποια τοπική Σύνοδο πού νά φρονεῖ ὅτι εἶναι ἀλά‐
θητη; Θά θυμᾶσθε, ἀσφαλῶς , ὅτι ὁ συνώνυμός Σας ἐπίσκοπος καί ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος
ἐξορίσθηκε ἐπανειλημμένως ἀπό τοπικές Συνόδους μέ ἐπισκόπους πού εἶχαν κανονική χειροτονί‐
α, ἐνῶ ἄλλες τοπικές Σύνοδοι τόν δικαίωσαν πανηγυρικῶς καί διόρθωσαν τά κακῶς ἀποφασι‐
σθέντα. Διορθωτικές Συνοδικές ἀποφάσεις εἴχαμε πολλές κατά τό παρελθόν ἀπό τήν Ἱερά Σύνο‐
δο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος , ὅπως καλῶς γνωρίζετε. Ἀλλά νά Σᾶς ρωτήσω καί κάτι ἄλλο : Ὅ‐
ταν κάποιοι ἐπίσκοποι στήν Ἱερά Σύνοδο ἤ στή Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας μας διαφωνοῦν καί μειοψη‐
φοῦν ὡς πρός τή Συνοδική ἀπόφαση, τίθενται ‐μέ βάση τό σκεπτικό Σας‐ ἐκτός Ἐκκλησίας ;
Στό χῶρο τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας , Σεβασμιώτατε, οἱ Συνοδικές ἀποφάσεις εἶναι δεσμευτι‐
κές γιά ὅλους , μόνον ὅταν ἔχουν τόν ἀδιαμφισβήτητο χαρακτήρα τῆς ἀλαθήτου ἐκφράσεως τῆς
Ἐκκλησίας . Ὅταν εἶναι λ .χ . ἀποφάσεις Οἰκουμενικῶν Συνόδων .
Ἑπομένως , κάθε Συνοδική ἀπόφαση δέν εἶναι ὁπωσδήποτε καί ἁγιοπνευματική. Αὐτό πιστοποιεῖ‐
ται ἀδιάψευστα ἀπό τήν Ἐκκλησιαστική Ἱστορία (βλ . π .χ . τήν Ληστρική Σύνοδο τοῦ 449).
Ἐδῶ θά πρέπει νά διευκρινίσω , ὅτι μέ ὅσα γράφω παραπάνω σχολιάζω θεωρητικῶς καί θεολο‐
γικῶς μόνον τό ἄν μπορεῖ ἤ ὄχι νά ἀνήκει στήν Ἐκκλησία ὅποιος συμβαίνει νά διαφωνεῖ μέ μία
Συνοδική ἀπόφαση, πού δέν ἔχει τό χαρακτήρα Οἰκουμενικῆς Συνόδου , καί τίποτε περισσότερο .
Ὁ ,τιδήποτε ἀλλο εἶναι ἐκ τοῦ πονηροῦ .
Σεβασμιώτατε, στήν ἐπιστολή Σας (15‐7‐2010) πολύ συχνά , μή ἔχοντας θεολογικά ‐ ἐπιστημονικά ἐπιχειρήματα, καταφεύγετε σέ εὐτελεῖς εἰρωνεῖες καί σέ ἀπαξιωτικούς χαρακτηρισμούς . Αὐτά ὅμως δέν Σᾶς τιμοῦν οὔτε ὡς πανεπιστημιακό δάσκαλο οὔτε ὡς ἐπίσκοπο . Ἐμένα ὡς ἀποδέκτη τους , πάντως , οὔτε μέ μειώνουν οὔτε καθόλου μέ βλάπτουν . Ἀπεναντίας μάλιστα. Γι ’ αὐτό καί Σᾶς εἶμαι , εἰλικρινῶς , εὐγνώμων, παρά τό γεγονός ὅτι λυποῦμαι πολύ γιά τήν προσωπική ζημία Σας , προκειμένου ἀκουσίως νά μέ ὠφελήσετε πνευματικά .
Γράφετε στήν ἐπιστολή Σας ὅτι τόσο καιρό σιωπούσατε, «ἕνεκα σεβασμοῦ σέ ἕνα πρόσωπο (δηλ . ἐμένα ) τό ὁποῖο στόν πανεπιστημιακό χῶρο τρεῖς φορές μέ ἐψήφισε στὴν ἐξελικτική μου διαδικασία καὶ μάλιστα στὶς δύο πρῶτες ὡς μέλος τῆς Εἰσηγητικῆς Ἐπιτροπῆς καὶ ἀνεπιφυλάκτως ὑπέγραψε
καὶ ἐψήφισε γιὰ τὴν ἐξέλιξή μου ».
Ἀπ ’ ὅσο ἐνθυμοῦμαι, μόνο μία φορὰ – στὴν τελευταία ἐξέλιξή Σας – ὑπῆρξα μέλος τῆς Τριμε‐
λοῦς Εἰσηγητικῆς Ἐπιτροπῆς καὶ Σᾶς ἐψήφισα πράγματι ἀνεπιφύλακτα. Ποτέ ὅμως δέν ὑποστήρι‐
ξα ὅτι εἶμαι «ἀλάθητος ». Τοῦτο τό προνόμιο τό σφετερίζεται μόνον ὁ Πάπας , μέ τοὺς ἐκπροσώπους τοῦ ὁποίου προτιμᾶτε νὰ διαλέγεσθε. Ἐγὼ ἁπλῶς φροντίζω νὰ περνῶ τό χρόνο μου ἐν μετα‐
νοίᾳ .
Ἐπιπροσθέτως , θὰ ἤθελα νὰ Σᾶς διευκρινίσω ὅτι , ὅταν Σᾶς ἐψήφισα, Σᾶς ἐψήφισα μέ βάση
συγκεκριμένες μελέτες ποὺ καταθέσατε γιὰ τὴν ἐξέλιξή Σας, στὶς ὁποῖες ὅμως δέν περιέχονταν
τὰ θεολογικὰ ἀτοπήματα γιὰ τὰ ὁποῖα τώρα διαφωνοῦμε. Ἂν περιέχονταν , νὰ εἶσθε βέβαιος ὅτι
τὰ θεολογικὰ ἀτοπήματα γιὰ τὰ ὁποῖα τώρα διαφωνοῦμε. Ἂν περιέχονταν , νὰ εἶσθε βέβαιος ὅτι δέν θὰ Σᾶς ἐψήφιζα.
Ἡ ἐκλογὴ κάποιου προσώπου σέ ὁποιοδήποτε ἀξίωμα στὴν Ἐκκλησία, εἴτε τοῦ διδασκάλου εἴ‐
τε τοῦ ἐπισκόπου , δέν προδικάζει νομοτελειακὰ τὴν παραπέρα πορεία του , ἀκόμη καὶ ὅταν ἡ ἐκλογὴ αὐτὴ γίνεται ἀδιαμφισβητήτως διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος . Δέν ἐμποδίζεται δηλαδὴ καθόλου τό αὐτεξούξιό του ἀπό αὐτὴ τὴν ἁγιοπνευματικὴ ἐκλογή. Γι ’αὐτό καὶ μπορεῖ νὰ ὑποπέσει σέ βαρύτατα θεολογικὰ καὶ δογματικὰ σφάλματα. Αὐτό μαρτυρεῖται ἀπό τὴν Ἁγία Γραφὴ (βλ . τὴν περίπτωση ἐκλογῆς στό Ἀποστολικό ἀξίωμα ἀπό τόν ἴδιο τό Χριστό τόσο τοῦ Ἰούδα τοῦ Ἰσκαριώτη
ὅσο καὶ τοῦ Πέτρου ). Μαρτυρεῖται ὅμως καὶ ἀπό τὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας (βλ . τὴν πληθώρα τῶν
καταδικασθέντων Πατριαρχῶν , ἐπισκόπων , κληρικῶν καὶ μοναχῶν ἀπό Οἰκουμενικές Συνόδους ).
Μάλιστα, ἡ περίπτωση τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου εἶναι ἐπὶ τοῦ προκειμένου ἰδιαίτερα χαρακτηριστι‐
κή. Ὅταν ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ὁμολόγησε ὀρθὰ τό Χριστό , ὁ Κύριος τοῦ εἶπε: «μακάριος εἶ
, Σίμων Βαριωνᾶ…» (Μθ 16, 17‐19). Ὅταν ὅμως ἀμέσως μετά φρονοῦσε ἐσφαλμένα, τόν ἀποδοκίμασε αὐ‐
στηρὰ καὶ ἐξομοιώνοντάς τον , ὡς πρός τό φρόνημά του , μέ τόν σατανᾶ τοῦ εἶπε: «ὕπαγε ὀπίσω
μου , σατανᾶ , σκάνδαλον εἶ ἐμοῦ , ὅτι οὐ φρονεῖς τὰ τοῦ Θεοῦ , ἀλλὰ τὰ τῶν ἀνθρώπων » (Μθ . 16,
23).
Μέ ἄλλα λόγια, φρονῶ ὅτι ἡ ὅποια θετικὴ ψῆφος μου τότε δέν ἔχει σχέση μέ τὴν ἐξέλιξή Σας
σήμερα.
Σέ ἄλλο σημεῖο τῆς ἐπιστολῆς Σας γράφετε: «Εἶμαι σίγουρος , ὅτι καὶ τοῦ χρόνου καὶ κάθε χρό‐
νο , λίγο πρὶν τὴν σύγκληση τῆς Μικτῆς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς θὰ σᾶς ὑπομιμνήσκουν οἱ ὁμόφρονές
Σας τὴ θεολογική Σας ἀγωνία καὶ τὴν τρωθεῖσα ἐκκλησιολογικὴ Σας αὐτοσυνειδησία , πρός ἀφύπνι‐
ση τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματός Σας (!!!)».
Σεβασμιώτατε,
Προβληματίζομαι σοβαρά γιά τήν προέλευση τῶν παραπάνω λογισμῶν Σας , ἀλλά καί γιά τήν
ἐκφρασθεῖσα γι ’ αὐτούς «σιγουριά » σας . Δέν θά προβῶ σέ ψυχολογική ἑρμηνεία τῶν λογισμῶν
Σας . Ἕνα μόνο θά πῶ : Ἡ ἀπό 7‐7‐10 ἐπιστολή μου πρός Σᾶς δέν γράφηκε οὔτε μέ ὑπόδειξη κάποι‐
ου , οὔτε λόγω τῆς προσεχοῦς συγκλήσεως τῆς Μ .Δ.Ε., οὔτε λόγω κάποιας ἄλλης σκοπιμότητας .
Αὐτό τό γνωρίζετε Ἐσεῖς καλύτερα ἀπό ὁποιονδήποτε ἄλλον . Ἡ ἐπιστολὴ γράφτηκε ἐπειδὴ Ἐσεῖς ,
ἔχοντας ἀνοίξει μία διαμάχη μέ τόν συνεπίσκοπό Σας , ὡς ἄλλοθί Σας , ἐπικαλεσθήκατε διερωτώ‐
μενος τὴ δική μου σιγή. Κι ἔτσι μέ ἀναγκάσατε νὰ ἀπαντήσω στό ἐρώτημά Σας : «Ἕνα τέτοιου εἴ‐
δους σοβαρό ἐκκλησιολογικό ἀτόπημα πέρασε ἀπαρατήρητο ἀπό τόν καταξιωμένο Καθηγητὴ τῆς
Δογματικῆς καὶ Συμβολικῆς Θεολογίας καὶ ἀσχολίαστο;». Ἐὰν δέν ὑπῆρχε ὁ συγκεκριμένος ὑπαι‐
νιγμός Σας στό πρόσωπό μου καὶ τό ἐρώτημά Σας , δέν θὰ ἀπαντοῦσα.
Ἔχω τὴ γνώμη ὅτι δέν εἶναι τίμιο αὐτό ποὺ Ἐσεῖς προκαλέσατε τὴ συγκεκριμένη χρονικὴ στιγ‐
μή, νά τό παρουσιάζετε ἐνώπιον τρίτων καί νὰ προσπαθεῖτε νὰ τό ἀποδώσετε στὴ δική μου δῆθεν
σκοπιμότητα. Προφανῶς , αὐτό θὰ μπορούσατε νὰ τό ἰσχυρισθεῖτε, μόνον ἐὰν Ἐσεῖς στὴν ἐπιστο‐λή Σας δέν ἀναφερόσασταν στό πρόσωπό μου καὶ δέν εἴχατε διερωτηθεῖ ἀπεριφράστως γιὰ τὴ σι‐
ωπή μου στό συγκεκριμένο θέμα καὶ δέν εἴχατε προκαλέσει τὴν ἀπάντησή μου . Μὴ διαστρέφετε
λοιπόν τὴν Ἀλήθεια, λόγω δικῆς Σας σκοπιμότητας , λίγο πρίν τή σύγκληση τῆς Μ .Δ.Ε. στή Βιέννη
(Σεπτέμβριος 2010). Δέν εἶναι σωστό καὶ δέν Σᾶς τιμᾶ τό γεγονός ὅτι ἐνῶ ἔχετε ἐπωμισθεῖ τό ἔργο
τῆς ὑπερασπίσεως τῆς Ἀλήθειας ἔναντι τῶν ἑτεροδόξων , Ἐσεῖς ὁ ἴδιος τώρα, νὰ τὴ διαστρέφετε.
Τέλος , ἀπό τὴν ἔκβαση τοῦ ἕως ἐδῶ διαλόγου μας διαπιστώνει ὁ καθένας , ποὺ μᾶς διαβάζει , ὅ‐
τι δικαιώνομαι γιὰ τὴν ἐπὶ ἕνα περίπου ἔτος σιωπή μου . Ὁ διάλογος μεταξύ μας ὄντως «οὐκ ὠφε‐
λεῖ οὐδέν ».
Μέ τόν προσήκοντα σεβασμό
ἀσπάζομαι τὴν δεξιά Σας
Δημήτριος Τσελεγγίδης
Καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς ΑΠΘ
Κοινοποίηση: 1. Στήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
2. Σέ ὅλους τούς Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
" Ὁ διάλογος μεταξύ μας ὄντως «οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν »."
ΑπάντησηΔιαγραφήΘλιβερή η διαπίστωση του αξιότιμου καθηγητή κ. Τσελεγγίδη. Θλιβερότερη, ότι η Ιερά Σύνοδος σιωπά και επιμένει να την εκπροσωπεί στους διαλόγους μεταξύ των ετεροδόξων ο αντιλεγόμενος ιερεύς - επίσκοπος Μεσσηνίας.
Φαίνεται αυτοί οι διάλογοι, οι διάλογοι με τους αιρετικούς, είναι οφέλιμοι και όχι οι μεταξύ μας για την Μια Εκκλησία, που ήταν ενιαία μέχρι το 1054. Οπότε και φανερώθηκε (σημ. εδώ βάζουμε θαυμαστικό !) το διαιρετόν της Μιάς εν τη ενότητι του διαδόχου του Απ. Πέτρου. Δηλαδή του πάπα, ο οποίος απεφάνθη αλαθήτως ότι αυτός, εκτός άλλων, είναι η Σύνοδος - και ακολουθούν πολλά θαυμαστικά.
Πάμε να φύγουμε, οι άλλοι "έχουσι Μωϋσέα και τους προφήτας, ακουσάτωσαν αυτών".