Σε τέσσερες μόνο λέξεις συγκεφαλαιώνονται και τα τέσσερα Ευαγγέλια του Χριστού: Χριστός Ανέστη! – Αληθώς Ανέστη!...
Εάν ο Χριστός δεν αναστήθηκε, αυτό σημαίνει ότι η αμαρτία και ο θάνατος δεν έχουν νικηθεί. Εάν δε, δεν έχουν αυτά τα δυο νικηθεί, τότε γιατί να πιστεύει στο Χριστό;
...Όλα αυτά είναι λοιπόν αληθινά και πραγματικά και για μένα και για σένα και για κάθε ανθρώπινη ύπαρξη. Γιατί ο θαυμαστός και γλυκύτατος Κύριος Ιησούς, ο Αναστημένος Θεάνθρωπος, είναι η μόνη Ύπαρξη κάτω από τον ουρανό, με την οποία μπορεί ο άνθρωπος εδώ στη γη να νικήσει και το θάνατο και την αμαρτία και τον διάβολο, και να κατασταθεί μακάριος και αθάνατος, συμμέτοχος στην Αιώνια Βασιλεία της Αγάπης του Χριστού...
- Γι’ αυτό και «πάλι και πολλάκις», και αναρίθμητες φορές: Χριστός Ανέστη!
(Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς)
Κατά την ανάσταση του Χριστού, το ανθρώπινο σώμα του αναστήθηκε, καθώς η Θεϊκή του φύση είναι αθάνατη. Αυτή η σωματική ανάσταση του Κυρίου Ιησού, αμφισβητείται και έτσι θα παρατεθούν χωρία τα οποία στην Αγία Γραφή αποδεικνύουν τη σωματική υπόσταση και ανάσταση του Κυρίου. Αιρέσεις τέτοιες υπήρξαν κάποιες ομάδες Γνωστικών, όπως οι ακόλουθοι του Υμεναίου και του Φιλητού. Επίσης ο Μένανδρος, μαθητής του Σίμωνος του Μάγου, αλλά και ο Μαρκίων, ο Απελλής, οι Μανιχαίοι. Κατά το μεσαίωνα, αρνητές της ανάστασης σωμάτων ήσαν, οι Βογόμιλοι και οι Καθαροί.
Ο Aπόστολος Παύλος, αναφέρει μετά την ανάσταση του Χριστού ότι η Θεότητα του Χριστού:
«ότι εν αυτώ κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς»[3].
O Απόστολος Θωμάς, ψηλάφησε τον αναστάντα Χριστό:
«Θωμάς δε εις εκ των δώδεκα, ο λεγόμενος Δίδυμος, ουκ ην μετ' αυτών ότε ήλθεν ο Ιησούς. 25 έλεγον ουν αυτώ οι άλλοι μαθηταί· εωράκαμεν τον Κύριον. ο δε είπεν αυτοίς· εάν μη ίδω εν ταις χερσίν αυτού τον τύπον των ήλων, και βάλω τον δάκτυλόν μου εις τον τύπον των ήλων, και βάλω την χείρά μου εις την πλευράν αυτού, ου μη πιστεύσω. 26 Και μεθ' ημέρας οκτώ πάλιν ήσαν έσω οι μαθηταί αυτού και Θωμάς μετ' αυτών. έρχεται ο Ιησούς των θυρών κεκλεισμένων, και έστη εις το μέσον και είπεν· ειρήνη υμίν. 27 είτα λέγει τω Θωμά· φέρε τον δάκτυλόν σου ώδε και ίδε τας χείράς μου, και φέρε την χείρά σου και βάλε εις την πλευράν μου, και μη γίνου άπιστος, αλλά πιστός.»[4].
Ο Ιησούς καλεί τους μαθητές να πιστέψουν πως όντως αναστήθηκε:
«ίδετε τας χείράς μου και τους πόδας μου, ότι αυτός εγώ ειμι· ψηλαφήσατέ με και ίδετε, ότι πνεύμα σάρκα και οστέα ουκ έχει καθώς εμέ θεωρείτε έχοντα. 40 και τούτο ειπών επέδειξεν αυτοίς τας χείρας και τους πόδας»[5].
Στην Αγία Γραφή, ξεκαθαρίζεται, ότι το Σώμα του Χριστού, δεν θα έβλεπε φθορά:
«ον ο Θεός ανέστησε λύσας τας ωδίνας του θανάτου, καθότι ουκ ην δυνατόν κρατείσθαι αυτόν υπ’ αυτού. 25 Δαυϊδ γαρ λέγει εις αυτόν· προωρώμην τον Κύριον ενώπιόν μου δια παντός, ότι εκ δεξιών μου εστιν ίνα μη σαλευθώ. 26 δια τούτο ευφράνθη η καρδία μου και ηγαλλιάσατο η γλώσσά μου, έτι δε και η σάρξ μου κατασκηνώσει επ’ ελπίδι, 27 ότι ουκ εγκαταλείψεις την ψυχήν μου εις άδου ουδέ δώσεις τον όσιόν σου ιδείν διαφθοράν. 28 εγνώρισάς μοι οδούς ζωής, πληρώσεις με ευφροσύνης μετά του προσώπου σου. 29 Άδρες αδελφοί, εξόν ειπείν μετά παρρησίας προς υμάς περί του πατριάρχου Δαυϊδ ότι και ετελεύτησε και ετάφη και το μνήμα αυτού εστιν εν ημίν άχρι της ημέρας ταύτης. 30 προφήτης ουν υπάρχων, και ειδώς ότι ....
όρκω ώμοσεν αυτώ ο Θεός εκ καρπού της οσφύος αυτού το κατά σάρκα αναστήσειν τον Χριστόν καθίσαι επί του θρόνου αυτού, 31 προϊδών ελάλησε περί της αναστάσεως του Χριστού ότι ου κατελείφθη η ψυχή αυτού εις άδου ουδέ η σάρξ αυτού είδε διαφθοράν. 32 τούτον τον Ιησούν ανέστησεν ο Θεός, ου πάντες ημείς εσμεν μάρτυρες«[6].
O Ευαγγελιστής Ιωάννης, περιγράφει πως ο Κύριος, ναό, αποκάλεσε το ΖΣώμα αυτού:
«Απεκρίθησαν ουν οι Ιουδαίοι και είπον αυτώ· τι σημείον δεικνύεις ημίν ότι ταύτα ποιείς; 19 απεκρίθη Ιησούς και είπεν αυτοίς· λύσατε τον ναόν τούτον, και εν τρισίν ημέραις εγερώ αυτόν. 20 είπον ουν οι Ιουδαίοι· τεσσαράκοντα και εξ έτεσιν ωκοδομήθη ο ναός ούτος, και συ εν τρισίν ημέραις εγερείς αυτόν; 21 εκείνος δε έλεγε περί του ναού του σώματος αυτού. 22 ότε ουν ηγέρθη εκ νεκρών, εμνήσθησαν οι μαθηταί αυτού ότι τούτο έλεγε, και επίστευσαν τη γραφή και τω λόγω ω είπεν ο Ιησούς».[7]
Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης και Απόστολος Παύλος, αναφέρουν πως το σώμα που θα λάβουν οι Χριστιανοί κατά την ανάσταση, θα είναι όμοιο με του Χριστού:
«Αγαπητοί, νυν τέκνα Θεού εσμεν, και ούπω εφανερώθη τι εσόμεθα· οίδαμεν δε ότι εάν φανερωθή, όμοιοι αυτώ εσόμεθα, ότι οψόμεθα αυτόν καθώς εστι[8].
«οίος ο χοϊκός, τοιούτοι και οι χοϊκοί, και οίος ο επουράνιος, τοιούτοι και οι επουράνιοι. 49 και καθώς εφορέσαμεν την εικόνα του χοϊκού, φορέσομεν και την εικόνα του επουρανίου»[9].
Ο Απόστολος Παύλος αναφέρει πως το φθαρτό σώμα, θα ενδυθεί αφθαρσία, κατά τη Δευτέρα Παρουσία:
«σαλπίσει γαρ, και οι νεκροί εγερθήσονται άφθαρτοι, και ημείς αλλαγησόμεθα. 53 δεί γαρ το φθαρτόν τούτο ενδύσασθαι αφθαρσίαν και το θνητόν τούτο ενδύσασθαι αθανασίαν»[10].
Όποιος αρνείται την ανθρώπινη φύση του Χριστού, είναι πλάνος και αντίχριστος, σύμφωνα με τον Ευαγγελιστή Ιωάννη
«αύτη εστίν η εντολή, καθώς ηκούσατε απ’ αρχής, ίνα εν αυτη περιπατήτε. 7 ότι πολλοί πλάνοι εισήλθον εις τον κόσμον, οι μη ομολογούντες Ιησούν Χριστόν ερχόμενον εν σαρκί· ούτός εστιν ο πλάνος και ο αντίχριστος».[11
Ανάσταση Σωμάτων
Ανάσταση Σωμάτων ή Δεύτερη Ανάσταση, αποκαλείται η στιγμή της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου, κατά την οποία πάντες οι άνθρωποι θα λάβουν τα σώματά τους, ανακαινισμένα.
Η λέξη ανα-σταίνομαι σημαίνει «ξανα - στέκωμαι». Κατά τον Απόστολο Παύλο, στο 15ο κεφάλαιο της Προς Κορινθίους επιστολής, το σώμα της αναστάσεώς, θα είναι άφθαρτο σαν το αναστημένο σώμα του Κυρίου Ιησού Χριστού και θα έχει διαφορετική λάμψη στον κάθε άνθρωπο, ανάλογα με το βαθμό στον οποίο κατάφερε ο άνθρωπος αυτός να αντανακλά το φως της ομοίωσης με τον Κύριο. Και στην Προς Ρωμαίους επιστολή του, στο 8ο κεφάλαιο, ο απόστολος λέει επίσης ότι... μαζί με τα σώματα της ανάστασης, θα μεταβεί στην αφθαρσία και ολόκληρη η κτίση, ακολουθώντας τους υιούς του Θεού.
Ο Άγιος Μακάριος στις Ομιλίες του αναφέρει ότι «Στην ανάσταση όλα τα μέλη του σώματος θ' αναστηθούν: ούτε μια τρίχα δεν θα χαθεί»[1]. Ο Αγ. Κύριλλος Ιεροσολύμων αναφέρει πως "«ίναι αυτό το ίδιο σώμα που θ' αναστηθεί, αν και όχι στην τωρινή του κατάσταση της αδυναμίας· γιατί θα ενδυθεί αφθαρσία»[2].« Δεν θα χρειάζεται πια τις τροφές που τρώμε τώρα για να το διατηρήσουμε ζωντανό, ούτε σκάλες για να το ανεβάσουμε· γιατί θα γίνει πνευματικό και θα είναι κάτι το θαυμάσιο, τέτοιο που δεν μπορούμε να το περιγράψουμε όπως πρέπει».
Το αναστημένο σώμα των δικαίων, θα είναι επιδεκτικό της φωτιστικής ενεργείας της Χάριτος του Θεού, ενώ των αδίκων της καυστικής, εξ ου και ο διαχωρισμός της απολαβής τους σε κόλαση και παράδεισο. Η ίδια άκτιστη Χάρις του Κυρίου, για τους μεν δικαίους θα βιώνεται ως φως, για τους δε ασεβείς ως πυρ. Η δε κατάσταση των αναστημένων σωμάτων, είναι αυτό που θα καθορίσει το βαθμό που θα βιώνει ο κάθε άνθρωπος τον Θεό, και τη μορφή που θα έχει αυτό το βίωμα.
++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++
Δια (μέσου) της Ανάστασης του Θεανθρώπου, η ανθρώπινη φύση οδηγήθηκε τελεσίδικα στην οδό της αθανασίας, και έγινε φοβερή και γι’ αυτό τον θάνατο. Γιατί πριν από την Ανάσταση του Χριστού, ο θάνατος ήταν φοβερός για τον άνθρωπο. Και από την εποχή της Ανάστασης του Κυρίου, γίνεται ο άνθρωπος φοβερός για το θάνατο. Εάν ζει δια (μέσου) της πίστης στον Αναστημένο Θεάνθρωπο ο άνθρωπος, ζει πάνω από το θάνατο. Καθίσταται απρόσβλητος και από το θάνατο. Ο θάνατος μετατρέπεται σε «Υποπόδιον των ποδών αυτού»: «Πού σου, θάνατε, το κέντρον; Πού σου άδη, το νίκος;» (πρβλ. Α΄ Κορ. 15, 55-56). Έτσι, όταν ο «εν Χριστώ άνθρωπος» πεθαίνει, αφήνει απλά το ένδυμα του σώματός του για να το ντυθεί πάλι κατά την ημέρα της Δεύτερης Παρουσίας.
Μέχρι την Ανάσταση του Θεανθρώπου Χριστού, ο θάνατος ήταν η δεύτερη φύση του ανθρώπου. Η πρώτη ήταν η ζωή, και ο θάνατος η δεύτερη. Ο άνθρωπος είχε συνηθίσει το θάνατο σαν κάτι το φυσικό. Αλλά με την Ανάστασή Του ο Κύριος άλλαξε τα πάντα: η αθανασία έγινε η δεύτερη φύση του ανθρώπου, έγινε κάτι το φυσικό στον άνθρωπο, και το αφύσικο καταστάθηκε ο θάνατος. Όπως μέχρι την Ανάσταση του Χριστού, ήταν φυσικό στους ανθρώπους το να είναι θνητοί, έτσι μετά την Ανάσταση έγινε φυσική γι’ αυτούς η αθανασία.
Δια (μέσου) της αμαρτίας ο άνθρωπος καταστάθηκε θνητός και πεπερασμένος. Δια (μέσου) της Ανάστασης του Θεανθρώπου γίνεται αθάνατος και αιώνιος. Σ’ αυτό δε ακριβώς έγκειται η δύναμη και το κράτος και η παντοδυναμία της Ανάστασης του Χριστού. Και για τούτο χωρίς της Ανάστασης του Χριστού, δεν θα υπήρχε καν ο Χριστιανισμός. Μεταξύ των θαυμάτων, η Ανάσταση του Κυρίου είναι το μεγαλύτερο θαύμα. Όλα τ’ άλλα θαύματα πηγάζουν απ’ αυτό και συνοψίζονται σ’ αυτό. Απ’ αυτό εκπηγάζουν και η πίστη και η αγάπη και η ελπίδα και η προσευχή και η θεοσέβεια. Οι δραπέτες μαθητές, αυτοί οι οποίοι έφυγαν (πολύ) μακριά από τον Ιησού, όταν πέθαινε, επιστρέφουν προς Αυτόν, όταν αναστήθηκε. Και ο Ρωμαίος εκατόνταρχος όταν είδε τον Χριστό να ανασταίνεται από τον τάφο, τον ομολόγησε σαν Υιό του Θεού. Κατά τον ίδιο τρόπο και όλοι οι πρώτοι Χριστιανοί έγιναν Χριστιανοί, διότι αναστήθηκε ο Χριστός, διότι νίκησε το θάνατο. Αυτό είναι εκείνο το οποίο ουδεμιά άλλη θρησκεία έχει. Είναι εκείνο το οποίο κατά τρόπο μοναδικό και αναμφισβήτητο, δείχνει και αποδεικνύει, ότι ο Ιησούς είναι ο μόνος αληθινός Θεός και Κύριος σ’ όλους τους ορατούς και αόρατους κόσμους.
Χάρη στην Ανάσταση του Χριστού, χάρη στη νίκη πάνω στο θάνατο, οι άνθρωποι γινόντουσαν και γίνονται και θα γίνονται πάντοτε Χριστιανοί. Όλη η ιστορία του Χριστιανισμού δεν είναι τίποτα άλλο, παρά ιστορία ενός και μοναδικού θαύματος, της Ανάστασης του Χριστού. (Αυτό) το οποίο συνεχίζεται διαρκώς σε όλες τις καρδιές των Χριστιανών, από μέρα σε μέρα, από έτος σε έτος, από αιώνα σε αιώνα, μέχρι τη Δεύτερη Παρουσία.
Ο άνθρωπος γεννιέται στ’ αλήθεια όχι όταν (τον) φέρνει στο κόσμο η μητέρα του, αλλά όταν πιστεύει στον Αναστημένο Σωτήρα Χριστό, γιατί τότε γεννιέται στην αθάνατη και αιώνια ζωή, ενώ η μητέρα γεννά το παιδί της προς (τον) θάνατο, για τον τάφο. Η Ανάσταση του Χριστού είναι η μητέρα όλων μας, όλων των Χριστιανών, η μητέρα των αθάνατων. Δια (μέσου) της πίστης στην Ανάσταση του Κυρίου, γεννιέται πάλι ο άνθρωπος, γεννιέται για την αιωνιότητα.
-Τούτο είναι αδύνατο! Παρατηρεί ο σκεπτικιστής (άνθρωπος). Και ο Αναστημένος Θεάνθρωπος απαντά: «Πάντα δυνατά τω πιστεύοντι» (πρβλ. Μάρκ. 9, 23). Και αυτός που πιστεύει, είναι εκείνος ο οποίος μ’ όλη τη καρδιά, μ’ όλη τη ψυχή, μ’ όλο του το είναι, ζει κατά το Ευαγγέλιο του Αναστημένου Κυρίου Ιησού.
Η πίστη μας είναι η νίκη δια (μέσου) της οποίας νικάμε το θάνατο, η πίστη δηλαδή στον Αναστημένο Κύριο. «Που σου, θάνατε, το κέντρον;» «Τό δε κέντρον του θανάτου η αμαρτία» (Α’ Κορ. 15, 55-56). Δια (μέσου) της Ανάστασής Του ο Κύριος «άμβλυνε του θανάτου το κέντρον». Ο θάνατος είναι ο όφις, η δε αμαρτία είναι το κεντρί του. Δια (μέσου) της αμαρτίας ο θάνατος εκχύνει το δηλητήριο στη ψυχή και το σώμα του ανθρώπου. Όσο περισσότερες αμαρτίες έχει ο άνθρωπος, τόσο περισσότερα είναι τα κέντρα διά των οποίων χύνει ο θάνατος το δηλητήριό του (μέσα) σ’ αυτόν.
Όταν η σφήκα κεντρίσει τον άνθρωπο, βάζει αυτός κάθε δυνατή προσπάθεια για να βγάλει το κεντρί από το σώμα του. Όταν δε τον κεντρίσει η αμαρτία – το κέντρο αυτό του θανάτου – τι πρέπει να κάμει; - Πρέπει με τη πίστη και (τη) προσευχή να επικαλεσθεί τον Αναστημένο Σωτήρα Χριστό, για να βγάλει Αυτός το κεντρί του θανάτου από τη ψυχή του. Και Αυτός σαν πολυεύσπλαχνος θα το κάμει, γιατί είναι Θεός του Ελέους και της Αγάπης. Όταν πολλές σφήκες πέσουν πάνω στο σώμα του ανθρώπου και τον τραυματίσουν πολύ με τα κέντρα τους, τότε ο άνθρωπος δηλητηριάζεται και πεθαίνει. Το ίδιο γίνεται και με τη ψυχή του ανθρώπου, όταν τη τραυματίσουν τα πολλά κέντρα των πολλών αμαρτιών. Πεθαίνει αυτός θάνατο, πού δεν έχει ανάσταση. Νικώντας δια (μέσου) του Χριστού την αμαρτία μέσα του ο άνθρωπος, νικάει το θάνατο. Εάν περάσει μια μέρα και εσύ δεν έχεις νικήσει ούτε μια αμαρτία σου, γνώρισε ότι έγινες περισσότερο θνητός. Εάν όμως νικήσεις μια ή δυο ή τρεις αμαρτίες σου, έγινες πιο νέος, με τη νεότητα η οποία δεν γερνάει, την αθάνατη και αιώνια! Ας μη το λησμονάμε ποτέ: το να πιστεύει κανένας στον Αναστημένο Χριστό, αυτό σημαίνει να αγωνίζεται διαρκώς τον αγώνα ενάντια στην αμαρτία, στο κακό και στο θάνατο.Το ότι ο άνθρωπος πιστεύει «αληθώς» στον Αναστημένο Κύριο, το αποδεικνύει με το να αγωνίζεται ενάντια στην αμαρτία και στα πάθη και εάν αγωνίζεται, πρέπει να γνωρίζει ότι αγωνίζεται για την αθανασία και την αιώνια ζωή. Εάν όμως δεν αγωνίζεται, τότε είναι μάταιη η πίστη του! Γιατί, εάν η πίστη του ανθρώπου δεν είναι αγώνας για την αθανασία και την αιωνιότητα, τότε τι είναι; Εάν με τη πίστη στο Χριστό δεν φτάνει κανένας στην αθανασία και τη νίκη πάνω στο θάνατο, τότε σε τι (χρησιμεύει) η πίστη μας; Εάν ο Χριστός δεν αναστήθηκε, αυτό σημαίνει ότι η αμαρτία και ο θάνατος δεν έχουν νικηθεί. Εάν δε, δεν έχουν αυτά τα δυο νικηθεί, τότε γιατί να πιστεύει στο Χριστό; Εκείνος όμως ο οποίος δια (μέσου) της πίστης στον Αναστημένο Χριστό αγωνίζεται ενάντια σε κάθε αμαρτία του, αυτός ενισχύει βαθμιαία στον εαυτό του την αίσθηση, ότι ο Κύριος όντως αναστήθηκε, όντως άμβλυνε το κέντρο του θανάτου, όντως νίκησε το θάνατο σ’ όλα τα μέτωπα της μάχης.
Η αμαρτία βαθμιαία μικραίνει τη ψυχή του ανθρώπου, τη πλησιάζει προς το θάνατο, τη μεταβάλλει από αθάνατη σε θνητή, από άφθαρτη και απέραντη σε φθαρτή, σε πεπερασμένη. Όσο περισσότερες αμαρτίες έχει ο άνθρωπος, τόσο περισσότερο είναι θνητός. Και εάν ο άνθρωπος δεν αισθάνεται τον εαυτό του αθάνατο, είναι φανερό ότι βρίσκεται όλος βυθισμένος στις αμαρτίες, σε σκέψεις μυωπικές, σε αισθήματα νεκρωμένα. Ο Χριστιανισμός είναι μια κλήση στον μέχρι «εσχάτης αναπνοής» αγώνα ενάντια στο θάνατο, μέχρι δηλαδή τη τελική νίκη πάνω σ’ αυτόν. Κάθε αμαρτία αποτελεί μια υποχώρηση, κάθε πάθος μια προδοσία, κάθε κακία μια ήττα.
Δεν πρέπει να διερωτιέται κανένας γιατί και οι Χριστιανοί πεθαίνουν το σωματικό θάνατο. Αυτό γίνεται, γιατί ο θάνατος του σώματος είναι μια σπορά. Σπέρνεται σώμα θνητό, λέγει ο Απόστολος Παύλος (πρβλ. Α’ Κορ. 15, 42 εξ.), και βλασταίνει, αυξαίνει και γίνεται αθάνατο. Όπως ο σπόρος που σπέρνεται, έτσι και το σώμα διαλύεται, για να το ζωοποιήσει και (το) τελειοποιήσει το Άγιο Πνεύμα. Εάν ο Κύριος Ιησούς δεν είχε αναστήσει το σώμα, τι όφελος θα είχε αυτό απ’ Αυτόν; Αυτός δεν θα είχε σώσει ολόκληρο τον άνθρωπο. Εάν δεν ανέστησε το σώμα, τότε γιατί σαρκώθηκε, γιατί ανάλαβε το σώμα, αφού δεν του έδωσε τίποτα από τη θεότητά Του; [1].
Εάν ο Χριστός δεν αναστήθηκε, γιατί τότε να πιστεύει κανένας σ’ Αυτόν; Ομολογώ ειλικρινά, ότι εγώ ποτέ δε θα πίστευα στο Χριστό, εάν δεν είχε αναστηθεί και δεν είχε νικήσει το θάνατο, το μεγαλύτερο εχθρό μας. Αλλ’ ο Χριστός αναστήθηκε και δώρισε σε μας την αθανασία. Χωρίς αυτή την αλήθεια, ο κόσμος μας είναι μια χαώδης έκθεση απεχθών ανοησιών. Μόνο με τη ένδοξη Ανάστασή Του ο θαυμαστός Κύριος και Θεός μας, μας ελευθέρωσε από το παράλογο και την απελπισία. Γιατί χωρίς την Ανάσταση δεν υπάρχει ούτε στον ουρανό, ούτε κάτω από τον ουρανό, τίποτα πιο παράλογο από τον κόσμο αυτό. Ούτε μεγαλύτερη απελπισία από τη ζωή αυτή, δίχως αθανασία. Γι’ αυτό σ’ όλους τους κόσμους, δεν υπάρχει περισσότερο δυστυχισμένη ύπαρξη από τον άνθρωπο που δεν πιστεύει στην Ανάσταση του Χριστού και την ανάσταση των νεκρών (πρβλ. Α’ Κορ. 15, 19). «Καλόν ήν αυτώ ει ουκ εγεννήθη ο άνθρωπος εκείνος» (Ματθ. 26, 24).
Στον ανθρώπινο κόσμο μας, ο θάνατος είναι το μεγαλύτερο βάσανο και η πιο φρικιαστική απανθρωπιά. Η απελευθέρωση απ’ αυτό το βάσανο και απ’ αυτή την απανθρωπιά είναι ακριβώς η σωτηρία. Τέτοια σωτηρία δώρισε στο ανθρώπινο γένος μόνο ο Νικητής του θανάτου – ο Αναστημένος Θεάνθρωπος. Δια (μέσου) της Ανάστασής Του Αυτός μας αποκάλυψε όλο το μυστήριο της σωτηρίας μας. Σωτηρία σημαίνει το να εξασφαλισθεί για το σώμα και τη ψυχή αθανασία και αιώνια ζωή. Πώς (λοιπόν) κατορθώνεται αυτό; Μόνο δια (μέσου) της θεανθρώπινης ζωής, της νέας ζωής, αυτής μέσα στον Αναστημένο και για τον Αναστημένο Χριστό!
Για μας τους Χριστιανούς, η ζωή αυτή πάνω στη γη είναι σχολείο, στο οποίο μαθαίνουμε πως να εξασφαλίσουμε την αθανασία και την αιώνια ζωή. Γιατί τι όφελος έχουμε απ’ αυτή τη ζωή, εάν μ’ αυτή δεν μπορούμε να αποκτήσουμε την αιώνια; Αλλά, για να αναστηθεί μαζί με το Χριστό ο άνθρωπος, πρέπει πρώτα να πεθάνει μαζί Του και να ζήσει τη ζωή του Χριστού, σαν δική του. Εάν το κάνει αυτό, τότε την μέρα της Ανάστασης θα μπορέσει μαζί με τον Άγιο Γρηγόριο το Θεολόγο να πει: «Χθες συνεσταυρούμην Χριστώ, σήμερον συνδοξάζομαι, χθες συνενεκρούμην, ζωοποιούμαι σήμερον, χθες συνεθαπτόμην, σήμερον συνεγείρομαι» [2].
Σε τέσσερες μόνο λέξεις συγκεφαλαιώνονται και τα τέσσερα Ευαγγέλια του Χριστού: Χριστός Ανέστη! – Αληθώς Ανέστη!... Σε κάθε (μια) απ’ αυτές βρίσκεται από ένα Ευαγγέλιο, και στα τέσσερα Ευαγγέλια βρίσκεται όλο το νόημα όλων των κόσμων του Θεού, των ορατών και αόρατων. Και όταν τα αισθήματα του ανθρώπου και όλες οι σκέψεις του συγκεντρωθούν στη βροντή του πασχαλινού αυτού χαιρετισμού: «Χριστός Ανέστη!», τότε η χαρά της αθανασίας σείει όλα τα όντα και αυτά μέσα σε αγαλλίαση απαντούν, επιβεβαιώνεται το πασχαλινό θαύμα: Αληθώς Ανέστη!»
Ναι, αληθώς Ανέστη ο Κύριος! και μάρτυρας αυτού είσαι εσύ, μάρτυρας εγώ, μάρτυρας κάθε Χριστιανός, αρχίζοντας από τους Αγίους Απόστολους μέχρι και τη Δεύτερη Παρουσία. Γιατί μόνο η δύναμη του Αναστημένου Θεανθρώπου Χριστού μπόρεσε να δώσει, - και συνεχώς δίνει και συνεχώς θα δίνει - τη δύναμη σε κάθε Χριστιανό – από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο – να νικήσει ολόκληρο το θνητό (μέρος) και αυτό τούτο το θάνατο. Ολόκληρο το αμαρτωλό (μέρος) και αυτή τούτη την αμαρτία. Ολόκληρο το δαιμονικό (μέρος) και αυτόν τούτον τον διάβολο. Γιατί μόνο με την Ανάστασή Του ο Κύριος, κατά τον πιο πειστικό τρόπο, έδειξε και απέδειξε ότι η ζωή Του είναι αιώνια Ζωή, η αλήθεια Του, είναι αιώνια αλήθεια, η αγάπη Του είναι αιώνια αγάπη, η αγαθότητά Του είναι αιώνια αγαθότητα, η χαρά Του αιώνια χαρά. Και επίσης έδειξε και απέδειξε ότι όλα αυτά τα δίνει Αυτός, κατά την απαράμιλλη φιλανθρωπία Του, σε κάθε Χριστιανό, σ’ όλες τις εποχές.Κοντά σ’ αυτά, δεν υπάρχει ούτε ένα γεγονός, όχι μόνο στο Ευαγγέλιο, αλλά ούτε σ’ ολόκληρη την ιστορία του ανθρώπινου γένους, το οποίο να είναι μαρτυρημένο κατά τρόπο τόσο δυνατό, τόσο απρόσβλητο, τόσο αναντίρρητο, όσο η Ανάσταση του Χριστού. Αναμφίβολα ο Χριστιανισμός σ’ όλη του την ιστορική πραγματικότητα, την ιστορική του δύναμη και παντοδυναμία, θεμελιώνεται πάνω στο γεγονός της Ανάστασης του Χριστού, δηλαδή πάνω στην αιώνια ζώσα Υπόσταση του Θεανθρώπου Χριστού. Και για τούτο μαρτυράει όλη η μακραίωνη και πάντοτε θαυματουργική ιστορία του Χριστιανισμού.
Γιατί αν υπάρχει ένα γεγονός στο οποίο θα μπορούσε να συνοψισθούν όλα τα γεγονότα, από τη ζωή του Κυρίου και των Αποστόλων και γενικά ολόκληρου του Χριστιανισμού, το γεγονός αυτό θα ήταν η Ανάσταση του Χριστού. Επίσης, αν υπάρχει μια αλήθεια στην οποία θα μπορούσε να συνοψισθούν όλες οι Ευαγγελικές αλήθειες, η αλήθεια αυτή θα ήταν η Ανάσταση του Χριστού. Και ακόμα, εάν υπάρχει μια πραγματικότητα στην οποία θα μπορούσε να συνοψισθούν όλες οι Καινοδιαθηκικές πραγματικότητες, η πραγματικότητα αυτή θα ήταν η Ανάσταση του Χριστού. Και τέλος, αν υπάρχει ένα Ευαγγελικό θαύμα στο οποίο θα μπορούσε να συνοψισθούν όλα τα Καινοδιαθηκικά θαύματα, τότε το θαύμα αυτό θα ήταν η Ανάσταση του Χριστού. Γιατί μόνο μέσα στο φως της Ανάστασης του Χριστού, αναδείχνεται θαυμάσια (και) με σαφήνεια και το πρόσωπο του Θεανθρώπου Ιησού και το έργο Του. Μόνο μέσα στην Ανάσταση του Χριστού παίρνουν τη πλήρη εξήγησή τους όλα τα θαύματα του Χριστού, όλες οι αλήθειες Του, όλα τα λόγια Του, όλα τα γεγονότα της Καινής Διαθήκης.
Μέχρι την Ανάστασή Του ο Κύριος δίδασκε για την αιώνια ζωή, αλλά μετά την Ανάστασή Του έδειξε ότι ο Ίδιος όντως είναι η αιώνια ζωή. Μέχρι την Ανάστασή Του δίδασκε για την ανάσταση των νεκρών, αλλά με την Ανάστασή Του έδειξε ότι ο Ίδιος είναι πράγματι η Ανάσταση των νεκρών. Μέχρι την Ανάστασή Του δίδασκε ότι η πίστη σ’ Αυτόν μεταφέρει (τον άνθρωπο) από το θάνατο στη ζωή, αλλά με την Ανάστασή Του έδειξε ότι ο Ίδιος νίκησε το θάνατο και εξασφάλισε μ’ αυτό το τρόπο στους θανατωμένους ανθρώπους τη μετάβαση από το θάνατο στην Ανάσταση. Ναι, ναι, ναι: ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός με την Ανάστασή Του έδειξε και απέδειξε, ότι είναι ο μόνος αληθινός Θεός, ο μόνος αληθινός Θεάνθρωπος σ’ όλους τους ανθρώπινους κόσμους.
Και κάτι ακόμα: χωρίς την Ανάσταση του Θεανθρώπου δεν μπορεί να εξηγηθεί ούτε η αποστολικότητα των Αποστόλων, ούτε το μαρτύριο των Μαρτύρων ούτε η ομολογία των Ομολογητών, ούτε η αγιότητα των Αγίων, ούτε η ασκητικότητα των Ασκητών, ούτε η θαυματουργικότητα των Θαυματουργών, ούτε η πίστη των πιστευόντων, ούτε η αγάπη των αγαπώντων, ούτε η ελπίδα των ελπιζόντων, ούτε η νηστεία των νηστευόντων, ούτε η προσευχή των προσευχομένων, ούτε η πραότητα των πράων, ούτε η μετάνοια των μετανοούντων, ούτε η ευσπλαχνία των εύσπλαχνων, ούτε οποιαδήποτε χριστιανική αρετή ή άσκηση. Εάν ο Κύριος δεν είχε αναστηθεί και σαν Αναστημένος δεν είχε γεμίσει τους μαθητές Του με τη ζωοποιό δύναμη και τη θαυματουργική σοφία, ποιος θα μπορούσε αυτούς τους φοβισμένους και δραπέτες να τους συγκεντρώσει και να τους δώσει το θάρρος και τη δύναμη και τη σοφία για να μπορέσουν τόσο άφοβα και με τόση δύναμη και σοφία να κηρύττουν και να ομολογούν τον Αναστημένο Κύριο και να πηγαίνουν με τόση χαρά στο θάνατο γι’ Αυτόν; Και αν ο Αναστημένος Σωτήρας δεν τους είχε γεμίσει με τη θεία δύναμή Του και σοφία, πως θα μπορούσαν ν’ ανάψουν μέσα στο κόσμο την άσβεστη πυρκαγιά της Καινοδιαθηκικής πίστης, αυτοί οι απλοϊκοί και αγράμματοι, αμαθείς και φτωχοί άνθρωποι; Εάν η Χριστιανική πίστη δεν ήταν πίστη του Αναστημένου και κατά συνέπεια του αιώνια ζώντα και ζωποιούντα Κυρίου, ποιος θα μπορούσε να εμπνεύσει τους Μάρτυρες στον άθλο του μαρτυρίου, και τους Ομολογητές στον άθλο της ομολογίας, και τους Ασκητές στον άθλο της άσκησης και τους Ανάργυρους στον άθλο της αναργυρίας, και τους Νηστευτές στον άθλο της νηστείας και εγκράτειας, και οποιοδήποτε Χριστιανό σε οποιονδήποτε Ευαγγελικό άθλο;
Όλα αυτά είναι λοιπόν αληθινά και πραγματικά και για μένα και για σένα και για κάθε ανθρώπινη ύπαρξη. Γιατί ο θαυμαστός και γλυκύτατος Κύριος Ιησούς, ο Αναστημένος Θεάνθρωπος, είναι η μόνη Ύπαρξη κάτω από τον ουρανό, με την οποία μπορεί ο άνθρωπος εδώ στη γη να νικήσει και το θάνατο και την αμαρτία και τον διάβολο, και να κατασταθεί μακάριος και αθάνατος, συμμέτοχος στην Αιώνια Βασιλεία της Αγάπης του Χριστού... Γι’ αυτό, για την ανθρώπινη ύπαρξη ο Αναστημένος Κύριος είναι τα πάντα, μέσα στα πάντα, για όλους τους κόσμους: Ό,τι το Ωραίο, το Καλό, το Αληθινό, το Προσφιλές, το Χαρμόσυνο, το Θείο, το Σοφό, το Αιώνιο. Αυτός είναι όλη η Αγάπη μας, όλη η Αλήθεια μας, όλη η Χαρά μας, όλο το Αγαθό μας, όλη η Ζωή μας, η Αιώνια Ζωή σε όλες τις θείες αιωνιότητες και απεραντοσύνες.
- Γι’ αυτό και «πάλι και πολλάκις», και αναρίθμητες φορές: Χριστός Ανέστη!
Υποσημειώσεις
[1]. Πρβλ. Ιωάννη Χρυσοστόμου, εις Α΄ Κορ. Ομ. 39, 2. PG 61, 334: «Ει δ' ουκ εγείρονται (τα σώματα), δια τι ηγέρθη ο Χριστός; δια τι ήλθε; δια τι σάρκα ανέλαβεν, ει μη έμελλεν αναστήσειν σάρκα; Ου γαρ εδείτο αυτός, αλλά δι’ ημάς».
[2]. Λόγος εις το Πάσχα, PG 35, 397. Πρβλ. και Κανών του Πάσχα, ωδή γ΄.
Σερβία 1936.
Πρωτότυπο στην Ελληνική: ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΣ, ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ, ΣΤ΄ ΕΚΔΟΣΙΣ, εκδοτικός οίκος «ΑΣΤΗΡ», ΑΘΗΝΑΙ 1993, σελ. 40-49.
++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++
http://makrigiannisvoice.blogspot.com/2008/04/blog-post_25.html
Ο Aπόστολος Παύλος, αναφέρει μετά την ανάσταση του Χριστού ότι η Θεότητα του Χριστού:
«ότι εν αυτώ κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς»[3].
O Απόστολος Θωμάς, ψηλάφησε τον αναστάντα Χριστό:
«Θωμάς δε εις εκ των δώδεκα, ο λεγόμενος Δίδυμος, ουκ ην μετ' αυτών ότε ήλθεν ο Ιησούς. 25 έλεγον ουν αυτώ οι άλλοι μαθηταί· εωράκαμεν τον Κύριον. ο δε είπεν αυτοίς· εάν μη ίδω εν ταις χερσίν αυτού τον τύπον των ήλων, και βάλω τον δάκτυλόν μου εις τον τύπον των ήλων, και βάλω την χείρά μου εις την πλευράν αυτού, ου μη πιστεύσω. 26 Και μεθ' ημέρας οκτώ πάλιν ήσαν έσω οι μαθηταί αυτού και Θωμάς μετ' αυτών. έρχεται ο Ιησούς των θυρών κεκλεισμένων, και έστη εις το μέσον και είπεν· ειρήνη υμίν. 27 είτα λέγει τω Θωμά· φέρε τον δάκτυλόν σου ώδε και ίδε τας χείράς μου, και φέρε την χείρά σου και βάλε εις την πλευράν μου, και μη γίνου άπιστος, αλλά πιστός.»[4].
Ο Ιησούς καλεί τους μαθητές να πιστέψουν πως όντως αναστήθηκε:
«ίδετε τας χείράς μου και τους πόδας μου, ότι αυτός εγώ ειμι· ψηλαφήσατέ με και ίδετε, ότι πνεύμα σάρκα και οστέα ουκ έχει καθώς εμέ θεωρείτε έχοντα. 40 και τούτο ειπών επέδειξεν αυτοίς τας χείρας και τους πόδας»[5].
Στην Αγία Γραφή, ξεκαθαρίζεται, ότι το Σώμα του Χριστού, δεν θα έβλεπε φθορά:
«ον ο Θεός ανέστησε λύσας τας ωδίνας του θανάτου, καθότι ουκ ην δυνατόν κρατείσθαι αυτόν υπ’ αυτού. 25 Δαυϊδ γαρ λέγει εις αυτόν· προωρώμην τον Κύριον ενώπιόν μου δια παντός, ότι εκ δεξιών μου εστιν ίνα μη σαλευθώ. 26 δια τούτο ευφράνθη η καρδία μου και ηγαλλιάσατο η γλώσσά μου, έτι δε και η σάρξ μου κατασκηνώσει επ’ ελπίδι, 27 ότι ουκ εγκαταλείψεις την ψυχήν μου εις άδου ουδέ δώσεις τον όσιόν σου ιδείν διαφθοράν. 28 εγνώρισάς μοι οδούς ζωής, πληρώσεις με ευφροσύνης μετά του προσώπου σου. 29 Άδρες αδελφοί, εξόν ειπείν μετά παρρησίας προς υμάς περί του πατριάρχου Δαυϊδ ότι και ετελεύτησε και ετάφη και το μνήμα αυτού εστιν εν ημίν άχρι της ημέρας ταύτης. 30 προφήτης ουν υπάρχων, και ειδώς ότι ....
όρκω ώμοσεν αυτώ ο Θεός εκ καρπού της οσφύος αυτού το κατά σάρκα αναστήσειν τον Χριστόν καθίσαι επί του θρόνου αυτού, 31 προϊδών ελάλησε περί της αναστάσεως του Χριστού ότι ου κατελείφθη η ψυχή αυτού εις άδου ουδέ η σάρξ αυτού είδε διαφθοράν. 32 τούτον τον Ιησούν ανέστησεν ο Θεός, ου πάντες ημείς εσμεν μάρτυρες«[6].
O Ευαγγελιστής Ιωάννης, περιγράφει πως ο Κύριος, ναό, αποκάλεσε το ΖΣώμα αυτού:
«Απεκρίθησαν ουν οι Ιουδαίοι και είπον αυτώ· τι σημείον δεικνύεις ημίν ότι ταύτα ποιείς; 19 απεκρίθη Ιησούς και είπεν αυτοίς· λύσατε τον ναόν τούτον, και εν τρισίν ημέραις εγερώ αυτόν. 20 είπον ουν οι Ιουδαίοι· τεσσαράκοντα και εξ έτεσιν ωκοδομήθη ο ναός ούτος, και συ εν τρισίν ημέραις εγερείς αυτόν; 21 εκείνος δε έλεγε περί του ναού του σώματος αυτού. 22 ότε ουν ηγέρθη εκ νεκρών, εμνήσθησαν οι μαθηταί αυτού ότι τούτο έλεγε, και επίστευσαν τη γραφή και τω λόγω ω είπεν ο Ιησούς».[7]
Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης και Απόστολος Παύλος, αναφέρουν πως το σώμα που θα λάβουν οι Χριστιανοί κατά την ανάσταση, θα είναι όμοιο με του Χριστού:
«Αγαπητοί, νυν τέκνα Θεού εσμεν, και ούπω εφανερώθη τι εσόμεθα· οίδαμεν δε ότι εάν φανερωθή, όμοιοι αυτώ εσόμεθα, ότι οψόμεθα αυτόν καθώς εστι[8].
«οίος ο χοϊκός, τοιούτοι και οι χοϊκοί, και οίος ο επουράνιος, τοιούτοι και οι επουράνιοι. 49 και καθώς εφορέσαμεν την εικόνα του χοϊκού, φορέσομεν και την εικόνα του επουρανίου»[9].
Ο Απόστολος Παύλος αναφέρει πως το φθαρτό σώμα, θα ενδυθεί αφθαρσία, κατά τη Δευτέρα Παρουσία:
«σαλπίσει γαρ, και οι νεκροί εγερθήσονται άφθαρτοι, και ημείς αλλαγησόμεθα. 53 δεί γαρ το φθαρτόν τούτο ενδύσασθαι αφθαρσίαν και το θνητόν τούτο ενδύσασθαι αθανασίαν»[10].
Όποιος αρνείται την ανθρώπινη φύση του Χριστού, είναι πλάνος και αντίχριστος, σύμφωνα με τον Ευαγγελιστή Ιωάννη
«αύτη εστίν η εντολή, καθώς ηκούσατε απ’ αρχής, ίνα εν αυτη περιπατήτε. 7 ότι πολλοί πλάνοι εισήλθον εις τον κόσμον, οι μη ομολογούντες Ιησούν Χριστόν ερχόμενον εν σαρκί· ούτός εστιν ο πλάνος και ο αντίχριστος».[11
Ανάσταση Σωμάτων
Ανάσταση Σωμάτων ή Δεύτερη Ανάσταση, αποκαλείται η στιγμή της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου, κατά την οποία πάντες οι άνθρωποι θα λάβουν τα σώματά τους, ανακαινισμένα.
Η λέξη ανα-σταίνομαι σημαίνει «ξανα - στέκωμαι». Κατά τον Απόστολο Παύλο, στο 15ο κεφάλαιο της Προς Κορινθίους επιστολής, το σώμα της αναστάσεώς, θα είναι άφθαρτο σαν το αναστημένο σώμα του Κυρίου Ιησού Χριστού και θα έχει διαφορετική λάμψη στον κάθε άνθρωπο, ανάλογα με το βαθμό στον οποίο κατάφερε ο άνθρωπος αυτός να αντανακλά το φως της ομοίωσης με τον Κύριο. Και στην Προς Ρωμαίους επιστολή του, στο 8ο κεφάλαιο, ο απόστολος λέει επίσης ότι... μαζί με τα σώματα της ανάστασης, θα μεταβεί στην αφθαρσία και ολόκληρη η κτίση, ακολουθώντας τους υιούς του Θεού.
Ο Άγιος Μακάριος στις Ομιλίες του αναφέρει ότι «Στην ανάσταση όλα τα μέλη του σώματος θ' αναστηθούν: ούτε μια τρίχα δεν θα χαθεί»[1].
Το αναστημένο σώμα των δικαίων, θα είναι επιδεκτικό της φωτιστικής ενεργείας της Χάριτος του Θεού, ενώ των αδίκων της καυστικής, εξ ου και ο διαχωρισμός της απολαβής τους σε κόλαση και παράδεισο. Η ίδια άκτιστη Χάρις του Κυρίου, για τους μεν δικαίους θα βιώνεται ως φως, για τους δε ασεβείς ως πυρ. Η δε κατάσταση των αναστημένων σωμάτων, είναι αυτό που θα καθορίσει το βαθμό που θα βιώνει ο κάθε άνθρωπος τον Θεό, και τη μορφή που θα έχει αυτό το βίωμα.
++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++
"Καταδικασμένοι" να είναι αθάνατοι
Του (+) Αρχιμανδρίτη και καθηγητή της Δογματικής του Πατριαρχείου Σερβίας, Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς
Οι άνθρωποι καταδίκασαν το Θεό σε θάνατο. Ο Θεός όμως, διά μέσου της Ανάστασής Του, «καταδικάζει» τους ανθρώπους σε αθανασία. Για τα κτυπήματα, τους ανταποδίδει τις σφικτές αγκαλιές. Για τις ύβρεις, τις ευλογίες. Για το θάνατο, την αθανασία. Ποτέ δεν έδειξαν οι άνθρωποι τόσο μίσος προς το Θεό, όσο, όταν Τον σταύρωσαν. Και ποτέ δεν έδειξε ο Θεός τόση αγάπη προς τους ανθρώπους, όση όταν αναστήθηκε. Οι άνθρωποι ήθελαν να καταστήσουν το Θεό θνητό, αλλ' ο Θεός διά (μέσου) της Ανάστασής Του κατάστησε τους ανθρώπους αθάνατους. «Ανέστη» ο σταυρωμένος Θεός και θανάτωσε το θάνατο. Ο θάνατος δεν υπάρχει πλέον. Η αθανασία κατάκλυσε τον άνθρωπο και όλους τους κόσμους του.
Δια (μέσου) της Ανάστασης του Θεανθρώπου, η ανθρώπινη φύση οδηγήθηκε τελεσίδικα στην οδό της αθανασίας, και έγινε φοβερή και γι’ αυτό τον θάνατο. Γιατί πριν από την Ανάσταση του Χριστού, ο θάνατος ήταν φοβερός για τον άνθρωπο. Και από την εποχή της Ανάστασης του Κυρίου, γίνεται ο άνθρωπος φοβερός για το θάνατο. Εάν ζει δια (μέσου) της πίστης στον Αναστημένο Θεάνθρωπο ο άνθρωπος, ζει πάνω από το θάνατο. Καθίσταται απρόσβλητος και από το θάνατο. Ο θάνατος μετατρέπεται σε «Υποπόδιον των ποδών αυτού»: «Πού σου, θάνατε, το κέντρον; Πού σου άδη, το νίκος;» (πρβλ. Α΄ Κορ. 15, 55-56). Έτσι, όταν ο «εν Χριστώ άνθρωπος» πεθαίνει, αφήνει απλά το ένδυμα του σώματός του για να το ντυθεί πάλι κατά την ημέρα της Δεύτερης Παρουσίας.
Μέχρι την Ανάσταση του Θεανθρώπου Χριστού, ο θάνατος ήταν η δεύτερη φύση του ανθρώπου. Η πρώτη ήταν η ζωή, και ο θάνατος η δεύτερη. Ο άνθρωπος είχε συνηθίσει το θάνατο σαν κάτι το φυσικό. Αλλά με την Ανάστασή Του ο Κύριος άλλαξε τα πάντα: η αθανασία έγινε η δεύτερη φύση του ανθρώπου, έγινε κάτι το φυσικό στον άνθρωπο, και το αφύσικο καταστάθηκε ο θάνατος. Όπως μέχρι την Ανάσταση του Χριστού, ήταν φυσικό στους ανθρώπους το να είναι θνητοί, έτσι μετά την Ανάσταση έγινε φυσική γι’ αυτούς η αθανασία.
Δια (μέσου) της αμαρτίας ο άνθρωπος καταστάθηκε θνητός και πεπερασμένος. Δια (μέσου) της Ανάστασης του Θεανθρώπου γίνεται αθάνατος και αιώνιος. Σ’ αυτό δε ακριβώς έγκειται η δύναμη και το κράτος και η παντοδυναμία της Ανάστασης του Χριστού. Και για τούτο χωρίς της Ανάστασης του Χριστού, δεν θα υπήρχε καν ο Χριστιανισμός. Μεταξύ των θαυμάτων, η Ανάσταση του Κυρίου είναι το μεγαλύτερο θαύμα. Όλα τ’ άλλα θαύματα πηγάζουν απ’ αυτό και συνοψίζονται σ’ αυτό. Απ’ αυτό εκπηγάζουν και η πίστη και η αγάπη και η ελπίδα και η προσευχή και η θεοσέβεια. Οι δραπέτες μαθητές, αυτοί οι οποίοι έφυγαν (πολύ) μακριά από τον Ιησού, όταν πέθαινε, επιστρέφουν προς Αυτόν, όταν αναστήθηκε. Και ο Ρωμαίος εκατόνταρχος όταν είδε τον Χριστό να ανασταίνεται από τον τάφο, τον ομολόγησε σαν Υιό του Θεού. Κατά τον ίδιο τρόπο και όλοι οι πρώτοι Χριστιανοί έγιναν Χριστιανοί, διότι αναστήθηκε ο Χριστός, διότι νίκησε το θάνατο. Αυτό είναι εκείνο το οποίο ουδεμιά άλλη θρησκεία έχει. Είναι εκείνο το οποίο κατά τρόπο μοναδικό και αναμφισβήτητο, δείχνει και αποδεικνύει, ότι ο Ιησούς είναι ο μόνος αληθινός Θεός και Κύριος σ’ όλους τους ορατούς και αόρατους κόσμους.
Χάρη στην Ανάσταση του Χριστού, χάρη στη νίκη πάνω στο θάνατο, οι άνθρωποι γινόντουσαν και γίνονται και θα γίνονται πάντοτε Χριστιανοί. Όλη η ιστορία του Χριστιανισμού δεν είναι τίποτα άλλο, παρά ιστορία ενός και μοναδικού θαύματος, της Ανάστασης του Χριστού. (Αυτό) το οποίο συνεχίζεται διαρκώς σε όλες τις καρδιές των Χριστιανών, από μέρα σε μέρα, από έτος σε έτος, από αιώνα σε αιώνα, μέχρι τη Δεύτερη Παρουσία.
Ο άνθρωπος γεννιέται στ’ αλήθεια όχι όταν (τον) φέρνει στο κόσμο η μητέρα του, αλλά όταν πιστεύει στον Αναστημένο Σωτήρα Χριστό, γιατί τότε γεννιέται στην αθάνατη και αιώνια ζωή, ενώ η μητέρα γεννά το παιδί της προς (τον) θάνατο, για τον τάφο. Η Ανάσταση του Χριστού είναι η μητέρα όλων μας, όλων των Χριστιανών, η μητέρα των αθάνατων. Δια (μέσου) της πίστης στην Ανάσταση του Κυρίου, γεννιέται πάλι ο άνθρωπος, γεννιέται για την αιωνιότητα.
-Τούτο είναι αδύνατο! Παρατηρεί ο σκεπτικιστής (άνθρωπος). Και ο Αναστημένος Θεάνθρωπος απαντά: «Πάντα δυνατά τω πιστεύοντι» (πρβλ. Μάρκ. 9, 23). Και αυτός που πιστεύει, είναι εκείνος ο οποίος μ’ όλη τη καρδιά, μ’ όλη τη ψυχή, μ’ όλο του το είναι, ζει κατά το Ευαγγέλιο του Αναστημένου Κυρίου Ιησού.
Η πίστη μας είναι η νίκη δια (μέσου) της οποίας νικάμε το θάνατο, η πίστη δηλαδή στον Αναστημένο Κύριο. «Που σου, θάνατε, το κέντρον;» «Τό δε κέντρον του θανάτου η αμαρτία» (Α’ Κορ. 15, 55-56). Δια (μέσου) της Ανάστασής Του ο Κύριος «άμβλυνε του θανάτου το κέντρον». Ο θάνατος είναι ο όφις, η δε αμαρτία είναι το κεντρί του. Δια (μέσου) της αμαρτίας ο θάνατος εκχύνει το δηλητήριο στη ψυχή και το σώμα του ανθρώπου. Όσο περισσότερες αμαρτίες έχει ο άνθρωπος, τόσο περισσότερα είναι τα κέντρα διά των οποίων χύνει ο θάνατος το δηλητήριό του (μέσα) σ’ αυτόν.
Όταν η σφήκα κεντρίσει τον άνθρωπο, βάζει αυτός κάθε δυνατή προσπάθεια για να βγάλει το κεντρί από το σώμα του. Όταν δε τον κεντρίσει η αμαρτία – το κέντρο αυτό του θανάτου – τι πρέπει να κάμει; - Πρέπει με τη πίστη και (τη) προσευχή να επικαλεσθεί τον Αναστημένο Σωτήρα Χριστό, για να βγάλει Αυτός το κεντρί του θανάτου από τη ψυχή του. Και Αυτός σαν πολυεύσπλαχνος θα το κάμει, γιατί είναι Θεός του Ελέους και της Αγάπης. Όταν πολλές σφήκες πέσουν πάνω στο σώμα του ανθρώπου και τον τραυματίσουν πολύ με τα κέντρα τους, τότε ο άνθρωπος δηλητηριάζεται και πεθαίνει. Το ίδιο γίνεται και με τη ψυχή του ανθρώπου, όταν τη τραυματίσουν τα πολλά κέντρα των πολλών αμαρτιών. Πεθαίνει αυτός θάνατο, πού δεν έχει ανάσταση. Νικώντας δια (μέσου) του Χριστού την αμαρτία μέσα του ο άνθρωπος, νικάει το θάνατο. Εάν περάσει μια μέρα και εσύ δεν έχεις νικήσει ούτε μια αμαρτία σου, γνώρισε ότι έγινες περισσότερο θνητός. Εάν όμως νικήσεις μια ή δυο ή τρεις αμαρτίες σου, έγινες πιο νέος, με τη νεότητα η οποία δεν γερνάει, την αθάνατη και αιώνια! Ας μη το λησμονάμε ποτέ: το να πιστεύει κανένας στον Αναστημένο Χριστό, αυτό σημαίνει να αγωνίζεται διαρκώς τον αγώνα ενάντια στην αμαρτία, στο κακό και στο θάνατο.Το ότι ο άνθρωπος πιστεύει «αληθώς» στον Αναστημένο Κύριο, το αποδεικνύει με το να αγωνίζεται ενάντια στην αμαρτία και στα πάθη και εάν αγωνίζεται, πρέπει να γνωρίζει ότι αγωνίζεται για την αθανασία και την αιώνια ζωή. Εάν όμως δεν αγωνίζεται, τότε είναι μάταιη η πίστη του! Γιατί, εάν η πίστη του ανθρώπου δεν είναι αγώνας για την αθανασία και την αιωνιότητα, τότε τι είναι; Εάν με τη πίστη στο Χριστό δεν φτάνει κανένας στην αθανασία και τη νίκη πάνω στο θάνατο, τότε σε τι (χρησιμεύει) η πίστη μας; Εάν ο Χριστός δεν αναστήθηκε, αυτό σημαίνει ότι η αμαρτία και ο θάνατος δεν έχουν νικηθεί. Εάν δε, δεν έχουν αυτά τα δυο νικηθεί, τότε γιατί να πιστεύει στο Χριστό; Εκείνος όμως ο οποίος δια (μέσου) της πίστης στον Αναστημένο Χριστό αγωνίζεται ενάντια σε κάθε αμαρτία του, αυτός ενισχύει βαθμιαία στον εαυτό του την αίσθηση, ότι ο Κύριος όντως αναστήθηκε, όντως άμβλυνε το κέντρο του θανάτου, όντως νίκησε το θάνατο σ’ όλα τα μέτωπα της μάχης.
Η αμαρτία βαθμιαία μικραίνει τη ψυχή του ανθρώπου, τη πλησιάζει προς το θάνατο, τη μεταβάλλει από αθάνατη σε θνητή, από άφθαρτη και απέραντη σε φθαρτή, σε πεπερασμένη. Όσο περισσότερες αμαρτίες έχει ο άνθρωπος, τόσο περισσότερο είναι θνητός. Και εάν ο άνθρωπος δεν αισθάνεται τον εαυτό του αθάνατο, είναι φανερό ότι βρίσκεται όλος βυθισμένος στις αμαρτίες, σε σκέψεις μυωπικές, σε αισθήματα νεκρωμένα. Ο Χριστιανισμός είναι μια κλήση στον μέχρι «εσχάτης αναπνοής» αγώνα ενάντια στο θάνατο, μέχρι δηλαδή τη τελική νίκη πάνω σ’ αυτόν. Κάθε αμαρτία αποτελεί μια υποχώρηση, κάθε πάθος μια προδοσία, κάθε κακία μια ήττα.
Δεν πρέπει να διερωτιέται κανένας γιατί και οι Χριστιανοί πεθαίνουν το σωματικό θάνατο. Αυτό γίνεται, γιατί ο θάνατος του σώματος είναι μια σπορά. Σπέρνεται σώμα θνητό, λέγει ο Απόστολος Παύλος (πρβλ. Α’ Κορ. 15, 42 εξ.), και βλασταίνει, αυξαίνει και γίνεται αθάνατο. Όπως ο σπόρος που σπέρνεται, έτσι και το σώμα διαλύεται, για να το ζωοποιήσει και (το) τελειοποιήσει το Άγιο Πνεύμα. Εάν ο Κύριος Ιησούς δεν είχε αναστήσει το σώμα, τι όφελος θα είχε αυτό απ’ Αυτόν; Αυτός δεν θα είχε σώσει ολόκληρο τον άνθρωπο. Εάν δεν ανέστησε το σώμα, τότε γιατί σαρκώθηκε, γιατί ανάλαβε το σώμα, αφού δεν του έδωσε τίποτα από τη θεότητά Του; [1].
Εάν ο Χριστός δεν αναστήθηκε, γιατί τότε να πιστεύει κανένας σ’ Αυτόν; Ομολογώ ειλικρινά, ότι εγώ ποτέ δε θα πίστευα στο Χριστό, εάν δεν είχε αναστηθεί και δεν είχε νικήσει το θάνατο, το μεγαλύτερο εχθρό μας. Αλλ’ ο Χριστός αναστήθηκε και δώρισε σε μας την αθανασία. Χωρίς αυτή την αλήθεια, ο κόσμος μας είναι μια χαώδης έκθεση απεχθών ανοησιών. Μόνο με τη ένδοξη Ανάστασή Του ο θαυμαστός Κύριος και Θεός μας, μας ελευθέρωσε από το παράλογο και την απελπισία. Γιατί χωρίς την Ανάσταση δεν υπάρχει ούτε στον ουρανό, ούτε κάτω από τον ουρανό, τίποτα πιο παράλογο από τον κόσμο αυτό. Ούτε μεγαλύτερη απελπισία από τη ζωή αυτή, δίχως αθανασία. Γι’ αυτό σ’ όλους τους κόσμους, δεν υπάρχει περισσότερο δυστυχισμένη ύπαρξη από τον άνθρωπο που δεν πιστεύει στην Ανάσταση του Χριστού και την ανάσταση των νεκρών (πρβλ. Α’ Κορ. 15, 19). «Καλόν ήν αυτώ ει ουκ εγεννήθη ο άνθρωπος εκείνος» (Ματθ. 26, 24).
Στον ανθρώπινο κόσμο μας, ο θάνατος είναι το μεγαλύτερο βάσανο και η πιο φρικιαστική απανθρωπιά. Η απελευθέρωση απ’ αυτό το βάσανο και απ’ αυτή την απανθρωπιά είναι ακριβώς η σωτηρία. Τέτοια σωτηρία δώρισε στο ανθρώπινο γένος μόνο ο Νικητής του θανάτου – ο Αναστημένος Θεάνθρωπος. Δια (μέσου) της Ανάστασής Του Αυτός μας αποκάλυψε όλο το μυστήριο της σωτηρίας μας. Σωτηρία σημαίνει το να εξασφαλισθεί για το σώμα και τη ψυχή αθανασία και αιώνια ζωή. Πώς (λοιπόν) κατορθώνεται αυτό; Μόνο δια (μέσου) της θεανθρώπινης ζωής, της νέας ζωής, αυτής μέσα στον Αναστημένο και για τον Αναστημένο Χριστό!
Για μας τους Χριστιανούς, η ζωή αυτή πάνω στη γη είναι σχολείο, στο οποίο μαθαίνουμε πως να εξασφαλίσουμε την αθανασία και την αιώνια ζωή. Γιατί τι όφελος έχουμε απ’ αυτή τη ζωή, εάν μ’ αυτή δεν μπορούμε να αποκτήσουμε την αιώνια; Αλλά, για να αναστηθεί μαζί με το Χριστό ο άνθρωπος, πρέπει πρώτα να πεθάνει μαζί Του και να ζήσει τη ζωή του Χριστού, σαν δική του. Εάν το κάνει αυτό, τότε την μέρα της Ανάστασης θα μπορέσει μαζί με τον Άγιο Γρηγόριο το Θεολόγο να πει: «Χθες συνεσταυρούμην Χριστώ, σήμερον συνδοξάζομαι, χθες συνενεκρούμην, ζωοποιούμαι σήμερον, χθες συνεθαπτόμην, σήμερον συνεγείρομαι» [2].
Σε τέσσερες μόνο λέξεις συγκεφαλαιώνονται και τα τέσσερα Ευαγγέλια του Χριστού: Χριστός Ανέστη! – Αληθώς Ανέστη!... Σε κάθε (μια) απ’ αυτές βρίσκεται από ένα Ευαγγέλιο, και στα τέσσερα Ευαγγέλια βρίσκεται όλο το νόημα όλων των κόσμων του Θεού, των ορατών και αόρατων. Και όταν τα αισθήματα του ανθρώπου και όλες οι σκέψεις του συγκεντρωθούν στη βροντή του πασχαλινού αυτού χαιρετισμού: «Χριστός Ανέστη!», τότε η χαρά της αθανασίας σείει όλα τα όντα και αυτά μέσα σε αγαλλίαση απαντούν, επιβεβαιώνεται το πασχαλινό θαύμα: Αληθώς Ανέστη!»
Ναι, αληθώς Ανέστη ο Κύριος! και μάρτυρας αυτού είσαι εσύ, μάρτυρας εγώ, μάρτυρας κάθε Χριστιανός, αρχίζοντας από τους Αγίους Απόστολους μέχρι και τη Δεύτερη Παρουσία. Γιατί μόνο η δύναμη του Αναστημένου Θεανθρώπου Χριστού μπόρεσε να δώσει, - και συνεχώς δίνει και συνεχώς θα δίνει - τη δύναμη σε κάθε Χριστιανό – από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο – να νικήσει ολόκληρο το θνητό (μέρος) και αυτό τούτο το θάνατο. Ολόκληρο το αμαρτωλό (μέρος) και αυτή τούτη την αμαρτία. Ολόκληρο το δαιμονικό (μέρος) και αυτόν τούτον τον διάβολο. Γιατί μόνο με την Ανάστασή Του ο Κύριος, κατά τον πιο πειστικό τρόπο, έδειξε και απέδειξε ότι η ζωή Του είναι αιώνια Ζωή, η αλήθεια Του, είναι αιώνια αλήθεια, η αγάπη Του είναι αιώνια αγάπη, η αγαθότητά Του είναι αιώνια αγαθότητα, η χαρά Του αιώνια χαρά. Και επίσης έδειξε και απέδειξε ότι όλα αυτά τα δίνει Αυτός, κατά την απαράμιλλη φιλανθρωπία Του, σε κάθε Χριστιανό, σ’ όλες τις εποχές.Κοντά σ’ αυτά, δεν υπάρχει ούτε ένα γεγονός, όχι μόνο στο Ευαγγέλιο, αλλά ούτε σ’ ολόκληρη την ιστορία του ανθρώπινου γένους, το οποίο να είναι μαρτυρημένο κατά τρόπο τόσο δυνατό, τόσο απρόσβλητο, τόσο αναντίρρητο, όσο η Ανάσταση του Χριστού. Αναμφίβολα ο Χριστιανισμός σ’ όλη του την ιστορική πραγματικότητα, την ιστορική του δύναμη και παντοδυναμία, θεμελιώνεται πάνω στο γεγονός της Ανάστασης του Χριστού, δηλαδή πάνω στην αιώνια ζώσα Υπόσταση του Θεανθρώπου Χριστού. Και για τούτο μαρτυράει όλη η μακραίωνη και πάντοτε θαυματουργική ιστορία του Χριστιανισμού.
Γιατί αν υπάρχει ένα γεγονός στο οποίο θα μπορούσε να συνοψισθούν όλα τα γεγονότα, από τη ζωή του Κυρίου και των Αποστόλων και γενικά ολόκληρου του Χριστιανισμού, το γεγονός αυτό θα ήταν η Ανάσταση του Χριστού. Επίσης, αν υπάρχει μια αλήθεια στην οποία θα μπορούσε να συνοψισθούν όλες οι Ευαγγελικές αλήθειες, η αλήθεια αυτή θα ήταν η Ανάσταση του Χριστού. Και ακόμα, εάν υπάρχει μια πραγματικότητα στην οποία θα μπορούσε να συνοψισθούν όλες οι Καινοδιαθηκικές πραγματικότητες, η πραγματικότητα αυτή θα ήταν η Ανάσταση του Χριστού. Και τέλος, αν υπάρχει ένα Ευαγγελικό θαύμα στο οποίο θα μπορούσε να συνοψισθούν όλα τα Καινοδιαθηκικά θαύματα, τότε το θαύμα αυτό θα ήταν η Ανάσταση του Χριστού. Γιατί μόνο μέσα στο φως της Ανάστασης του Χριστού, αναδείχνεται θαυμάσια (και) με σαφήνεια και το πρόσωπο του Θεανθρώπου Ιησού και το έργο Του. Μόνο μέσα στην Ανάσταση του Χριστού παίρνουν τη πλήρη εξήγησή τους όλα τα θαύματα του Χριστού, όλες οι αλήθειες Του, όλα τα λόγια Του, όλα τα γεγονότα της Καινής Διαθήκης.
Μέχρι την Ανάστασή Του ο Κύριος δίδασκε για την αιώνια ζωή, αλλά μετά την Ανάστασή Του έδειξε ότι ο Ίδιος όντως είναι η αιώνια ζωή. Μέχρι την Ανάστασή Του δίδασκε για την ανάσταση των νεκρών, αλλά με την Ανάστασή Του έδειξε ότι ο Ίδιος είναι πράγματι η Ανάσταση των νεκρών. Μέχρι την Ανάστασή Του δίδασκε ότι η πίστη σ’ Αυτόν μεταφέρει (τον άνθρωπο) από το θάνατο στη ζωή, αλλά με την Ανάστασή Του έδειξε ότι ο Ίδιος νίκησε το θάνατο και εξασφάλισε μ’ αυτό το τρόπο στους θανατωμένους ανθρώπους τη μετάβαση από το θάνατο στην Ανάσταση. Ναι, ναι, ναι: ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός με την Ανάστασή Του έδειξε και απέδειξε, ότι είναι ο μόνος αληθινός Θεός, ο μόνος αληθινός Θεάνθρωπος σ’ όλους τους ανθρώπινους κόσμους.
Και κάτι ακόμα: χωρίς την Ανάσταση του Θεανθρώπου δεν μπορεί να εξηγηθεί ούτε η αποστολικότητα των Αποστόλων, ούτε το μαρτύριο των Μαρτύρων ούτε η ομολογία των Ομολογητών, ούτε η αγιότητα των Αγίων, ούτε η ασκητικότητα των Ασκητών, ούτε η θαυματουργικότητα των Θαυματουργών, ούτε η πίστη των πιστευόντων, ούτε η αγάπη των αγαπώντων, ούτε η ελπίδα των ελπιζόντων, ούτε η νηστεία των νηστευόντων, ούτε η προσευχή των προσευχομένων, ούτε η πραότητα των πράων, ούτε η μετάνοια των μετανοούντων, ούτε η ευσπλαχνία των εύσπλαχνων, ούτε οποιαδήποτε χριστιανική αρετή ή άσκηση. Εάν ο Κύριος δεν είχε αναστηθεί και σαν Αναστημένος δεν είχε γεμίσει τους μαθητές Του με τη ζωοποιό δύναμη και τη θαυματουργική σοφία, ποιος θα μπορούσε αυτούς τους φοβισμένους και δραπέτες να τους συγκεντρώσει και να τους δώσει το θάρρος και τη δύναμη και τη σοφία για να μπορέσουν τόσο άφοβα και με τόση δύναμη και σοφία να κηρύττουν και να ομολογούν τον Αναστημένο Κύριο και να πηγαίνουν με τόση χαρά στο θάνατο γι’ Αυτόν; Και αν ο Αναστημένος Σωτήρας δεν τους είχε γεμίσει με τη θεία δύναμή Του και σοφία, πως θα μπορούσαν ν’ ανάψουν μέσα στο κόσμο την άσβεστη πυρκαγιά της Καινοδιαθηκικής πίστης, αυτοί οι απλοϊκοί και αγράμματοι, αμαθείς και φτωχοί άνθρωποι; Εάν η Χριστιανική πίστη δεν ήταν πίστη του Αναστημένου και κατά συνέπεια του αιώνια ζώντα και ζωποιούντα Κυρίου, ποιος θα μπορούσε να εμπνεύσει τους Μάρτυρες στον άθλο του μαρτυρίου, και τους Ομολογητές στον άθλο της ομολογίας, και τους Ασκητές στον άθλο της άσκησης και τους Ανάργυρους στον άθλο της αναργυρίας, και τους Νηστευτές στον άθλο της νηστείας και εγκράτειας, και οποιοδήποτε Χριστιανό σε οποιονδήποτε Ευαγγελικό άθλο;
Όλα αυτά είναι λοιπόν αληθινά και πραγματικά και για μένα και για σένα και για κάθε ανθρώπινη ύπαρξη. Γιατί ο θαυμαστός και γλυκύτατος Κύριος Ιησούς, ο Αναστημένος Θεάνθρωπος, είναι η μόνη Ύπαρξη κάτω από τον ουρανό, με την οποία μπορεί ο άνθρωπος εδώ στη γη να νικήσει και το θάνατο και την αμαρτία και τον διάβολο, και να κατασταθεί μακάριος και αθάνατος, συμμέτοχος στην Αιώνια Βασιλεία της Αγάπης του Χριστού... Γι’ αυτό, για την ανθρώπινη ύπαρξη ο Αναστημένος Κύριος είναι τα πάντα, μέσα στα πάντα, για όλους τους κόσμους: Ό,τι το Ωραίο, το Καλό, το Αληθινό, το Προσφιλές, το Χαρμόσυνο, το Θείο, το Σοφό, το Αιώνιο. Αυτός είναι όλη η Αγάπη μας, όλη η Αλήθεια μας, όλη η Χαρά μας, όλο το Αγαθό μας, όλη η Ζωή μας, η Αιώνια Ζωή σε όλες τις θείες αιωνιότητες και απεραντοσύνες.
- Γι’ αυτό και «πάλι και πολλάκις», και αναρίθμητες φορές: Χριστός Ανέστη!
Υποσημειώσεις
[1]. Πρβλ. Ιωάννη Χρυσοστόμου, εις Α΄ Κορ. Ομ. 39, 2. PG 61, 334: «Ει δ' ουκ εγείρονται (τα σώματα), δια τι ηγέρθη ο Χριστός; δια τι ήλθε; δια τι σάρκα ανέλαβεν, ει μη έμελλεν αναστήσειν σάρκα; Ου γαρ εδείτο αυτός, αλλά δι’ ημάς».
[2]. Λόγος εις το Πάσχα, PG 35, 397. Πρβλ. και Κανών του Πάσχα, ωδή γ΄.
Σερβία 1936.
Πρωτότυπο στην Ελληνική: ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΣ, ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ, ΣΤ΄ ΕΚΔΟΣΙΣ, εκδοτικός οίκος «ΑΣΤΗΡ», ΑΘΗΝΑΙ 1993, σελ. 40-49.
++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ Τού εν Αγίοις Πατρός ημών Συμεών του Νέου Θεολόγου.
www.egolpio.com/XILIASTES/peri_Anastasews.htm
Καί πώς είναι ή πώς γίνεται μέσα μας η ανάσταση του Χριστού και με αυτήν η ανάσταση της ψυχής. Επίσης ποιό είναι το μυστήριο αυτής της αναστάσεως. Λέχθηκε μετά το Πάσχα, τη Δευτέρα της δευτέρας εβδομάδος τού Πάσχα.
1. Αδελφοί και πατέρες, ήδη το Πάσχα, η χαρμόσυνη ημέρα, που προκαλεί κάθε ευφροσύνη και ευτυχία, καθώς η ανάσταση του Χριστού έρχεται την ίδια εποχή του χρόνου πάντοτε, ή καλύτερα γίνεται κάθε ημέρα και συνεχώς μέσα σ αυτούς που γνωρίζουν το μυστήριό της, αφού γέμισε τις καρδιές μας από κάθε χαρά και ανεκλάλητη αγαλλίαση (Λουκ. 1, 14), αφού έλυσε μαζί και τον κόπο από την πάνσεπτη νηστεία ή, για να πω καλύτερα, αφού τελειοποίησε και συγχρόνως παρηγόρησε τις ψυχές μας, γι αυτό και μας προσκάλεσε όλους μαζί τους πιστούς, όπως βλέπετε, σε ανάπαυση και ευχαριστία, πέρασε. Ας ευχαριστήσουμε λοιπόν τον Κύριο, που μας διαπέρασε από το πέλαγος (Σοφ. Σολ. 10, 18) της νηστείας και μας οδήγησε με ευθυμία στον λιμένα της αναστάσεώς Του. Ας τον ευχαριστήσουμε και όσοι περάσαμε το δρόμο της νηστείας με θερμή πρόθεση και αγώνες αρετής, και όσοι ασθένησαν στο μεταξύ από αδιαφορία και ασθένεια ψυχής, επειδή ο ίδιος είναι που δίνει με το παραπάνω τα στεφάνια και τους άξιους μισθούς των έργων τους σ εκείνους που αγωνίζονται, και πάλι αυτός είναι που απονέμει τη συγγνώμη στους ασθενέστερους ως ελεήμων και φιλάνθρωπος. Διότι βλέπει πολύ περισσότερο τις διαθέσεις των ψυχών μας και τις προαιρέσεις, παρά τους κόπους του σώματος, με τους οποίους γυμνάζομε τους εαυτούς μας στην αρετή, ή επαυξάνοντας την άσκηση λόγω της προθυμίας της ψυχής ή ελαττώνοντας αυτήν από τα σπουδαία εξ αιτίας του σώματος, και σύμφωνα με τις προθέσεις μας ανταποδίδει τα βραβεία και τα χαρίσματα του Πνεύματος στον καθένα, κάμνοντας κάποιον από τους αγωνιζόμενους περίφημο και ένδοξο ή αφήνοντάς τον ταπεινό και έχοντα ακόμη ανάγκη από κοπιαστικότερη κάθαρση.
2. Αλλά ας δούμε, εάν νομίζετε, και ας εξετάσομε καλώς, ποιό είναι το μυστήριο της αναστάσεως του Χριστού του Θεού μας, το οποίο γίνεται μυστικώς πάντοτε σε εμάς που θέλομε, και πώς μέσα μας ο Χριστός θάπτεται σαν σε μνήμα, και πώς αφού ενωθεί με τις ψυχές, πάλι ανασταίνεται, συνανασταίνοντας μαζί του και εμάς. Αυτός είναι και ο σκοπός του λόγου.
3. Ο Χριστός και Θεός μας, αφού υψώθηκε στο σταυρό και κάρφωσε (Κολ. 2, 14) σ αυτόν την αμαρτία του κόσμου (Ιω. 1, 25) και γεύτηκε το θάνατο (Εβρ. 2, 9), κατήλθε στα κατώτατα μέρη του άδη (Εφ. 4, 9, Ψαλ. 85, 13). Όπως λοιπόν όταν ανήλθε πάλι από τον άδη εισήλθε στο άχραντό Του σώμα, από το οποίο όταν κατήλθε εκεί δεν χωρίσθηκε καθόλου, και αμέσως αναστήθηκε από τους νεκρούς και μετά απ αυτό ανήλθε στους ουρανούς με δόξα πολλή και δύναμη (Ματθ. 24, 30, Λουκ. 21, 27), έτσι και τώρα, όταν εξερχόμαστε εμείς από τον κόσμο και εισερχόμαστε με την εξομοίωση (Ρωμ. 6, 5, Β' Κορ. 1, 5, Φιλ. 3, 10) των παθημάτων του Κυρίου στο μνήμα της μετάνοιας και ταπεινώσεως, αυτός ο ίδιος, κατερχόμενος από τους ουρανούς, εισέρχεται σαν σε τάφο μέσα στο σώμα μας και, ενούμενος με τις δικές μας ψυχές, τις ανασταίνει, αφού αυτές ήταν ομολογουμένως νεκρές, και τότε δίνει τη δυνατότητα, σ αυτόν που αναστήθηκε έτσι μαζί με τον Χριστό, να βλέπει τη δόξα της μυστικής του αναστάσεως.
4. Ανάσταση λοιπόν του Χριστού είναι η δική μας ανάσταση, που βρισκόμαστε κάτω πεσμένοι. Διότι εκείνος, αφού ποτέ δεν έπεσε στην αμαρτία (Ιω. 8, 46, Εβρ. 4, 15. 7, 26), όπως έχει γραφεί, ούτε αλλοιώθηκε καθόλου η δόξα του, πώς θ αναστηθεί ποτέ ή θα δοξασθεί, αυτός που είναι πάντοτε υπερδοξασμένος και που διαμένει επίσης πάνω από κάθε αρχή και εξουσία (Εφ. 1, 21); Ανάσταση και δόξα του Χριστού είναι, όπως έχει λεχθεί, η δική μας δόξα, που γίνεται μέσα μας με την ανάστασή Του, και δείχνεται και οράται από εμάς. Διότι από τη στιγμή που έκανε δικά του τα δικά μας, όσα κάμνει μέσα μας αυτός, αυτά αναγράφονται σ αυτόν. Ανάσταση λοιπόν της ψυχής είναι η ένωση της ζωής. Διότι, όπως το νεκρό σώμα ούτε λέγεται ότι ζει ούτε μπορεί να ζει, εάν δεν δεχθεί μέσα του τη ζωντανή ψυχή και ενωθεί με αυτήν χωρίς να συγχέεται, έτσι ούτε η ψυχή μόνη της και καθ εαυτήν μπορεί να ζει, εάν δεν ενωθεί μυστικώς και ασυγχύτως με τον Θεό, που είναι η πραγματικά αιώνια ζωή (Α' Ιω. 5, 20). Διότι πριν από αυτή την ένωση ως προς τη γνώση και όραση και αίσθηση είναι νεκρή, αν και νοερά υπάρχει και είναι ως προς τη φύση αθάνατη. Διότι δεν υπάρχει γνώση χωρίς όραση, ούτε όραση δίχως αίσθηση.
Αυτό που λέγω σημαίνει το εξής. Η όραση και μέσω της οράσεως η γνώση και η αίσθηση (αυτό το αναφέρω για τα πνευματικά, διότι στα σωματικά και χωρίς όραση υπάρχει αίσθηση). Τί θέλω να πω; Ο τυφλός όταν χτυπά το πόδι του σε λίθο αισθάνεται, ενώ ο νεκρός όχι. Στά πνευματικά όμως, εάν δεν φθάσει ο νούς σε θεωρία των όσων υπάρχουν πάνω από την έννοια, δεν αισθάνεται τη μυστική ενέργεια. Αυτός λοιπόν που λέγει, ότι αισθάνεται στα πνευματικά πριν φθάσει σε θεωρία αυτών που είναι επάνω από το νού και το λόγο και την έννοια, μοιάζει με τον τυφλό στα μάτια, ο οποίος αισθάνεται βέβαια τα όσα αγαθά ή κακά παθαίνει, αγνοεί όμως τα όσα γίνονται στα πόδια ή στα χέρια του καθώς και τα αίτια ζωής ή θανάτου του. Διότι τα όσα κακά ή αγαθά του συμβαίνουν δεν τα αντιλαμβάνεται καθόλου, επειδή είναι στερημένος από την οπτική δύναμη και αίσθηση, γι αυτό, όταν πολλές φορές σηκώνει την ράβδο του ν αμυνθεί από τον εχθρό, αντί εκείνον μερικές φορές χτυπά μάλλον τον φίλο του, ενώ ο εχθρός στέκεται μπροστά στα μάτια του και τον περιγελά.
5. Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους πιστεύουν στην ανάσταση του Χριστού, όμως πολύ λίγοι είναι εκείνοι που και την βλέπουν καθαρά, και αυτοί βέβαια που δεν την είδαν ούτε να προσκυνήσουν μπορούν τον Ιησού Χριστό ως άγιο και Κύριο. Διότι λέγει, «κανένας δεν μπορεί να πεί Κύριο τον Ιησού, παρά μόνο με το Πνεύμα το άγιο»» (Α' Κορ. 12, 3).και αλλού. «Πνεύμα είναι ο Θεός και αυτοί που τον προσκυνούν πρέπει να τον προσκυνούν πνευματικά και αληθινά»» (Ιω. 4, 24). Και ακόμη το ιερώτατο λόγιο, που το προφέρομε κάθε ημέρα, δε λέγει, ̒Ανάσταση Χριστού πιστεύσαντες, αλλά τι λέγει; «Ανάσταση Χριστού θεασάμενοι, ας προσκυνήσομε άγιο Κύριον Ιησούν, που είναι ο μόνος αναμάρτητος»».
Πώς λοιπόν μας προτρέπει τώρα το Πνεύμα το άγιο να λέμε (σαν να είδαμε αυτήν που δεν είδαμε) «Ανάσταση Χριστού θεασάμενοι»», ενώ αναστήθηκε ο Χριστός μια φορά πριν από χίλια (Ο Συμεών ο Νεός Θεολόγος έζησε τέλη 10ου και αρχές 11ου αιώνος, δηλ. χίλια χρόνια περίπου μετά την Ανάσταση του Κυρίου) έτη και ούτε τότε τον είδε κανένας να ανασταίνεται; Άραγε μήπως η θεία Γραφή θέλει να ψευδόμαστε; Μακριά μια τέτοια σκέψη.αντίθετα συνιστά μάλλον να λέμε την αλήθεια, ότι δηλαδή μέσα στο καθένα από μας τους πιστούς γίνεται η ανάσταση του Χριστού και αυτό όχι μία φορά, αλλά κάθε ώρα, όπως θα έλεγε κανείς, ο ίδιος ο Δεσπότης Χριστός ανασταίνεται μέσα μας, λαμπροφορώντας και απαστράπτοντας τις αστραπές της αφθαρσίας και της θεότητος. Διότι η φωτοφόρα παρουσία του Πνεύματος μας υποδεικνύει την ανάσταση του Δεσπότη, που έγινε το πρωί (Ιω. 21, 4), ή καλύτερα μας επιτρέπει να βλέπομε τον ίδιο εκείνον τον αναστάντα. Γι αυτό και λέμε.«Θεός είναι ο Κύριος και φανερώθηκε σε μας»» (Ψαλμ. 117, 27), και υποδηλώνοντας τη Δευτέρα παρουσία του λέμε συμπληρωματικά τα εξής. «ευλογημένος είναι αυτός που έρχεται στο όνομα του Κυρίου»» (Ψαλμ. 117, 26).
Σε όποιους λοιπόν φανερωθεί ο αναστημένος Χριστός, οπωσδήποτε φανερώνεται πνευματικώς στα πνευματικά τους μάτια. Διότι, όταν έλθει μέσα μας δια του Πνεύματος, μας ανασταίνει από τους νεκρούς και μας ζωοποιεί και μας επιτρέπει να τον βλέπομε μέσα μας αυτόν τον ίδιο όλον ζωντανό, αυτόν τον αθάνατο και άφθαρτο, και όχι μόνον αυτό, αλλά και μας δίνει τη χάρη να γνωρίζομε ευκρινώς ότι συνανασταίνει (Εφ. 2, 6) και συνδοξάζει (Ρωμ. 8, 17) και εμάς μαζί του, όπως μαρτυρεί όλη η θεία Γραφή.
6. Αυτά λοιπόν είναι τα μυστήρια των Χριστιανών, αυτή είναι η κρυμμένη μέσα τους δύναμη της πίστεώς μας, την οποία οι άπιστοι ή δύσπιστοι, ή καλύτερα να πω ημίπιστοι, δεν βλέπουν, ούτε βέβαια μπορούν καθόλου να τη δούν. Και άπιστοι, δύσπιστοι και ημίπιστοι είναι αυτοί που δεν φανερώνουν την πίστη με τα έργα (Ιάκ. 2, 18). Διότι χωρίς έργα πιστεύουν και οι δαίμονες (Ιάκ. 2, 19) και ομολογούν ότι είναι Θεός ο Δεσπότης Χριστός. «Σε γνωρίζομε»» (Μάρκ. 1, 24, Λουκ. 4, 34), λένε, «εσένα τον Υιό του Θεού»» (Ματθ. 8, 29).και αλλού.«αυτοί οι άνθρωποι είναι δούλοι του Θεού του Υψίστου»» (Πραξ. 16, 17). Αλλ όμως ούτε τους δαίμονες ούτε τους ανθρώπους αυτούς θα τους ωφελήσει η τέτοια πίστη. Διότι δεν υπάρχει κανένα όφελος από τέτοια πίστη, επειδή είναι νεκρή κατά τον θείο απόστολο. Διότι λέγει, «η πίστη χωρίς τα έργα είναι νεκρή»» (Ιάκ. 2, 26), όπως και τα έργα χωρίς την πίστη. Πώς είναι νεκρή; Επειδή δεν έχει μέσα της τον Θεό που τη ζωογονεί (Α' Τιμ. 6, 13), επειδή δεν απέκτησε μέσα της εκείνον που είπε.«αυτός που με αγαπά θα τηρήσει τις εντολές μου»» (Ιω. 14, 21.23), «και εγώ και ο Πατέρας μου θα έλθομε και θα κατοικήσομε μέσα του»» (Ιω. 14, 23), για να εξαναστήσει με την παρουσία του από τους νεκρούς αυτόν που την κατέχει και να τον ζωοποιήσει και να του επιτρέψει να δεί μέσα του και αυτόν που αναστήθηκε και αυτόν που ανέστησε.
Εξ αιτίας αυτού λοιπόν είναι νεκρή η τέτοια πίστη, ή καλύτερα νεκροί είναι αυτοί που την κατέχουν χωρίς έργα. Διότι η πίστη στον Θεό πάντα ζει και επειδή είναι ζώσα ζωοποιεί αυτούς που προσέρχονται από αγαθή πρόθεση και την αποδέχονται, η οποία και έφερε πολλούς από το θάνατο στη ζωή και πριν από την εργασία των εντολών και τους υπέδειξε τον Χριστό και Θεό.
Και θα ήταν δυνατό, εάν έμεναν πιστοί στις εντολές του και τις φύλαγαν μέχρι θανάτου (Φιλ. 2, 8), να διαφυλαχθούν και αυτοί απ αυτές, όπως δηλαδή έγιναν από μόνη την πίστη. Επειδή όμως μεταστράφηκαν, όπως το στραβό τόξο (Ψαλμ. 77, 57), και ακολούθησαν τις προηγούμενες πράξεις τους, εύλογα αμέσως βρέθηκαν να έχουν ναυαγήσει ως προς την πίστη (Α' Τιμ. 1, 19) και δυστυχώς στέρησαν τους εαυτούς τους από τον αληθινό πλούτο, που είναι ο Χριστός ο Θεός.
Για να μη πάθομε λοιπόν και εμείς αυτό το πράγμα, ζητώ να τηρήσομε με όση δύναμη έχομε τις εντολές του Θεού, για ν απολαύσομε και τα παρόντα και τα μέλλοντα αγαθά, εννοώ δηλαδή αυτήν την ίδια τη θέα του Χριστού, την οποία είθε να επιτύχομε όλοι μας με τη χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα στους αιώνες. Γένοιτο.
www.egolpio.com/XILIASTES/peri_Anastasews.htm
Καί πώς είναι ή πώς γίνεται μέσα μας η ανάσταση του Χριστού και με αυτήν η ανάσταση της ψυχής. Επίσης ποιό είναι το μυστήριο αυτής της αναστάσεως. Λέχθηκε μετά το Πάσχα, τη Δευτέρα της δευτέρας εβδομάδος τού Πάσχα.
1. Αδελφοί και πατέρες, ήδη το Πάσχα, η χαρμόσυνη ημέρα, που προκαλεί κάθε ευφροσύνη και ευτυχία, καθώς η ανάσταση του Χριστού έρχεται την ίδια εποχή του χρόνου πάντοτε, ή καλύτερα γίνεται κάθε ημέρα και συνεχώς μέσα σ αυτούς που γνωρίζουν το μυστήριό της, αφού γέμισε τις καρδιές μας από κάθε χαρά και ανεκλάλητη αγαλλίαση (Λουκ. 1, 14), αφού έλυσε μαζί και τον κόπο από την πάνσεπτη νηστεία ή, για να πω καλύτερα, αφού τελειοποίησε και συγχρόνως παρηγόρησε τις ψυχές μας, γι αυτό και μας προσκάλεσε όλους μαζί τους πιστούς, όπως βλέπετε, σε ανάπαυση και ευχαριστία, πέρασε. Ας ευχαριστήσουμε λοιπόν τον Κύριο, που μας διαπέρασε από το πέλαγος (Σοφ. Σολ. 10, 18) της νηστείας και μας οδήγησε με ευθυμία στον λιμένα της αναστάσεώς Του. Ας τον ευχαριστήσουμε και όσοι περάσαμε το δρόμο της νηστείας με θερμή πρόθεση και αγώνες αρετής, και όσοι ασθένησαν στο μεταξύ από αδιαφορία και ασθένεια ψυχής, επειδή ο ίδιος είναι που δίνει με το παραπάνω τα στεφάνια και τους άξιους μισθούς των έργων τους σ εκείνους που αγωνίζονται, και πάλι αυτός είναι που απονέμει τη συγγνώμη στους ασθενέστερους ως ελεήμων και φιλάνθρωπος. Διότι βλέπει πολύ περισσότερο τις διαθέσεις των ψυχών μας και τις προαιρέσεις, παρά τους κόπους του σώματος, με τους οποίους γυμνάζομε τους εαυτούς μας στην αρετή, ή επαυξάνοντας την άσκηση λόγω της προθυμίας της ψυχής ή ελαττώνοντας αυτήν από τα σπουδαία εξ αιτίας του σώματος, και σύμφωνα με τις προθέσεις μας ανταποδίδει τα βραβεία και τα χαρίσματα του Πνεύματος στον καθένα, κάμνοντας κάποιον από τους αγωνιζόμενους περίφημο και ένδοξο ή αφήνοντάς τον ταπεινό και έχοντα ακόμη ανάγκη από κοπιαστικότερη κάθαρση.
2. Αλλά ας δούμε, εάν νομίζετε, και ας εξετάσομε καλώς, ποιό είναι το μυστήριο της αναστάσεως του Χριστού του Θεού μας, το οποίο γίνεται μυστικώς πάντοτε σε εμάς που θέλομε, και πώς μέσα μας ο Χριστός θάπτεται σαν σε μνήμα, και πώς αφού ενωθεί με τις ψυχές, πάλι ανασταίνεται, συνανασταίνοντας μαζί του και εμάς. Αυτός είναι και ο σκοπός του λόγου.
3. Ο Χριστός και Θεός μας, αφού υψώθηκε στο σταυρό και κάρφωσε (Κολ. 2, 14) σ αυτόν την αμαρτία του κόσμου (Ιω. 1, 25) και γεύτηκε το θάνατο (Εβρ. 2, 9), κατήλθε στα κατώτατα μέρη του άδη (Εφ. 4, 9, Ψαλ. 85, 13). Όπως λοιπόν όταν ανήλθε πάλι από τον άδη εισήλθε στο άχραντό Του σώμα, από το οποίο όταν κατήλθε εκεί δεν χωρίσθηκε καθόλου, και αμέσως αναστήθηκε από τους νεκρούς και μετά απ αυτό ανήλθε στους ουρανούς με δόξα πολλή και δύναμη (Ματθ. 24, 30, Λουκ. 21, 27), έτσι και τώρα, όταν εξερχόμαστε εμείς από τον κόσμο και εισερχόμαστε με την εξομοίωση (Ρωμ. 6, 5, Β' Κορ. 1, 5, Φιλ. 3, 10) των παθημάτων του Κυρίου στο μνήμα της μετάνοιας και ταπεινώσεως, αυτός ο ίδιος, κατερχόμενος από τους ουρανούς, εισέρχεται σαν σε τάφο μέσα στο σώμα μας και, ενούμενος με τις δικές μας ψυχές, τις ανασταίνει, αφού αυτές ήταν ομολογουμένως νεκρές, και τότε δίνει τη δυνατότητα, σ αυτόν που αναστήθηκε έτσι μαζί με τον Χριστό, να βλέπει τη δόξα της μυστικής του αναστάσεως.
4. Ανάσταση λοιπόν του Χριστού είναι η δική μας ανάσταση, που βρισκόμαστε κάτω πεσμένοι. Διότι εκείνος, αφού ποτέ δεν έπεσε στην αμαρτία (Ιω. 8, 46, Εβρ. 4, 15. 7, 26), όπως έχει γραφεί, ούτε αλλοιώθηκε καθόλου η δόξα του, πώς θ αναστηθεί ποτέ ή θα δοξασθεί, αυτός που είναι πάντοτε υπερδοξασμένος και που διαμένει επίσης πάνω από κάθε αρχή και εξουσία (Εφ. 1, 21); Ανάσταση και δόξα του Χριστού είναι, όπως έχει λεχθεί, η δική μας δόξα, που γίνεται μέσα μας με την ανάστασή Του, και δείχνεται και οράται από εμάς. Διότι από τη στιγμή που έκανε δικά του τα δικά μας, όσα κάμνει μέσα μας αυτός, αυτά αναγράφονται σ αυτόν. Ανάσταση λοιπόν της ψυχής είναι η ένωση της ζωής. Διότι, όπως το νεκρό σώμα ούτε λέγεται ότι ζει ούτε μπορεί να ζει, εάν δεν δεχθεί μέσα του τη ζωντανή ψυχή και ενωθεί με αυτήν χωρίς να συγχέεται, έτσι ούτε η ψυχή μόνη της και καθ εαυτήν μπορεί να ζει, εάν δεν ενωθεί μυστικώς και ασυγχύτως με τον Θεό, που είναι η πραγματικά αιώνια ζωή (Α' Ιω. 5, 20). Διότι πριν από αυτή την ένωση ως προς τη γνώση και όραση και αίσθηση είναι νεκρή, αν και νοερά υπάρχει και είναι ως προς τη φύση αθάνατη. Διότι δεν υπάρχει γνώση χωρίς όραση, ούτε όραση δίχως αίσθηση.
Αυτό που λέγω σημαίνει το εξής. Η όραση και μέσω της οράσεως η γνώση και η αίσθηση (αυτό το αναφέρω για τα πνευματικά, διότι στα σωματικά και χωρίς όραση υπάρχει αίσθηση). Τί θέλω να πω; Ο τυφλός όταν χτυπά το πόδι του σε λίθο αισθάνεται, ενώ ο νεκρός όχι. Στά πνευματικά όμως, εάν δεν φθάσει ο νούς σε θεωρία των όσων υπάρχουν πάνω από την έννοια, δεν αισθάνεται τη μυστική ενέργεια. Αυτός λοιπόν που λέγει, ότι αισθάνεται στα πνευματικά πριν φθάσει σε θεωρία αυτών που είναι επάνω από το νού και το λόγο και την έννοια, μοιάζει με τον τυφλό στα μάτια, ο οποίος αισθάνεται βέβαια τα όσα αγαθά ή κακά παθαίνει, αγνοεί όμως τα όσα γίνονται στα πόδια ή στα χέρια του καθώς και τα αίτια ζωής ή θανάτου του. Διότι τα όσα κακά ή αγαθά του συμβαίνουν δεν τα αντιλαμβάνεται καθόλου, επειδή είναι στερημένος από την οπτική δύναμη και αίσθηση, γι αυτό, όταν πολλές φορές σηκώνει την ράβδο του ν αμυνθεί από τον εχθρό, αντί εκείνον μερικές φορές χτυπά μάλλον τον φίλο του, ενώ ο εχθρός στέκεται μπροστά στα μάτια του και τον περιγελά.
5. Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους πιστεύουν στην ανάσταση του Χριστού, όμως πολύ λίγοι είναι εκείνοι που και την βλέπουν καθαρά, και αυτοί βέβαια που δεν την είδαν ούτε να προσκυνήσουν μπορούν τον Ιησού Χριστό ως άγιο και Κύριο. Διότι λέγει, «κανένας δεν μπορεί να πεί Κύριο τον Ιησού, παρά μόνο με το Πνεύμα το άγιο»» (Α' Κορ. 12, 3).και αλλού. «Πνεύμα είναι ο Θεός και αυτοί που τον προσκυνούν πρέπει να τον προσκυνούν πνευματικά και αληθινά»» (Ιω. 4, 24). Και ακόμη το ιερώτατο λόγιο, που το προφέρομε κάθε ημέρα, δε λέγει, ̒Ανάσταση Χριστού πιστεύσαντες, αλλά τι λέγει; «Ανάσταση Χριστού θεασάμενοι, ας προσκυνήσομε άγιο Κύριον Ιησούν, που είναι ο μόνος αναμάρτητος»».
Πώς λοιπόν μας προτρέπει τώρα το Πνεύμα το άγιο να λέμε (σαν να είδαμε αυτήν που δεν είδαμε) «Ανάσταση Χριστού θεασάμενοι»», ενώ αναστήθηκε ο Χριστός μια φορά πριν από χίλια (Ο Συμεών ο Νεός Θεολόγος έζησε τέλη 10ου και αρχές 11ου αιώνος, δηλ. χίλια χρόνια περίπου μετά την Ανάσταση του Κυρίου) έτη και ούτε τότε τον είδε κανένας να ανασταίνεται; Άραγε μήπως η θεία Γραφή θέλει να ψευδόμαστε; Μακριά μια τέτοια σκέψη.αντίθετα συνιστά μάλλον να λέμε την αλήθεια, ότι δηλαδή μέσα στο καθένα από μας τους πιστούς γίνεται η ανάσταση του Χριστού και αυτό όχι μία φορά, αλλά κάθε ώρα, όπως θα έλεγε κανείς, ο ίδιος ο Δεσπότης Χριστός ανασταίνεται μέσα μας, λαμπροφορώντας και απαστράπτοντας τις αστραπές της αφθαρσίας και της θεότητος. Διότι η φωτοφόρα παρουσία του Πνεύματος μας υποδεικνύει την ανάσταση του Δεσπότη, που έγινε το πρωί (Ιω. 21, 4), ή καλύτερα μας επιτρέπει να βλέπομε τον ίδιο εκείνον τον αναστάντα. Γι αυτό και λέμε.«Θεός είναι ο Κύριος και φανερώθηκε σε μας»» (Ψαλμ. 117, 27), και υποδηλώνοντας τη Δευτέρα παρουσία του λέμε συμπληρωματικά τα εξής. «ευλογημένος είναι αυτός που έρχεται στο όνομα του Κυρίου»» (Ψαλμ. 117, 26).
Σε όποιους λοιπόν φανερωθεί ο αναστημένος Χριστός, οπωσδήποτε φανερώνεται πνευματικώς στα πνευματικά τους μάτια. Διότι, όταν έλθει μέσα μας δια του Πνεύματος, μας ανασταίνει από τους νεκρούς και μας ζωοποιεί και μας επιτρέπει να τον βλέπομε μέσα μας αυτόν τον ίδιο όλον ζωντανό, αυτόν τον αθάνατο και άφθαρτο, και όχι μόνον αυτό, αλλά και μας δίνει τη χάρη να γνωρίζομε ευκρινώς ότι συνανασταίνει (Εφ. 2, 6) και συνδοξάζει (Ρωμ. 8, 17) και εμάς μαζί του, όπως μαρτυρεί όλη η θεία Γραφή.
6. Αυτά λοιπόν είναι τα μυστήρια των Χριστιανών, αυτή είναι η κρυμμένη μέσα τους δύναμη της πίστεώς μας, την οποία οι άπιστοι ή δύσπιστοι, ή καλύτερα να πω ημίπιστοι, δεν βλέπουν, ούτε βέβαια μπορούν καθόλου να τη δούν. Και άπιστοι, δύσπιστοι και ημίπιστοι είναι αυτοί που δεν φανερώνουν την πίστη με τα έργα (Ιάκ. 2, 18). Διότι χωρίς έργα πιστεύουν και οι δαίμονες (Ιάκ. 2, 19) και ομολογούν ότι είναι Θεός ο Δεσπότης Χριστός. «Σε γνωρίζομε»» (Μάρκ. 1, 24, Λουκ. 4, 34), λένε, «εσένα τον Υιό του Θεού»» (Ματθ. 8, 29).και αλλού.«αυτοί οι άνθρωποι είναι δούλοι του Θεού του Υψίστου»» (Πραξ. 16, 17). Αλλ όμως ούτε τους δαίμονες ούτε τους ανθρώπους αυτούς θα τους ωφελήσει η τέτοια πίστη. Διότι δεν υπάρχει κανένα όφελος από τέτοια πίστη, επειδή είναι νεκρή κατά τον θείο απόστολο. Διότι λέγει, «η πίστη χωρίς τα έργα είναι νεκρή»» (Ιάκ. 2, 26), όπως και τα έργα χωρίς την πίστη. Πώς είναι νεκρή; Επειδή δεν έχει μέσα της τον Θεό που τη ζωογονεί (Α' Τιμ. 6, 13), επειδή δεν απέκτησε μέσα της εκείνον που είπε.«αυτός που με αγαπά θα τηρήσει τις εντολές μου»» (Ιω. 14, 21.23), «και εγώ και ο Πατέρας μου θα έλθομε και θα κατοικήσομε μέσα του»» (Ιω. 14, 23), για να εξαναστήσει με την παρουσία του από τους νεκρούς αυτόν που την κατέχει και να τον ζωοποιήσει και να του επιτρέψει να δεί μέσα του και αυτόν που αναστήθηκε και αυτόν που ανέστησε.
Εξ αιτίας αυτού λοιπόν είναι νεκρή η τέτοια πίστη, ή καλύτερα νεκροί είναι αυτοί που την κατέχουν χωρίς έργα. Διότι η πίστη στον Θεό πάντα ζει και επειδή είναι ζώσα ζωοποιεί αυτούς που προσέρχονται από αγαθή πρόθεση και την αποδέχονται, η οποία και έφερε πολλούς από το θάνατο στη ζωή και πριν από την εργασία των εντολών και τους υπέδειξε τον Χριστό και Θεό.
Και θα ήταν δυνατό, εάν έμεναν πιστοί στις εντολές του και τις φύλαγαν μέχρι θανάτου (Φιλ. 2, 8), να διαφυλαχθούν και αυτοί απ αυτές, όπως δηλαδή έγιναν από μόνη την πίστη. Επειδή όμως μεταστράφηκαν, όπως το στραβό τόξο (Ψαλμ. 77, 57), και ακολούθησαν τις προηγούμενες πράξεις τους, εύλογα αμέσως βρέθηκαν να έχουν ναυαγήσει ως προς την πίστη (Α' Τιμ. 1, 19) και δυστυχώς στέρησαν τους εαυτούς τους από τον αληθινό πλούτο, που είναι ο Χριστός ο Θεός.
Για να μη πάθομε λοιπόν και εμείς αυτό το πράγμα, ζητώ να τηρήσομε με όση δύναμη έχομε τις εντολές του Θεού, για ν απολαύσομε και τα παρόντα και τα μέλλοντα αγαθά, εννοώ δηλαδή αυτήν την ίδια τη θέα του Χριστού, την οποία είθε να επιτύχομε όλοι μας με τη χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα στους αιώνες. Γένοιτο.
http://makrigiannisvoice.blogspot.com/2008/04/blog-post_25.html
ΩΡΑΙΟΤΑΤΟ!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕΠΙΦΑΝΙΟΣ