Eπιστολή ιερέων, ιερομονάχων και καθηγουμένων προς την Ι. Σύνοδο


    Μετά την αντίδραση του Οικουμενικού Πατριάρχου στην  "Ομολογία Πίστεως" (Το "Ο. Π." την έχει δημοσιεύσει) και την επιστολή που έστειλε στον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών κ Ιερωνυμο, με την οποία ζητεί πλαγίως να λάβει μέτρα κατά όσων υπέγραψαν την "Ομολογία Πίστεως" κατά του Οικουμενισμού, ιερείς εκ των συνταξάντων και υπογραψάντων την "Ομολογία" έστειλαν την ακόλουθη επιστολή προς την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος :





6 Oκτωβρίου 2009

Πρoς την Σεπτὴν Ιεραρχίαν
της Εκκλησίας της Ελλάδος


Μακαριώτατε,
Σεβασμιώτατοι άγιοι Αρχιερείς,
Τις τε­λευ­ταί­ες η­μέ­ρες, και εν ό­ψει της Συ­νό­δου της Ο­λο­με­λεί­ας της Μι­κτηςς Ε­πι­τρο­πής Θε­ο­λο­γι­κού Δι­α­λό­γου Ορ­θο­δό­ξων-Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κών στην Κύ­προ, επι­χει­ρεί­ται από το Οι­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεί­ο μί­α προ­σπά­θει­α σπι­λώ­σε­ως, συ­κο­φαν­τή­σε­ως, εκ­φο­βι­σμού και φι­μώ­σε­ως όλων ό­σοι ε­ξέ­φρα­σαν το τε­λευ­ταί­ο δι­ά­στη­μα την αν­τί­θε­σή τους στα σύγ­χρο­να οι­κου­με­νι­στι­κά α­νοίγ­μα­τα και την πο­ρεί­α του θε­ο­λο­γι­κού δι­α­λό­γου.
Η προ­σπά­θει­α αυ­τή έχει λά­βει την ε­πί­ση­μη έκ­φρα­σή της σε δύ­ο επι­στο­λές, μί­α του Πα­να­γι­ω­τά­του Οι­κου­με­νι­κού Πα­τρι­άρ­χου κ. Βαρ­θο­λο­μαί­ου προς τον Μα­κα­ρι­ώ­τα­το Αρ­χι­ε­πί­σκο­πο Α­θη­νών και Πά­σης Ελ­λά­δος κ. Ι­ε­ρώ­νυ­μο και μί­α του Σε­βα­σμι­ω­τά­του Μη­τρο­πο­λί­του Περ­γά­μου κ. Ι­ω­άν­νου προς ό­λους τους Σε­βα­σμι­ω­τά­τους Μη­τρο­πο­λί­τες της Εκ­κλη­σί­ας της Ελ­λά­δος.
Και στις δύ­ο αυ­τές ε­πι­στο­λές πα­ρα­τη­ρούν­ται στοι­χεί­α πα­ρεμ­βα­τι­κής τα­κτι­κής και ει­σχω­ρή­σε­ως στα της Εκ­κλη­σί­ας της Ελ­λά­δος, α­πο­προ­σα­να­το­λι­σμού και ε­πι­λε­κτι­κής α­να­φο­ράς ε­νερ­γει­ών και α­πο­φά­σε­ων, κα­θώς και παν­τε­λής έλ­λει­ψη επι­χει­ρη­μά­των και τε­κμη­ρι­ω­μέ­νου λό­γου.
Α­πό το ύ­φος και το πε­ρι­ε­χό­με­νο των ε­πι­στο­λών α­πορ­ρέ­ει μί­α α­πα­ξί­ω­ση προς την Εκ­κλη­σί­α της Ελ­λά­δος, τους Σε­βα­σμι­ω­τά­τους Μη­τρο­πο­λί­τες της, τους κλη­ρι­κούς και μο­να­χούς της, τους Κα­θη­γη­τές θε­ο­λό­γους της και τον πι­στό λα­ό της. Όλους αυτούς τους μέμ­φον­ται γι­α «ζη­λω­τι­κές τά­σεις», σχι­σμα­τι­κή δι­ά­θε­ση, έλ­λει­ψη επι­γνώ­σε­ως, «ο­λι­γω­ρί­α», «α­πα­ξί­ω­ση των συ­νο­δι­κών α­πο­φά­σε­ων», «εμ­πά­θει­α, φα­να­τι­σμό ή μα­νί­α αυ­το­προ­βο­λής».
Εί­ναι η γνω­στή τα­κτι­κή των α­φο­ρι­σμών και της συλ­λή­βδην κα­τα­δί­κης, που δεν α­νέ­χε­ται αν­τί­λο­γο, που α­δυ­να­τεί να δι­α­νο­η­θεί δεύ­τε­ρη άπο­ψη, που συν­τρί­βει ό­ποι­ον ε­πι­χει­ρεί να την εκ­φέ­ρει. Η γνω­στή τα­κτι­κή, που α­ρέ­σκε­ται σε πει­θα­ναγ­κα­σμούς, σε πο­δη­γέ­τη­ση, σε ο­λο­κλη­ρω­τι­κή ἐ­πι­βο­λή, σε εκ­κλη­σι­α­στι­κό ρα­γι­α­δι­σμό.
Εί­ναι εμ­φα­νής η δι­ά­θε­ση εκ μέ­ρους των δυο υψηλών αξιωματούχων να ει­σχω­ρή­σουν σε ε­σω­τε­ρι­κές υ­πο­θέ­σεις της Εκ­κλη­σί­ας της Ελ­λά­δος. Με α­νοί­κει­ους χα­ρα­κτη­ρι­σμούς, υ­πο­δεί­ξεις, έμ­με­σους εκ­βι­α­σμούς και α­πει­λές ε­πι­χει­ρεί­ται η πο­δη­γέ­τη­ση και η χει­ρα­γώ­γη­ση των Ι­ε­ραρ­χών και η τε­χνη­τή εκμαί­ευ­ση της α­πο­φά­σε­ώς τους.
Η Εκ­κλη­σί­α της Ελ­λά­δος κα­λεί­ται, με τον τρόπο αυτό, ου­σι­α­στι­κά να κα­τα­δι­κά­σει τους ί­δι­ους τους Ε­πι­σκό­πους της, τους κλη­ρι­κούς της, τους μο­να­χούς της και τον πι­στό λα­ό της, που υ­πέ­γρα­ψαν και συ­νε­χί­ζουν να υ­πο­γρά­φουν την «Ομο­λο­γί­α Πί­στε­ως», α­φού, κα­τά τον Οι­κου­με­νι­κό Πα­τρι­άρ­χη, «μη κα­τα­δι­κά­ζου­σα αλ­λά δε­χο­μέ­νη σι­ω­πη­ρώς.­.­.. δη­μι­ουρ­γεί προ­βλη­μα­τι­σμόν ουχί μό­νον εις το ποί­μνι­ον αυτής, αλ­λά και εις την με­τά των λοι­πών Ορ­θο­δό­ξων Εκ­κλη­σι­ών κοι­νω­νί­αν αυ­τής». Αν η  Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως είχε ποίμνιο, ευσυνείδητο εις τα οικουμενιστικὰ δρώμενα, θα αντιμετώπιζε τις ίδιες ανησυχίες και τους ίδιους καλοὺς προβληματισμοὺς. Η παραδοσιακὴ Εκκλησία της Ελλάδος όχι μόνο δεν δημιουργεί προβλήματα στην μετὰ των λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών κοινωνία, αλλὰ σ᾽ αυτὴ και στις υγιείς και ισχυρὲς θεολογικὲς της δυνάμεις στηρίζονται πάντοτε οι ομόδοξοι αδελφοί μας, όπως φάνηκε και απὸ την ευρεία διορθόδοξη αποδοχὴ της «Ομολογίας».
Και δι­ε­ρω­τώ­με­θα, με­τά πό­νου ψυ­χής, αν α­να­λο­γί­στη­κε πο­τέ ο Οι­κου­με­νι­κός Πα­τρι­άρ­χης ό­χι μό­νον τον προ­βλη­μα­τι­σμό, αλ­λά την βα­θει­ά ο­δύ­νη, την α­πο­γο­ή­τευ­ση και τον έν­το­νο σκα­ν­δα­λι­σμό, που προ­κα­λεί ο ί­δι­ος και ο συ­σχη­μα­τι­σμός με τους αι­ρε­τι­κούς στο ορ­θό­δο­ξο ποί­μνι­ο.
Κα­τη­γο­ρεί το κεί­με­νο της «Ομο­λο­γί­ας Πί­στε­ως» ότι δή­θεν σε αυ­τό «ε­νυ­πάρ­χει το σπέρ­μα του σχί­σμα­τος». Και δι­ε­ρω­τώ­με­θα πώς με τό­ση ευ­κο­λί­α α­να­γο­ρεύ­ον­ται σε σχι­σμα­τι­κά τα αυ­το­νό­η­τα της πί­στε­ώς μας. Είναι σχι­σμα­τι­κοί οι Ά­γι­οι και Πα­τέ­ρες της Εκ­κλη­σί­ας μας, που ε­θέ­σπι­σαν και ε­δογ­μά­τι­σαν την α­λή­θει­α και την α­κρί­βει­α της α­μω­μή­του ορ­θο­δό­ξου πί­στε­ώς μας;
Μήπως αυτὸ επιβεβαιώνει παλαιότερη απαράδεκτη πατριαρχικὴ θέση, σύμφωνα με την οποία «οι κληροδοτήσαντες εις ημάς την διάσπασιν προπάτορες ημών υπήρξαν ατυχή θύματα του αρχεκάκου όφεως και ευρίσκονται ήδη εις χείρας του δικαιοκρίτου Θεού»;


Και στις δύ­ο ε­πι­στο­λές γί­νε­ται συ­νε­χής ε­πί­κλη­ση των Πα­νορ­θο­δό­ξων α­πο­φά­σε­ων, που α­φο­ρούν στην συ­νέ­χι­ση του θε­ο­λο­γι­κού δι­α­λό­γου με τους ε­τε­ρο­δό­ξους. Οι α­πο­φά­σεις αυ­τές ουδέ­πο­τε αμ­φι­σβη­τή­θη­καν α­πό τους α­σκούν­τες κρι­τι­κή στον οι­κου­με­νι­σμό, πα­ρό­τι, βεβαίως, δεν απο­τε­λούν θέ­σφα­το και ού­τε υ­πε­ρι­σχύ­ουν των α­πο­φά­σε­ων των Οι­κου­με­νι­κών Συ­νό­δων και της δογ­μα­τι­κής δι­δα­σκα­λί­ας και συ­νει­δή­σε­ως της Εκ­κλη­σί­ας.
Η κρι­τι­κή η ο­ποί­α έ­χει α­σκη­θεί α­φο­ρά κυ­ρί­ως α­νοίγ­μα­τα, ε­νέρ­γει­ες και κεί­με­να, που δεν έ­χουν στη­ρι­χθει σε πα­νορ­θό­δο­ξη α­πό­φα­ση και ου­δέ­πο­τε εγ­κρί­θη­καν συ­νο­δι­κά, αλ­λά αν­τι­θέ­τως αντιμετωπίσθηκαν αρ­νη­τι­κὰ α­πό ορ­θο­δό­ξου πλευ­ράς. Πρό­κει­ται γι­α την ε­φαρ­μο­γή και την α­πο­δο­χή στην πρά­ξη της πα­ναι­ρέ­σε­ως του Οικου­με­νι­σμού.
Στην ε­πι­στο­λή του προς τον Μα­κα­ρι­ώ­τα­το κ. Ι­ε­ρώ­νυ­μο ο Οι­κου­με­νι­κός Πα­τρι­άρ­χης υ­πο­στη­ρί­ζει ό­τι «τας με­τά των ε­τε­ρο­δό­ξων ε­πα­φάς εγ­κρί­νουν δι­α συ­νο­δι­κών α­πο­φά­σε­ων πά­σαι αι Ορ­θό­δο­ξοι Εκ­κλη­σί­αι».
Και τί­θε­ται το ε­ρώ­τη­μα:
  • Ποι­ες συ­νο­δι­κές α­πο­φά­σεις πα­σών των Ορ­θο­δό­ξων Εκ­κλη­σι­ών ε­νέ­κρι­ναν την συμ­με­το­χή του Οι­κου­με­νι­κού Πα­τρι­άρ­χου στις πα­πι­κές λει­τουρ­γί­ες στο Βα­τι­κα­νό;
  •  
  • Ποι­ες συ­νο­δι­κές α­πο­φά­σεις πα­σών των Ορ­θο­δό­ξων Εκ­κλη­σι­ών ε­νέ­κρι­ναν την συμ­με­το­χή του αι­ρε­σι­άρ­χη Πά­πα στην ορ­θό­δο­ξη Θεί­α Λει­τουρ­γί­α και τήν αν­ταλ­λα­γή λει­τουρ­γι­κού α­σπα­σμού με τον Οι­κου­με­νι­κό Πα­τρι­άρ­χη;
  •  
  • Ποι­ες συ­νο­δι­κές απο­φά­σεις πα­σών των Ορ­θο­δό­ξων Εκ­κλη­σι­ών ε­νέ­κρι­ναν την συμ­με­το­χή σε συμ­προ­σευ­χές και λα­τρευ­τι­κές πρά­ξεις των ε­τε­ρο­δό­ξων;
  •  
  •  
  • Ποι­ες συ­νο­δι­κές α­πο­φά­σεις πα­σών των Ορ­θο­δό­ξων Εκ­κλη­σι­ών έ­κα­ναν δε­κτές από ορ­θο­δό­ξου πλευ­ράς τις αι­ρε­τι­κές θε­ω­ρί­ες των κλά­δων, των α­δελ­φών εκ­κλη­σι­ών, των δύ­ο πνευ­μό­νων, της αποδοχής του βαπτίσματος των ετεροδόξων; 
  •  
  • Ποι­ες συ­νο­δι­κές α­πο­φά­σεις πα­σών των Ορ­θο­δό­ξων Εκ­κλη­σι­ών α­νε­γνώ­ρι­σαν το Βα­τι­κα­νό ως Εκ­κλη­σί­α και τον Πά­πα ως κα­νο­νι­κό ε­πί­σκο­πο, συνυπεύθυνο για την διαποίμανση των Χριστιανών;
Η ε­πί­μο­νη ε­πί­κλη­ση των συ­νο­δι­κών α­πο­φά­σε­ων και η πε­ρι­χα­ρά­κω­ση σ’ αὐ­τές κα­θι­στά ἀ­κό­μη πι­ο α­να­ξι­ό­πι­στη την ε­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γί­α των δύο ε­πι­στο­λών, α­φού, ό­πως α­πο­δει­κνύ­ε­ται, πλεί­στες όσες ε­νέρ­γει­ές τους πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­καν ε­ρή­μην ή κα­θ’ υ­πέρ­βα­ση ή και αν­τί­θε­τα προς τις συ­νο­δι­κές α­πο­φά­σεις.
Επισημαίνουμε επίσης την γνωστή τακτική της διπλής γραμμής πλεύσεως.  Μια ορθοδοξότατη γραμμή στις Πανορθόδοξες Διασκέψεις και στις αλλεπάλληλες περιοδείες ανά τις Μητροπόλεις της Ελλάδος και το Άγιο Όρος και μία άλλη, οικουμενιστική γραμμή στις επαφές με τούς ετεροδόξους.  Όχι το ναι ναι, και το ου ου, αλλά άλλοτε ναι και άλλοτε ου.
Οι α­πο­φά­σεις γι­α πα­ρά­δειγ­μα της Γ΄ Πα­νορ­θο­δό­ξου Προ­συ­νο­δι­κής Συ­νά­ξε­ως, που ε­πι­κα­λεί­ται ο Οι­κου­με­νι­κός Πα­τρι­άρ­χης, έ­χουν ε­πα­νει­λημ­μέ­να πα­ρα­βι­α­στεί σε τέ­τοι­ο βαθ­μό, που να τις κα­θι­στούν κε­νό γράμ­μα.
Ανα­φέ­ρου­με ως έ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ πα­ρά­δειγ­μα το τε­λι­κὸ κεί­με­νο της Θ΄ Γε­νι­κής Συ­νε­λεύ­σε­ως του Π.Σ.Ε. στο P­o­r­to A­l­e­g­re, το ο­ποί­ο συ­νυ­πέ­γρα­ψαν και οι ορ­θό­δο­ξοι αν­τι­πρό­σω­ποι και ό­που συ­νο­μο­λο­γεί­ται ό­τι «Ο­μο­λο­γού­με Μί­α, Α­γί­α, Κα­θο­λι­κὴ και Α­πο­στο­λι­κὴ Εκ­κλη­σί­α, ό­πως αυτὴ ο­ρί­ζε­ται α­πὸ το σύμ­βο­λο Νι­καί­ας-Κων/πο­λης (381). Κά­θε εκ­κλη­σί­α (σημ. που συμ­με­τέ­χει στο Π.Σ.Ε.) είναι η Εκ­κλη­σί­α κα­θο­λι­κὴ και ό­χι α­πλὰ έ­να μέ­ρος της. Κά­θε εκ­κλη­σί­α εί­ναι η Εκ­κλη­σί­α κα­θο­λι­κή, αλ­λὰ ό­χι στην ολό­τη­τά της. Κά­θε εκ­κλη­σί­α εκ­πλη­ρώ­νει την κα­θο­λι­κό­τη­τά της, ό­ταν εί­ναι σε κοι­νω­νί­α με τις άλ­λες εκ­κλη­σί­ες» (P­o­r­to A­l­e­g­re, Φε­βρου­ά­ρι­ος 2006).
Σε ό,τι α­φο­ρά δε τον δι­με­ρή θε­ο­λο­γι­κό δι­ά­λο­γο με τους Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κούς, στα πλαί­σι­α της Δι­ε­θνούς Μι­κτής Ε­πι­τρο­πής Θε­ο­λο­γι­κού Δι­α­λό­γου, εί­ναι ο­φθαλ­μο­φα­νής η εκτρο­πή από τις πα­νορ­θό­δο­ξες α­πο­φά­σεις και τις δε­σμεύ­σεις. 
Εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό ό­τι τα Μνη­μό­νι­α των Ορ­θο­δό­ξων Προ­κα­θη­μέ­νων, τα ὁ­ποί­α ε­πι­λε­κτι­κά ε­πι­κα­λείται ο Σε­βα­σμι­ώ­τα­τος Μη­τρο­πο­λί­της Περ­γά­μου, θέ­τουν ως προ­ϋ­πό­θε­ση γι­α την συ­νέ­χι­ση του δι­α­λό­γου και την αλ­λα­γή της θε­μα­το­λο­γί­ας του την προ­η­γού­με­νη ου­σι­α­στι­κή κα­τα­δί­κη της Ου­νί­ας.
Το ζή­τη­μα, βε­βαί­ως, της Ου­νί­ας δεν συ­ζη­τή­θη­κε ού­τε στο Βε­λι­γρά­δι το 2004 ού­τε και στη Ρα­βέν­να το 2007 στις αν­τί­στοι­χες Συ­νό­δους της Μι­κτής Ε­πι­τρο­πής Θε­ο­λο­γι­κού Δι­α­λό­γου. Στο κεί­με­νο μά­λι­στα της Ρα­βέ­ννας γί­νε­ται έμ­με­σος, αλ­λά σα­φέ­στα­τος δι­α­χω­ρι­σμός του θέ­μα­τος της Ου­νί­ας α­πό το συ­ζη­τού­με­νο στην πα­ρού­σα φά­ση του δι­α­λό­γου. Ανα­φέ­ρει επί λέ­ξει το κεί­με­νο της Ρα­βέν­νας: «Α­πὸ του έ­τους 1990 μέ­χρι το 2000 το κύ­ρι­ον θέ­μα, το ο­ποίον συ­νε­ζη­τή­θη υ­πό της Ε­πι­τρο­πής, ή­το αυ­τὸ της «Ου­νί­ας» (Κεί­με­νον του Μπε­λε­μεν­τί­ου, 1993, Βαλ­τι­μό­ρη, 2000), θέ­μα, το ο­ποί­ον θα ε­ξε­τά­σω­μεν πε­ραι­τέ­ρω εις το εγ­γὺς μέλ­λον. Εν τω πα­ρόν­τι ε­πι­λαμ­βα­νό­με­θα του θέ­μα­τος, το ο­ποί­ον ε­τέ­θη εις το τέ­λος του Κει­μέ­νου του Βά­λα­μο και με­λε­τώ­μεν τα θέ­μα­τα εκ­κλη­σι­α­στι­κής κοι­νω­νί­ας, της συ­νο­δι­κό­τη­τας και της ε­ξου­σί­ας».
Παραλείπουμε την απαράδεκτη και προκλητική αποσιώπηση και εξαφάνιση στη Ραβέννα της καταδίκης της Ουνίας με απόφαση της Ολομελείας στο Freising του Μονάχου το 1990 που αποδεικνύει πόσο αναξιόπιστη είναι οι του Βατικανού στο Διάλογο, αφού άλλες αποφάσεις δέχονται και άλλες απορρίπτουν, γράφοντάς μας, κατά το λεγόμενον «εις τα παλαιότερα των υποδημάτων τους», και παρατηρούμε ότι είναι πρόφαση και υπεκφυγή του μητροπολίτου Περγάμου ότι θα συζητηθεί προσεχώς το θέμα της Ουνίας εις τα πλαίσια της συζητήσεως του θέματος περι του πρωτείου του Πάπα.  Το θέμα της Ουνίας έπρεπε να είχε κλείσει με την απόφαση του Freising του Μονάχου, όπου Ορθόδοξοι και Ρωμαιοκαθολικοί υπέγραψαν την καταδίκη της Ουνίας.  Πρέπει να αισχύνονται και όχι να προκαλούν αυτοί που ταπείνωσαν την Ορθοδοξία στο Balamand του Λιβάνου (1993), όπου με απουσία έξη αυτοκεφάλων εκκλησιών (Ιεροσόλυμα, Σερβία, Βουλγαρία, Γεωργία, Ελλάς, Τσεχοσλοβακία) συρθήκαμε σε καινούργια περιττή συζήτηση για την Ουνία με την οποία τη απαιτήσει του Βατικανού ακυρώσαμε την απόφαση του Μονάχου (1990), αθωώσαμε την Ουνία και το χειρότερο προβήκαμε σε σοβαρές παραχωρήσεις σε θέματα πίστεως, εξισώσαμε εκεί εκκλησιολογικά την Ορθόδοξη και την Ρωμαιοκαθολική «Εκκλησία» αρνηθέντες ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία.  Και μόνο αυτό έπρεπε να φράττει το στόμα και να συγκρατεί την γραφίδα όσων τολμούν να ομιλούν για σεβασμό των συνοδικών αποφάσεων, τις οποίες κατεξευτέλισαν.  Εξακολουθούμε μάλιστα να δεχόμαστε την Ουνία ως συνομιλητή μας στο Διάλογο.
Σε ό,­τι α­φο­ρά δε συ­νο­λι­κά το κεί­με­νο της Ρα­βέν­νας, το ο­ποί­ο έ­χει δε­χθεί ο­ξύ­τα­τες κρι­τι­κές α­πό ορ­θο­δό­ξου πλευ­ράς, δι­ό­τι εκ­χω­ρεί την ορ­θό­δο­ξη εκ­κλη­σι­ο­λο­γί­α στους αι­ρε­τι­κούς, δεν έ­χει υ­πάρ­ξει μέ­χρι σή­με­ρα καμ­μί­α α­πο­λύ­τως συ­ζή­τη­ση, ε­νη­μέ­ρω­ση, α­πό­φα­ση ή έγ­κρι­ση σε Συ­νο­δι­κό ε­πί­πε­δο α­πό την Εκ­κλη­σί­α της Ελ­λά­δος.
Σε ποι­ες Πα­νορ­θό­δο­ξες α­πο­φά­σεις α­να­φέ­ρον­ται οι δύο αξιωματούχοι, όταν δεν υ­πάρ­χουν καν Συ­νο­δι­κές εγ­κρί­σεις της Εκ­κλη­σί­ας της Ελ­λά­δος γι­α τα 10 κεί­με­να των Συ­νε­λεύ­σε­ων της Μι­κτής Ε­πι­τρο­πής που προ­η­γή­θη­καν;


Πως θα προ­σέλ­θει ο Συ­νο­δι­κός α­πε­σταλ­μέ­νος της Εκ­κλη­σί­ας της Ελ­λά­δος να συμ­με­τά­σχει στην δι­α­πραγ­μά­τευ­ση του νέ­ου κει­μέ­νου της Ε­πι­τρο­πής, ό­ταν δεν έ­χει εγ­κρι­θεί Συ­νο­δι­κά το προ­η­γού­με­νο, το ο­ποί­ο μά­λι­στα α­πο­τε­λεί και την βά­ση του ε­πι­κεί­με­νου δι­α­λό­γου;


Ποι­α α­ξι­ο­πι­στί­α μπο­ρεί να έ­χει έ­νας τέ­τοι­ος δι­ά­λο­γος (υ­πό την συμ­προ­ε­δρί­α του Σε­βα­σμι­ω­τάτ­ου Περ­γά­μου), ό­ταν αδι­α­φο­ρεί γι­α τη Συ­νο­δι­κή έγ­κρι­ση των πο­ρι­σμά­των του εκ μέ­ρους των Το­πι­κών Ορ­θο­δό­ξων Εκ­κλη­σι­ών που με­τέ­χουν σ’ αυ­τόν;


Γιατί διαμαρτύρονται για την «Ομολογία Πίστεως», η οποία αποτελεί συνοδική συμμετοχή του πληρώματος της Εκκλησίας, την οποία έπρεπε να επιδιώκουν και όχι να αφορίζουν; 
Αυτό δεν είναι Ορθόδοξη Εκκλησιολογία αλλά παπική ιεροκρατία.
Αυ­τήν την ιεροκρατική «αυ­θεν­τί­α και το κύ­ρος των Συ­νο­δι­κών α­πο­φά­σε­ων» υπε­ρα­σπί­ζε­ται ο Μη­τρο­πο­λί­της Περ­γά­μου κι αυ­τό εί­ναι το «εκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κόν δι­α­κύ­βευ­μα» γι­α το οποίο ἀ­γω­νι­ά;
Το ε­ρώ­τη­μα, το ο­ποί­ο μας συ­νέ­χει, εί­ναι πραγ­μα­τι­κά α­μεί­λι­κτο. Όχι, όμως, όπως το δι­α­στρέ­φει κα­τα­κλεί­ον­τας την ε­πι­στο­λή του ο Μη­τρο­πο­λί­της Περ­γά­μου, δι­ε­ρω­τώ­με­νος αν «υ­φί­σταν­ται Ορ­θο­δο­ξί­α και δόγ­μα­τα πί­στε­ως ά­νευ συ­νο­δι­κῶν α­πο­φά­σε­ων­», αλ­λά ό­πως ι­σχύ­ει στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα· αν, δη­λα­δή, υφί­σταν­ται συ­νο­δι­κές α­πο­φά­σεις άνευ της Ορ­θο­δο­ξί­ας και των δογ­μά­των πί­στε­ως.
Αυτό εί­ναι το α­λη­θι­νό δι­α­κύ­βευ­μα· η δι­α­φύ­λα­ξη της α­λη­θεί­ας και της α­κρι­βεί­ας της α­μω­μή­του ορ­θο­δό­ξου πί­στε­ώς μας, εκ­φρα­ζο­μέ­νης συ­νο­δι­κώς υ­πό της Α­γι­ω­τά­της Εκ­κλη­σί­ας μας στα πλαί­σι­α της α­πρό­σκο­πτης λει­τουρ­γί­ας Της ως Αυ­το­κε­φά­λου Το­πι­κής Ορ­θο­δό­ξου Εκ­κλη­σί­ας.
Αυ­τό το δι­α­κύ­βευ­μα δεν θα παύσου­με, χά­ρι­τι Θε­ού, να υ­πε­ρα­σπι­ζό­μα­στε και να δι­α­φυ­λάτ­του­με ανε­πη­ρέ­α­στοι και ά­καμ­πτοι μπρο­στά σε εκ­φο­βι­σμούς, απει­λές και εκ­βι­α­σμούς. 
Ο προβληματισμός των δύο υψηλών επιστολογράφων είναι αθεμελίωτος.  Η ορθόδοξη Εκκλησιολογία προσβάλλεται από ιεροκρατικές τάσεις που αγνοούν το πλήρωμα της Εκκλησίας, από περιφρόνηση της ιεροκανονικής και Πατερικής Παραδόσεως, όπως αυτή οριοθετήθηκε στις Οικουμενικές και Τοπικές Συνόδους για την στάση μας έναντι των αιρετικών αλλά και από την εσχάτως ενισχυμένη υπερόρια ανάμειξη σε θέματα της αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος.
Με εμ­πι­στο­σύ­νη και υ­πα­κο­ή στην Σε­πτή Ιε­ραρ­χί­α της Εκ­κλη­σί­ας μας πα­ρα­κα­λού­με υι­ι­κώς τους Σε­βα­σμι­ω­τά­τους Ποι­με­νάρ­χες μας να α­πο­φαν­θούν και να το­πο­θε­τη­θούν Συ­νο­δι­κώς, με τον φω­τι­σμό του Α­γί­ου Πνεύ­μα­τος, και να α­να­παύ­σουν το εν Χρι­στώ ποί­μνι­ό τους, που α­γω­νιά α­πλη­ρο­φό­ρη­το, α­να­μέ­νον­τας τη φω­νή της Μη­τέ­ρας Εκ­κλη­σί­ας του.
Μετὰ βαθυτάτου σεβασμού, εκ μέρους της Συνάξεως Κληρικών και Μοναχών
Αρχιμ. Μάρκος Μανώλης, Πνευματικός Προϊστάμενος «Πανελληνίου Ορθοδόξου Ενώσεως»
Αρχιμ. Χρυσόστομος Πήχος, Καθηγούμενος Ι. M. Λογγοβάρδας
Αρχιμ. Αθανάσιος Αναστασίου, Καθηγούμενος Ι. M. Μεγ. Μετεώρου
Αρχιμ. Μάξιμος Καραβάς, Καθηγούμενος Ι. M. Αγ. Παρασκευής Μηλοχωρίου Πτολεμαΐδας
Αρχιμ. Θεόκλητος Μπόλκας, Καθηγούμενος Ι. Ησυχ. Αγίου Αρσενίου του Καππαδόκου, Χαλκιδική
Αρχιμ. Γρηγόριος Χατζηνικολάου, Καθηγούμενος Ι. M. Αγ. Τριάδος Άνω Γατζέας Βόλου
Αρχιμ. Σαράντης Σαράντος, Εφημέριος Ι. N. Κοιμήσεως Θεοτόκου Αμαρουσίου Αττικής
Πρωτοπρ. Γεώργιος Μεταλληνός, Ομότ. Καθηγητής Θεολ. Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών
Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης, Ομότ. Καθηγητής Θεολ. Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Γέρων Ιερομόναχος Ευστράτιος Λαυριώτης
Πρεσβύτερος Αναστάσιος Γκοτσόπουλος, Εφημέριος Ι. Ν. Αγίου Νικολάου Πατρών





  

    

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις